2022/10/12

Ο ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (+1600)

Ο γενναίος 12χρονος μάρτυρας άγιος Βασίλειος της Μανγκαζέγια (23 Μαρτίου) καταγγέλει τους υπηρέτες του διαβόλου και την σημερινή κατάντια του κόσμου που εκμεταλλεύεται ακόμη και τα αθώα παιδιά!

(Αντί σχολίου για την αντιχριστιανική εποχή της δαιμονοποίησης του ανθρώπου, της υποκρισίας και της εκμετάλλευσης του πλησίον στο όνομα της απόλαυσης της αμαρτίας,)

Ο άγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 1587 στην πολύ παλιά πόλη του Γιαροσλάβ. Το Γιαροσλάβ ήταν ένα σημαντικό λιμάνι στο Βόλγα ποταμό. Ο πατέρας του Βασίλειου, Θεόδωρος, ήταν ένας φτωχός έμπορος και η οικογένειά του συχνά είχε πολύ λίγο φαγητό. Ακόμα και όταν ήταν πολύ μικρό παιδί, ο άγιος Βασίλειος συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία κάθε φορά που μπορούσε. Αγαπούσε το σπίτι του Θεού και ήθελε να είναι εκεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος.

Εκείνες τις ημέρες, όταν ένα αγόρι ήταν δώδεκα χρονών, μπορούσε να γίνει παραγιός. Ένας παραγιός είναι κάποιος που εργάζεται για μια επιχείρηση, χωρίς πληρωμή, μόνο για να μάθει την τέχνη. Το αφεντικό πληρώνει τον πατέρα του παιδιού ένα ορισμένο ποσό και στη συνέχεια παρέχει στο παιδί φαγητό και ένα μέρος για να ζει. Επειδή η οικογένεια του Βασίλειου ήταν πολύ φτωχή, συμφώνησε να γίνει κι αυτός παραγιός. Ο άγιος έγινε παραγιός ενός εμπόρου στην πόλη Μανγκαζέγια της Σιβηρίας.

Η Σιβηρία ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος, γεμάτη από άγρια ζώα, πολεμοχαρείς ντόπιες φυλές και άνομους άνδρες. Το ταξίδι για την Μανγκαζέγια ήταν μακρυνό, δύσκολο και γεμάτο κινδύνους. Όταν ο άγιος Βασίλειος έφτασε εκεί με ασφάλεια, έσπευσε στην εκκλησία για να ευχαριστήσει τον Θεό για την προστασία του στον δρόμο. Στη συνέχεια πήγε στο γραφείο του εμπόρου, όπου του δόθηκε η δουλειά του γραμματέα. Ο άγιος Βασίλειος ήταν ένας πολύ καλός και επιμελής εργάτης. Σύντομα του δόθηκε μια πιο υπεύθυνη δουλειά στην επιχείρηση.

Δυστυχώς, εκείνη την εποχή η Σιβηρία ήταν μια ακριτική περιοχή, και δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου γυναίκες εκεί. Με αυτή την αφορμή, ορισμένοι άνδρες που είχαν κτηνώδη πάθη συνήθιζαν να διαπράττουν ομοφυλοφιλικές πράξεις. Το αφεντικό του αγίου Βασιλείου ήταν ένα από αυτά τα διεστραμμένα άτομα. Λίγο μετά την άφιξη του αγίου Βασιλείου στην Μανγκαζέγια, το αφεντικό προσπάθησε να παρασύρει τον νέο σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Προσπάθησε με την κολακεία, προσέφερε στον Βασίλειο χρήματα και, τέλος, κατέφυγε σε απειλές και τιμωρίες.

Ο άγιος Βασίλειος απλώς συνέχισε να νηστεύει και να προσεύχεται και να ζητάει από τον Θεό να τον προστατέψει να παραμείνει καθαρός.  Το αφεντικό άρχισε να μισεί τον Βασίλειο. Ήταν εξοργισμένος που εκείνος δεν υπέκυπτε στην σατανική επιθυμία του, και μισούσε την προσευχητική, ευσεβή ζωή του Βασίλειου. Μισούσε τον Βασίλειο ιδιαίτερα για την πράη και ταπεινή προσωπικότητά του. Αλλά όσο και αν αυτός καταδίωκε και κακομεταχειριζόταν το αθώο παλικάρι, ο άγιος Βασίλειος συνέχισε να εκτελεί πιστά και και ειλικρινά όλα τα καθήκοντα και τις ευθύνες του.

Τέλος, οι διώξεις και οι συκοφαντίες έφτασαν σε φοβερό σημείο. Κατά τη διάρκεια του όρθρου του Πάσχα, ληστές λήστεψαν το κατάστημα στο οποίο εργαζόταν ο Βασίλειος. Το αφεντικό, ανακαλύπτοντας την κλοπή, πήγε στον διοικητή και κατήγγειλε την κλοπή. Στη συνέχεια, όμως, συνέβη μια τρομερή πράξη: ο έμπορος μισούσε τον Βασίλειο τόσο πολύ και η κακία είχα αποκτήσει τέτοια ισχύ μέσα του, που κατηγόρησε επισήμως τον αθώο ως τον ληστή.

Έτσι, την ημέρα του λαμπρού Πάσχα του Χριστού, όταν η Εκκλησία καλεί όλους τους ανθρώπους στην ειρήνη και την αγάπη, αυτό το αθώο, θεοφοβούμενο παιδί προδόθηκε από ένα ψευδομάρτυρα, όπως ακριβώς ο Χριστός είχε προδοθεί από ψευδομάρτυρες. Ο διοικητής ούτε που διερεύνησε τις κατηγορίες. Έστειλε αξιωματικούς να συλλάβουν τον άγιο Βασίλειο και να τον σύρουν έξω από την εκκλησία. Ο διοικητής μαζί με το αφεντικό του Βασίλειου άρχισαν να βασανίζουν το αγόρι, προκειμένου να του αποσπάσουν μια ομολογία. Παρά όλα τα άγρια βασανιστήρια, ο μακάριος μόνο απαντούσε με πραότητα: «Είμαι αθώος».

Ο πόνος των βασανιστηρίων έγινε τόσο αφόρητος που το παλικάρι λιποθύμησε, αλλά όταν συνήλθε, επανέλαβε πάλι ήσυχα, «Είμαι αθώος». Η γεμάτη πραότητα και ταπεινοφροσύνη χριστοειδής καρτερικότητα και η ειρηνική απόκριση του νεαρού αγίου εξόργισε τον πονηρό έμπορο ακόμη περισσότερο. Τελικά, τον έπιασε μια κρίση δαιμονικής μανίας και κοπάνησε τον αθώο παρθένο στο κεφάλι με μια βαριά αλυσίδα κλειδιών. Ο άγιος Βασίλειος έπεσε στο πάτωμα, αναστέναξε βαριά και παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του Κυρίου, την ημέρα του φαεσφόρου Πάσχα του Χριστού, το έτος 1600. Για να κρύψουν το απεχθές αυτό έγκλημα, ο διοικητής, κ. Πούσκιν, και ο αλλόφρονας από το πάθος έμπορος, έβαλαν το σώμα του αγίου μάρτυρα σε ένα τραχύ φέρετρο και το βύθισαν σε έναν κοντινό βάλτο, βάζοντας πέτρες για βαρίδια. 

Φήμες σχετικά με τη στυγνή δολοφονία κυκλοφόρησαν στην πόλη της Μανγκαζέγια σχεδόν αμέσως μετά το περιστατικό, αλλά ο Θεός επέλεξε να αποκρύψει τα ιερά λείψανα του αγίου Του για πενήντα δύο χρόνια. Το 1652, κατά τη διάρκεια της θητείας του στρατιωτικού διοικητή Ιγνατίου Στεπάνοβιτς Κορσάκωφ, ο Θεός θέλησε να αποκαλύψει την δόξα του παρθενομάρτυρά Του. Το έτος αυτό, πολλά θαυμαστά γεγονότα άρχισαν να συμβαίνουν στην περιοχή γύρω από την Μανγκαζέγια. Πολλοί ευσεβείς άνθρωποι έβλεπαν όνειρα στα οποία ένας αγένειος νέος εμφανιζόταν σε αυτούς, και πολλοί άρρωστοι άνθρωποι θεραπεύτηκαν από αυτό το άγιο παιδί. Ένα παράδοξο φως εθεάθη πάνω από τον βάλτο και αόρατες φωνές ακούστηκαν να ψάλλουν εκεί κοντά.

Τότε, το φέρετρο του αγίου ανέβηκε σιγά-σιγά στην επιφάνεια της λάσπης. Ένας ευλαβής τοξότης, ο Στέφανος Σιργιάεφ, παρατήρησε το φέρετρο, αλλά δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό. Ο άγιος Βασίλειος τού εμφανίστηκε σε όνειρο και του είπε να ανοίξει το φέρετρο του. Όλη η ιστορία του μαρτυρίου του αγίου Βασιλείου έγινε γνωστή. Το φέρετρο ανελκύστηκε από τον βάλτο και ανοίχτηκε. Μέσα βρήκαν τα ιερά λείψανα του αγίου, ολόκληρα και αδιάφθορα. Ένα εκκλησάκι χτίστηκε πάνω από τα λείψανα και πολλοί άνθρωποι έλαβαν θεραπεία με τις προσευχές του νεαρού μάρτυρα.

Άγιε μάρτυρα Βασίλειε της Μανγκαζέγια, προσευχήσου στον Θεό για μας!