Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΕΡΒΙΑΣ
Ο όσιος Σάββας είχε πατέρα τον όσιο Συμεών. Ο όσιος Συμεών υπήρξε μεγάλος ηγεμόνας των Σέρβων (1165-1196) και ήταν κατά τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς «υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και πολέμιος των αιρέσεων, σ’ όλη του τη ζωή άνθρωπος με μεγάλη πίστη, αγάπη και ζήλο Ευαγγελικό». Αγωνίσθηκε με σθένος υπέρ της Ορθοδοξίας και εργάσθηκε για την εδραίωση της στον λαό, τον οποίο ένωσε σε ένα βασίλειο. Με την ευλαβή και φιλομόναχη σύζυγό του Άννα απέκτησε πολλά παιδιά. Στο τέλος έγινε και αυτή μοναχή με το όνομα Αναστασία στη μονή Στουντένιτσα. Μεταξύ των τέκνων τους δύο στέφθηκαν αγιωνυμίας· ο άγιος Σάββας πρώτος αρχιεπίσκοπος των Σέρβων και Στέφανος Β’ ο Πρωτοστεφής και τελικά κάρηκε μοναχός Σίμων.
Ο άγιος Σάββας, που κατά κόσμο ονομαζόταν Ράστκο, υπήρξε καρπός προσευχής. Γεννήθηκε το 1169, και μεγάλωσε με νουθεσία Κυρίου. Οι θεοσεβείς γονείς του τον ετοίμαζαν για γάμο όταν ενηλικιωθεί, αλλά αυτός είχε αποφασίσει τη μοναχική του αφιέρωση. Ποθούσε να αναχωρήσει στο Άγιον Όρος, για το οποίο άκουγε θαυμαστές ιστορίες ασκητών και οσίων. Με συνοδό ένα Ρώσο Αγιορείτη μοναχό έφυγε για το Άγιον Όρος, σε ηλικία 16 ετών, κρυφά από τους γονείς του, οι οποίοι βυθίσθη-καν σε μεγάλη θλίψη. Εκάρηκε μοναχός στη μονή Αγίου Παντελεήμονος-Παλαιού Ρωσικού και ονομάσθηκε Σάββας. Οι απεσταλμένοι στρατιωτικοί του πατέρα του πήγαν στο Άγιον Όρος για να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω. Επέστρεψαν, με τα κοσμικά πριγκηπικά ρούχα του και με μία παραμυθητική επιστολή προς τους γονείς του.
Λίγους μήνες μετά την κουρά του επισκέφθηκε την εορτάζουσα μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, την περίφημη μονή Βατοπαιδίου. Ο ηγούμενος της μονής τον προσκάλεσε να μείνει πλησίον τους. Ο Σάββας εντυπωσιασμένος δεν μπόρεσε να αρνηθεί, και έλαβε τη συγκατάθεση του ηγουμένου της μονής του Αγίου Παντελεήμονος και έμεινε στο Βατοπαίδι μία ολόκληρη δωδεκαετία. Η παραμονή του ήταν ωφέλιμη. Έμαθε θαυμάσια τα ελληνικά, μελέτησε στην πλούσια βιβλιοθήκη, διδάχθηκε την τάξη, την παράδοση, την τέχνη, στην πλούσια και μεγάλη αυτή μονή, και όπως γράφει ο μακάριος επίσκοπος Νικόλαος: «Σε τέτοιο κέντρο πνευματικότητας και πολιτισμού ο Σάββας είχε τη σπάνια ευκαιρία να οικοδομήσει τον χαρακτήρα του κατά το πρότυπο των καλύτερων παραδειγμάτων που είδε και των καλύτερων βιβλίων που διάβασε». Ο μακαριστός Γέροντας Ιουστίνος συνεχίζει: «Η ζωή και η τάξη στο Μοναστήρι του Βατοπαιδίου ικανοποίησε τον νεαρό μοναχό Σάββα, ο οποίος, ανάμεσα σε υποδειγματικούς μοναχούς και με την καθοδήγηση του ταπεινού και αγίου γέροντα Μακαρίου, παραδόθηκε στους μοναχικούς αγώνες με όλη τη θέρμη της φιλόχριστης, νεανικής του ψυχής. Μέσα στον πύρινο ενθουσιασμό του και τη φλογερή του ευλάβεια, επιθυμούσε με όλη του την καρδιά να μην τον ξεχωρίζουν σε τίποτα, επειδή ήταν γιος ηγεμόνα. Ήθελε δηλαδή να είναι ένας απλός, συνηθισμένος μοναχός, ίσος και όμοιος με όλους τους άλλους στην νηστεία, στην προσευχή, στην αγρυπνία και σε όλες τις διακονίες της Μονής. Γι’ αυτό εκτελούσε τα πάντα με ταπείνωση και αφοσίωση».
Περιόδευσε όλο το Άγιον Όρος, αναζητώντας ενάρετους Γέροντες και προσφέροντας στις μονές πλούσια δώρα από αυτά που του έστειλε ο πατέρας του. Ο επίσκοπος Νικόλαος αναφέρει πως κράτησε τα βασιλικά χρήματα για την ανοικοδόμηση της μονής Βατοπαιδίου: «Ήταν απαραίτητα κι άλλα καινούρια κτίρια στο μοναστήρι για τους μοναχούς, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξανόταν. Ο Σάββας ανήγειρε μερικά τέτοια με δύο ή τρεις ορόφους. Ένα απ’ αυτά κράτησε για τον εαυτό του και τον πατέρα του, λέγοντας: Αν δώσει ο Θεός, εγώ και ο κύριος πατέρας μου θα κατοικήσουμε εδώ σε δικό μας σπίτι». Οπωσδήποτε δεν σκεφτόταν ότι θα χρειαζόταν γι’ αυτόν και τον πατέρα του ολόκληρο κονάκι, αλλά ότι αυτό θα είναι σερβικό σπίτι για Σέρβους μοναχούς στο μέλλον. Κατόπιν άρχισε να κτίζει τρεις ναούς καλούμενους παρεκκλήσια, σαν τρεις πολύτιμους λίθους. Τον πρώτο, πίσω από το Καθολικό, αφιέρωσε στην Υπεραγία Παρθένο, το δεύτερο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον τρίτο στη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Ο τελευταίος κτίστηκε στην κορυφή του υψηλότερου από τους δέκα συνολικά πύργους. Κάλυψε και τη στέγη του Καθολικού με μολύβι. Μετά απ’ αυτό ανακαίνισε και πολλά άλλα βοηθητικά κτίρια. Γι’ αυτό η διοίκηση του μοναστηριού τίμησε το Σάββα με τον τίτλο «δεύτερος κτήτορας του Βατοπαιδίου».
Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του, ο άγιος Σάββας δεν υπήρξε απλά ένας υψηλός χορηγός των σημαντικών έργων στη μονή Βατοπαιδίου. Πέρα από τις δόσεις και τις οδηγίες έλεγχε με τη γνώση και ευφυΐα του την ποιότητα των έργων και δεν δίσταζε να εργάζεται όπως ένας συνηθισμένος εργάτης. Συγχρόνως διακονούσε στον ναό, στο μαγειρείο, στο αρτοποιείο, στα κτήματα και στο αρχονταρίκι, ώστε να γίνει στο Βατοπαίδι «ο πιο προσφιλής μοναχός». Σε όλα τα διακονήματα όμως πάντα είχε συνοδό την προσευχή, την εγκράτεια και την άσκηση. Συχνά, με την ευλογία του Γέροντος του Μακαρίου, μετέβαινε, ξυπόλυτος και πάντα πεζός, στους ασκητές που είχαν ανάγκες, για να τους μεταφέρει ελεημοσύνες και φρέσκο ψωμί. Δύο φορές μάλιστα, πηγαίνοντας για τις μονές Εσφιγμένου και Μεγίστης Λαύρας, έπεσε σε ληστές, αλλά διασώθηκε θαυματουργικά.
Η μακρά παραμονή του αγίου Σάββα στο Άγιον Όρος και οι παραινετικές επιστολές του προς τον πατέρα του συνέβαλαν στην απόφασή του να παραιτηθεί από τον θρόνο του και να λάβει το μοναχικό σχήμα στις 25 Μαρτίου 1196 στη μονή Στουντένιτσα. Υπακούοντας τελικά στην επίμονη πρόσκληση του αγαπητού του Σάββα στις 8 Οκτωβρίου 1197 ξεκίνησε ανεπίστροφο ταξίδι κι έφθασε στη μονή Βατοπαιδίου στις 2 Νοεμβρίου 1197.
Ο ηγεμόνας μοναχός έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Ο Ηγούμενος και οι αδελφοί, αφού δεήθηκαν κα ευχαρίστησαν τον Θεό στο Καθολικό, χαιρέτησαν τον γέροντα Συμεών και τον ασπάσθηκαν εν Κυρίω. Τότε ήλθε και ο γιος να χαιρετήσει τον πατέρα. Η συνάντηση ήταν ιδιαίτερα συγκινητική. Και οι δύο έμειναν άφωνοι από τη μεγάλη χαρά. Ο γέροντας μάλιστα κλονίσθηκε και θα έπεφτε, αν δεν τον συγκρατούσαν. Όταν κάποτε συνήλθε, έβρεχε με πολλά δάκρυα το κεφάλι του αγαπημένου του παιδιού, καθώς το κρατούσε πάνω στην καρδιά του καταφιλώντας το. Την ώρα εκείνη ο θεοφώτιστος γιος πόσες ευχαριστίες δεν ανέπεμπε στον Θεό από το βάθος της ψυχής του, επειδή ο πατέρας του υπάκουσε στον λόγο του Ευαγγελίου! Κατασυγκινημένοι και γεμάτοι χαρά πνευματική, δόξαζαν τον Θεό. Το θέαμα ήταν θαυμαστό στον ουρανό και στη γη. Και οι δύο, ‘’τετρωμένοι’’ από την αγάπη του Χριστού, άφησαν τα μεγαλεία και ήλθαν στη ξένη γη, ακολουθώντας τον Κύριο ολόψυχα. Γι’ αυτό έφθασαν σε μεγάλη ταπείνωση και έγιναν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.
Ο Πρώτος, όταν άκουσε για την άφιξη του μεγάλου ζουπάνου, κατέβηκε από τις Καρυές, για να χαιρετήσει τον διακεκριμένο επισκέπτη. Ο Συμεών με ταπεινοφροσύνη έκανε μετάνοια μπροστά του, ενώ ο Πρώτος γονάτισε μπροστά στον Συμεών και χαιρέτισαν και αγκάλιασαν ο ένας τον άλλο. Αυτό ήταν μεγάλο γεγονός στην ιστορία του Αγίου Όρους, γιατί μέχρι τότε κανένας μεγάλος ηγεμόνας ορθοδόξου έθνους δεν ήρθε στην κτήση της Υπεραγίας Θεοτόκου σαν μοναχός ανάμεσα σε φτωχούς μοναχούς!
Έφτασαν και οι ηγούμενοι όλων των μεγαλύτερων μοναστηριών με πλήθος μοναχών να δουν και να χαιρετήσουν τον πρώην δεινό αρχιστρά-τηγο και ηγεμόνα και τώρα απλό μοναχό ίδιον μ΄ αυτούς. Έχοντας σφοδρή επιθυμία να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τη μοναχική ζωή, ο Συμεών έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την πείρα τους στην οδό της σωτηρίας. Ούτε ένας δεν έφυγε χωρίς δώρα φερμένα από τη Σερβία. Ο γέροντας είχε φέρει μαζί του πολλά άλογα κα μουλάρια φορτωμένα με πολύτιμα δώρα, χρήσιμα για την εκκλησία και την αδελφότητα».
Περιοδεύοντες οι άγιοι Σάββας και Συμεών το Άγιον Όρος προσκύνησαν την εικόνα του Άξιον Εστί στον ιερό ναό του Πρωτάτου Καρυών, την εικόνα της Πορταΐτισσας στην ιερά μονή Ιβήρων, τον τάφο του οσίου Αθανασίου στη Μεγίστη Λαύρα και συναντήθηκαν με ασκητές. Παντού πρόσφεραν πλούσια δώρα, γι’ αυτό, όπως γράφει ο βιογράφος τους Δομετιανός: «Και μέχρι σήμερα μνημονεύονται ως κτίτορες μαζί με τους ευσεβείς βασιλείς». Κατά τον ίδιο βιογράφο, στη μονή Βατοπαιδίου, ζώντας κοινοβιακά πατέρας και υιός, συνέχιζαν τους ασκητικούς αγώνες και τις προσευχές. Μάλιστα ο άγιος Σάββας αναπλήρωνε τα λόγω γηρατειών υστερήματα του πατέρα του, λέγοντας πως αυτός θα δώσει λόγο γι’ αυτόν στον Θεό, αφού αυτός τον προσκάλεσε στο Άγιον Όρος.
Ο Σάββας προόδευε πνευματικά και εργαζόταν συστηματικά για την πρόοδο της μονής. Έτσι οικοδόμησε εξαιρετικά κτίσματα, διόρθωσε όλα τα ερειπωμένα, καλλιέργησε τη γύρω περιοχή, δώρισε μετόχια, όπως το Προσφόριον, που είχε καταστραφεί από πειρατές και το ανακαίνισαν. Οι δύο άγιοι αναδείχθηκαν πράγματι μεγάλοι νέοι κτήτορες της μονής Βατοπαιδίου. Στην εποχή των αγίων η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και οι μοναχοί της έφθασαν τους 800.
Όταν πληροφορήθηκαν για την κατεστραμμένη μονή του Χιλανδαρίου, θέλησαν να την ξανακτίσουν, να την προσφέρουν στην τιμή της Θεοτόκου, και να την κάνουν τόπο μόνιμο εγκαταβιώσεως των μοναχών συμπατριωτών τους προς πνευματική ενίσχυση του λαού τους. Η περιοχή Μελισσομάνδριο του Χιλανδαρίου ανήκε στη μονή Βατοπαιδίου. Δικαιολογημένα ο ηγούμενος και η αδελφότητα αντέδρασαν για την αναχώρηση των οσίων. Τελικά ο ηγούμενος είπε στους μοναχούς του: «Εμείς από αυτούς δεχτήκαμε πολλά πλούσια δώρα· τώρα τους απαγορεύουμε να φύγουν από μας. Αν τους δώσουμε το Χιλανδάρι, που είναι εξαρτημένο από το Βατοπαίδι, θα είναι φίλοι μας για πάντα». Έτσι και οι μονές Βατοπαιδίου και Χιλανδαρίου θεωρούνται αδελφές μονές.
Ο ηγούμενος του Βατοπαιδίου έστειλε τον Σάββα στην Κωνσταντινούπολη για το θέμα αυτό αλλά και για άλλες υποθέσεις της μονής. Ο αυτόκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος ήταν συγγενής του, αφού η κόρη του είχε πανδρευτεί τον αδελφό του Σάββα, Στέφανο Πρωτοστεφή, ηγεμόνα των Σέρβων. Έτσι εκπληρώνοντας την κοινή επιθυμία των Σέρβων μοναχών και της Συνάξεως των Καρυών με επικεφαλής τον Πρώτο Γεράσιμο, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, με χρυσόβουλλο που εξέδωσε τον Ιούνιο του 1198, έθεσε το Χιλανδάρι κάτω από την άμεση εξουσία και διοίκηση των οσίων Συμεών και Σάββα.
Η μονή Χιλανδαρίου κατέστη «το πνευματικόν κέντρο παντός του σερβικού έθνους, το πρώτο σερβικό διδακτήριο των γραμμάτων, των τε-χνών και εν γένει του πνευματικού και εθνικού πολιτισμού των Σέρβων. Εκ της μονής ταύτης εξήλθαν οι περισσότεροι των μορφωμένων Σέρβων κληρικών, επισκόπων, αρχιεπισκόπων και πατριαρχών ως και ετέρων σοφών Σέρβων ανδρών. Εκεί μεταφράσθηκαν και εγράφησαν εκκλησιαστικά βιβλία προς οργάνωση της εν Σερβία Εκκλησίας και της πνευματικής-πολιστικής καλλιέργειας των Σέρβων. Ούτως εδόθη το σύνθημα της στενής πνευματικής επικοινωνίας των Σέρβων προς το Χιλανδάριον».
Η μονή Χιλανδαρίου μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δύο χρόνων περίπου, με τη μετάβαση του πρώτου ηγουμένου Μεθοδίου στον ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια και τη σημαντική βοήθειά του ανακαινίσθηκε. Ο βιογράφος Θεοδόσιος αναφέρει ότι ο άγιος Σάββας ανακαίνισε κι αγιογράφησε την εκκλησία, στόλισε τον ναό με εικόνες, με παραπετάσματα και ιερά σκεύη. Μια τέτοια ωραία ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας σώζεται μέχρι σήμερα.
Πριν συμπληρώσει έτος ο άγιος Συμεών στη μονή Χιλανδαρίου «ζήσας οσίως και θεαρέστως, ανεπαύθη εν Κυρίω τη ιγ΄ του Φεβρουαρίου» του 1199. Αφού μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, προσκύνησε την εικόνα της Θεοτόκου, ευλόγησε την αδελφότητα κι έδωσε την ευχή του και τις τελευταίες συμβουλές περί της ταφής του στον υιό του, ψάλλοντας και δοξολογώντας τον Θεό παρέδωσε το πνεύμα του. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον».
Με δάκρυα λύπης για τη στέρηση του συνασκητού πατέρα του, αλλά και χαράς γιατί τελειώθηκε οσιακά και θα τον είχε πρεσβευτή στον ουρανό μετά την εξόδιο ακολουθία τον ενταφίασε έντιμα στο δεξιό μέρος του Καθολικού. Μετά την οσιακή κοίμηση του πατέρα του ξεκίνησε μεγαλύτερη άσκηση και προσευχή. Αποσύρθηκε στο ησυχαστικό κελλί του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, παρά τις Καρυές του Αγίου Όρους, και επιδόθηκε σε μεγαλύτερους αγώνες• «με εγκράτεια, με νηστεία, αγρυ-πνία, ολονύκτια στάση και ποταμούς δακρύων», αλλά και παντοτεινή και γνήσια ταπείνωση. Ο Θεός, κατά την επιθυμία του, του φανέρωσε τη μακαρία ανάπαυση και τη δόξα της ψυχής του οσίου Συμεών. Έτσι τον ανέπαυσε και παραμύθησε τέλεια. Στο ησυχαστήριο των Καρυών συνέταξε το τυπικό του, γι΄ αυτό και ονομάσθηκε Τυπικαριό, όπου μεταξυ άλλων υποχρέωνε τους μοναχούς του να διαβάζουν καθημερινά όλο το ψαλτήρι. Το τυπικό αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα από μόνιμο διακονητή.
Στο ετήσιο μνημόσυνο του οσίου Συμεών «επροσκάλεσεν ο Μακάριος Σάββας τον Πρώτον του Όρους και τους ευλαβεστέρους πατέρας και έκαμαν αγρυπνίαν υπέρ της μακαρίας ψυχής του Πατρός αυτού• εις δε τον καιρόν της δοξολογίας ευγήκεν από τον τάφον του Αγίου άρρητος ευωδία εις τόσον όπου εγέμισεν όλον το Μοναστήριον πλησιάσαντες δε εις τον τάφον είδον μύρον αναβλύζον εκ του τάφου και εδόξασαν τον Θεόν όπου αντιδοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας». Συγκινημένος ο άγιος Σάββας και εγκάρδια ευχαριστώντας τον Θεό για τη μυροβλυσία του πατέρα του, κατασπαζόμενος τον τάφο του, έλαβε μία φιάλη μύρο, την οποία έστειλε στον αδελφό του ηγεμόνα Στέφανο ως πατρική ευλογία. Ο ίδιος, αφού κατήχησε την αδελφότητα, αποσύρθηκε πάλι στο ησυχαστήριο των Καρυών.
Κατόπιν ο Σάββας, με την προτροπή του Πρώτου Δομετίου, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ιερισσού Νικόλαο. Κατά τη μετάβασή του στη Θεσσαλονίκη προς προσκύνηση του αγίου Δημητρίου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο. Έπειτα επέστρεψε στην ησυχία του Αγίου Όρους.
Ο άγιος Σάββας, βλέποντας τις σοβαρές φιλονικίες των αδελφών του, σκέφθηκε να μεταφέρει τα τίμια λείψανα του οσίου πατέρα του στην πατρίδα τους προς ειρήνευση κι ενίσχυση των πιστών συμπατριωτών του, στις αρχές του 1207, γιατί μετά την Δ΄ Σταυροφορία των Λατίνων και τις αρπαγές στο Βυζάντιο, ήθελαν να προσηλυτίσουν όλους τους Ορθοδόξους στα λατινικά δόγματα. Τα χαριτόβρυτα λείψανα έγιναν δεκτά με μεγάλες τιμές κι εναποτέθηκαν σε ευτρεπισμένο και προετοιμασμένο τάφο στη μονή Στουντένιτσας, όπου είχε καρεί ο όσιος Συμεών πριν έλθει στη μονή Βατοπαιδίου. Οι Σέρβοι είχαν πλέον ένα πρεσβευτή μυροβλύτη για να ενισχύει τον λαό του με τις πρεσβείες του, επιτελώντας μάλιστα και πολλά θαύματα.
Καμπτόμενος ο άγιος στις επίμονες και θερμές παρακλήσεις των πολλών, τις οποίες θεώρησε θέλημα Θεού, παρέμεινε στην πατρίδα του και εγκαταστάθηκε ηγούμενος της μονής Στουντένιτσα. Εργάσθηκε με ζήλο ιεραποστολικά, κάνοντας μακρές περιοδείες, κηρύττοντας, νουθετώντας, διδάσκοντας, κτίζοντας εκκλησίες, θαυματουργώντας κι ελεώντας. Όλοι τον σέβονταν, τον εκτιμούσαν και τον θεωρούσαν προφήτη του Θεού. Με τη βοήθεια του αγίου τα δύο αδέλφια του συμφιλιώθηκαν και μια απέραντη ειρήνη επικρατούσε σε όλο το βασίλειο. Η χάρη των θαυμάτων του τον έκανε αξιοσέβαστο κι αξιαγάπητο. Ο ίδιος διατηρούσε και μάλιστα αύξανε την άσκηση και την ταπείνωση για τον εαυτό του.
Η μνήμη της αθωνικής ησυχίας τον επανέφερε στον ιερό τόπο το 1217. Το 1219 μετέβη για υποθέσεις της μονής Χιλανδαρίου στη Νίκαια, όπου ήταν ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης λόγω της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους Σταυροφόρους. Αναφερόμενος στα προβλήματα της Εκκλησίας των Σέρβων ζήτησε να χειροτονηθεί αρχιεπίσκοπος ένας ικανός ποιμένας που θα βοηθούσε την Εκκλησία. Όλοι τότε συμφώνησαν πως ο μόνος άξιος για τη θέση αυτή ήταν ο ίδιος ο Σάββας. Ο πατριάρχης Εμμανουήλ τον χειροτόνησε παρουσία του αυτοκράτορος Θεοδώρου Α΄ του Λάσκαρη, που ήταν και συγγενής του.
Δεν επέστρεψε αμέσως στην πατρίδα του αλλά πήγε πρώτα στο Άγιον Όρος. Τα πρόσωπα των μοναχών τα κάλυπτε χαρμολύπη. Χαρά, γιατί έβλεπαν αρχιεπίσκοπο τον πρώην συνασκητή τους και λάβαιναν την ευλογία του και λύπη γιατί θα τον έχαναν από κοντά τους. Νουθέτησε τους Χιλανδαρινούς πατέρες και αναχώρησε παίρνοντας μαζί του και μερικούς καλούς μοναχούς, για να τους χειροτονήσει επισκόπους. Αναχωρώντας η χαρμολύπη κυρίευσε και τον ίδιο. Χαρά γιατί πορευόταν προς διαποίμανση του λαού του και λύπη γιατί θα έχανε την εράσμια αγιορείτικη ησυχία, στην οποία είχε εντρυφήσει πολλά έτη.
Το έργο του αγίου Σάββα ως αρχιεπίσκοπου Σερβίας είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Χειροτόνησε τους καλύτερους μαθητές του πρεσβύτερους και επισκόπους. Ποίμαινε με βάση τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Έμενε για πολύ στις μονές, ιδιαίτερα στη Στουντένιτσα, τελώντας αγρυπνίες, κηρύττοντας στον λαό πίστη στα ορθόδοξα δόγματα, κάνοντας εγκαίνια και καλλωπίζοντας ναούς.
Θαυμαστό είναι το γεγονός, ότι όποτε λειτουργούσε στη Στουντένιτσα μυρόβλυζε ο τάφος του οσίου Συμεών. Το κήρυγμά του ήταν αντιαιρετικό, μετανοίας, ορθής τιμής των εικόνων, του σταυρού και των τιμίων λειψάνων, πίστης στην παράδοση της Εκκλησίας. Έστεφε το φλογερό κήρυγμα του με θαύματα.
Το 1228 εκοιμήθη ο αδελφός του ηγεμόνας Στέφανος ο Πρωτοστεφής. Προηγουμένως του έδωσε το μοναχικό σχήμα, τον ονόμασε Σίμωνα και τον έθαψε πλησίον του τάφου του αγίου Συμεών. Κατόπιν πήγε ταπεινός προσκυνητής των Αγίων Τόπων και κατά τη συνήθειά του πρόσφερε πλούσια δώρα. Αναχωρώντας, μετά από καιρό, έφερε μαζί του μεγάλες ευλογίες. Μέσω Νίκαιας πήγε στο Άγιον Όρος. Στη μονή Χιλανδαρίου πρόσφερε την πατερίτσα του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας. Η επίσκεψη του αυτή το καλοκαίρι του 1229 στο Άγιον Όρος ήταν η τελευταία. Ήταν ένας αποχαιρετισμός του παμφίλτατου Αγίου Όρους.
Στη Σερβία περιόδευσε όλες τις επαρχίες στηρίζοντας τον λαό στη πίστη. Στις μονές καθιέρωσε το αγιορειτικό τυπικό. Κατόπιν, θέλοντας να ησυχάσει, παραιτήθηκε του θρόνου του και στη θέση του χάρη της ειρήνης τοποθέτησε τον ενάρετο μαθητή του Αρσένιο.
Μετέβη δεύτερη φορά στους Αγίους Τόπους προσκυνητής, φιλοξενούμενος του πατριάρχη Αθανασίου, δωρητής προσκυνημάτων και ελεητής φτωχών. Κατόπιν πήγε στην Αλεξάνδρεια, συνομίλησε με τον εκεί πατριάρχη, λειτούργησε στους ναούς και επισκέφθηκε τις αρχαίες ασκητικές ερήμους της Θηβαΐδος και της Νιτρίας και κατέληξε στο θεοβάδιστο όρος Σινά, όπου παρέμεινε επί δίμηνο. Κατόπιν πήγε πάλι στους Αγίους Τόπους, στη Βαγδάτη, στη Συρία, στην Αντιόχεια, στην Αρμενία, στη Νίκαια και κατέληξε στο Τύρνοβο της Βουλγαρίας. Εκεί είχε μακρές και ευχάριστες συζητήσεις με τον τσάρο Ασέν και τον πατριάρχη Ιωακείμ. Λειτούργησε πολλές φορές εκεί και ευλόγησε τον βουλγαρικό λαό σαν δικό του. Η τελευταία του Θεία Λειτουργία ήταν κατά την εορτή των Θεοφανείων. Μετά ασθένησε και μέσα από προσευχές κι αποκαλύψεις παρέδωσε το πνεύμα του στον πλάστη του, τον οποίο από παιδί αγάπησε υπέρμετρα. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 14 Ιανουαρίου 1236. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Η εκδημία του αγίου βύθισε σε λύπη τους πάντες. Ενταφιάσθηκε με τιμή στον ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα. Το επόμενο έτος έγινε μετακομιδή των λειψάνων του αγίου, τα οποία βρέθηκαν άφθορα, ευώδη και θαυματουργούντα. Ο ηγεμόνας Βλάντσλαβ μετέφερε το τίμιο λείψανο κι ο πατριάρχης Αρσένιος με όλο τον λαό το υποδέχθηκε και το απόθεσαν στον ναό της μονής Μιλέσοβο, όπου έγινε πηγή ιαμάτων για αιώνες. Δυστυχώς το 1594 ο Σινάν πασάς, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, λεηλάτησε τη μονή Μιλέσοβο, άρπαξε το σώμα του αγίου και το έκαψε στο Βελιγράδι, για να μη τον τιμούν οι πιστοί. Αλλά οι πιστοί τον τιμούσαν και τον τιμούν ακόμη περισσότερο.
Στο Εγκώμιό του προς τους αγίους Σάββα και Συμεών ο ιεροδιάκονος Ιγνάτιος Μονεμβασιώτης (1745), το οποίον ευρίσκεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας τους ονομάζει: «Θεοί κατά χάριν, ακριβείς κανόνες της κοινοβιακής πολιτείας, φίλους της ησυχίας, πρόθυμους αγωνιστάς και νικητάς και τροπαιούχους κατά του δαίμονος, τους πάντων μάλιστα φιλοκάλους και φιλαρέτους, φιλόστοργοι πατέρες και φιλότεκνοι». Η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιανουαρίου.