Κατά κόσμον Γεώργιος Πάσιος, γεννήθηκε το 1888 στη Ζέλιτσα (Κυδωνία) Αιτολοακαρνανίας, όπου διδάχτηκε τα εγκύκλια γράμματα από τους ευλαβέστατους γονείς του Σπυρίδωνα Πάσιο και Μαρία(το γένος Νασιοπούλου), ανατράφηκε κατά το Αποστολικό «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και γεννήθηκε μέσα του ο πόθος της μοναχικής αφιερώσεως. Έτσι το 1907 σε ηλικία μόλις 19 ετών πήγε στο Άγιο Όρος και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Μετά από 14 χρόνια δοκιμασίας δέχθηκε το Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Γεδεών, μάλιστα για την αρετή του αναδείχθηκε και Ηγούμενος της ιστορικής Μονής ηγουμενεύσας επί τριετία.
Το 1924 το μνημόσυνο του καινοτόμου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον ανάγκασε να αποχωρήσει απο την Μονή, μετά από 17 χρόνια διακονίας και ασκήσεως και να εγκαταβιώσει στα Καυσοκαλύβια όπου έζησε ερημιτικά και υσηχαστικά για τρία χρόνια. Στην συνέχεια και για μια 7ετία έζησε ερημιτικά στο ασκητήριο του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, στην έρημο του Αγίου Βασιλείου με πολλές δυσκολίες, σε τόπο σκληρό και αφιλόξενο.
Η αρετή και η συνέπειά του προς την Ομολογία της Γνήσιας Ορθοδοξίας τον έκαναν ευρύτατα γνωστό μεταξύ των Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων του Άθωνα αλλά και στους αγωνιζόμενους στον κόσμο και έτσι το 1934 ο Ιερομόναχος και έπειτα Επίσκοπος Βρεσθένης και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ματθαίος (+1950) τον κάλεσε κοντά του για να ενισχύσει τον υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας Αγώνα.Ο μοναχός Γεδεών υπάκουσε στην πρόσκληση αυτή και εντάχθηκε στην αδελφότητα της νεοσύστατης(1934) ανδρικής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κουβαρά, όπου ηγουμένευσε επί τριετία ως δεύτερος Ηγούμενος της ιστορικής Μονής μετά τον Λάκωνα Αρχιμανδρίτη Βίκτωρα Μπουλούκο (+1941) Το 1948 , κατα την πρώτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Επίσκοπο Ματθαίο «ψήφω κλήρου και λαού» ο μοναχός Γεδεών εξελέγη Επίσκοπος Τριμυθούντος για την Εκκλησία της Κύπρου. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος υπό μόνου του Επισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου καθ υπέρβασιν του σχετικού Κανόνος «δια το εμπερίστατον της Εκκλησίας» την 1η Σεπτεμβρίου 1948 στο Παρεκκλήσιο του Προφ. Ηλίου της Ι.Μ. Μεταμορφώσεως και έλαβε το όνομα Σπυρίδων , προς τιμήν του Αγίου Προκατόχου του στην Επισκοπική Έδρα Αγ. Σπυρίωνος.
Μετά την χειροτονία του ο Επίσκοπος Σπυρίδων πήγε στήν Κύπρο και εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο και αυταπάρνηση για την διάδοση της Γνησίας Ορθοδόξου Ομολογίας και την οργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Χειροτόνησε 10 νέους κληρικούς, ίδρυσε μονές, εγκαινίασε Ναούς, κήρυττε, νουθετούσε, εξομολογούσε, αγρυπνούσε και κατάρτιζε το ποίμνιό του.
Η Εκκλησιαστική δραστηριότητα και η παρρησία του, τόσο απέναντι στη Νεοημ. Εκκλησία της Κύπρου, όσο και απέναντι στις Αγγλικές Αρχές κατοχής, είχε σαν αποτέλεσμα να απελαθεί από την Μεγαλόνησο και να επιστρέψει αναγκαστικά στην Ελλάδα, όπου όμως αντιμετώπισε τον μεγάλο διωγμό του καινοτόμου Αρχιεπ. Σπυρίδωνος Βλάχου (1951 – 1956).
Η σφοδρότητα του διωγμού υποχρέωσε τον Ιεράρχη να εγκαταβιώσει σε ένα ησυχαστήριο της περιοχής Κερατέας, με διακονητή τόν Μοναχό Πανάρετο. Εκεί κοιμήθηκε ειρηνικά την 18η Φεβρουαρίου 1963, σε ηλικία 75 ετών.
Η κηδεία του τελέστηκε στην Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας την 20η Φεβρουαρίου, μετά από κατανυκτική αγρυπνία, χοροστατούντος του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών Αγαθαγγέλου, συμπαραστατουμένου από μέλη της Ιεράς Συνόδου και όλους σχεδόν τούς Κληρικούς της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Ενταφιάστηκε πίσω από το Καθολικό της Ι. Μ. Μεταμ. Σωτήρος Κουβαρά, της οποίας είχε διατελέσει Ηγούμενος.
Από την Κηδεία του Μακαριστού Ιεράρχου Σπυρίδωνα.Διακρίνεται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Αγαθάγγελος και ο Πρωθιερεύς Ευγένιος Τόμπρος |