Το πλέον αξιόλογο συμβάν στην ρωσική εκκλησιαστική ιστορία του παρόντος αιώνος, είναι το μεγάλο σχίσμα μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας (της «Σοβιετικής Εκκλησίας») και της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας (της Εκκλησίας των Κατακομβών) το έτος 1927. Τα αίτια αυτού του σχίσματος ξεκινούν από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 και την Πανρωσική Σύνοδο (SOBOR) η οποία έγινε το 1917-1918.
Από το Νοέμβριο του 1917 άρχισε η Μπολσεβική καταδίωξη κατά της Εκκλησίας με την εκτέλεση των Ιερέων και λαϊκών, την καταστροφή ναών και μοναστηριών και την καταπάτηση των ιερών πραγμάτων. Τον Ιανουάριο του 1918, οι Μπολσεβίκοι επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν αυτή την καταδίωξη με ένα νόμο σχετικό με το διαχωρισμό της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Τον ίδιο μήνα ο Πατριάρχης Τύχων και η Ρωσική Σύνοδος αναθεμάτισαν τους Κομμουνιστές και όλους όσους συνεργάζονταν μαζί τους και ειδικότερα εκείνους οι οποίοι συνεργάσθηκαν στη δημοσίευση του ανωτέρου νόμου. Αυτοί καθόρισαν επίσης την μέρα κατά την οποία θα μνημονευόταν τα ονόματα όλων αυτών που μαρτύρησαν από τους κομμουνιστές, την 25η Ιανουαρίου ημέρα του Μαρτυρίου του Μητροπολίτου Βλαδίμηρου.
Το 1922 έγινε σχίσμα μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της «Ζώσης Εκκλησίας», μιας μοντερνιστικής κίνησης που χρησιμοποιούσε το νέο ημερολόγιο, έγγαμους επισκόπους και άλλους νεωτερισμούς. Με την βοήθεια των Κομμουνιστών (τους οποίους οι σχισματικοί επαινούσαν) η κίνηση απέκτησε δύναμη και τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους της Εκκλησίας και συγκρότησε (ληστρική) Σύνοδο η οποία καταδίκασε τον Πατριάρχη Τύχωνα. Ο Τύχων φυλακίστηκε, αλλά μετά από διεθνή πίεση απελευθερώθηκε και την 15ην Ιουλίου 1923 αναθεμάτισε την «Ζώσα Εκκλησία» κηρύσσοντας τα μυστήρια της άκυρα. Οι Κομμουνιστές συνέχισαν να ενισχύουν να ενισχύουν την «Ζώσα» (παρασυναγωγή), αλλά μετά το ανάθεμα του Πατριάρχη Τύχωνα, η δύναμη της παρήκμασε σύντομα. Ο «πατριάρχης» Κωνσταντινουπόλεως ήταν σε κοινωνία με την «Ζώσα Εκκλησία» και όχι με το τότε Ορθόδοξο, Πατριαρχείο Μόσχας από το 1924 έως και το 1929.
Την 25η Μαρτίου του 1925 πέθανε ο Πατριάρχης Τύχων (δηλητηριάστηκε από τους Μπολσεβίκους). Προ του θανάτου του κατάλογο εκ τριών μητροπολιτών, ο πρώτος εκ των οποίων, (ο οποίος ήταν ελεύθερος) θα ασκούσε τα Πατριαρχικά καθήκοντα μέχρις ότου γίνει μια ελεύθερη εκλογή. Οι δύο άλλοι Μητροπολίτες ήταν στην εξορία κατά την στιγμή του θανάτου του Πατριάρχη και έτσι ο άλλος Μητροπολίτης ο Πέτρος του Κρούτισκ έγινε ο ηγέτης της Εκκλησίας.Οι Κομμουνιστές ζήτησαν από τον Πέτρο να υπογράψει μία προκήρυξη προς υπεράσπιση της κομμουνιστικής κυβέρνησης, αλλά αυτός αρνήθηκε και στάλθηκε στην εξορία όπου και απέθανε το έτος 1936.Τότε οι Κομμουνιστές επιχείρησαν να βρουν ένα Μητροπολίτη, ο οποίος θα έπραττε ό,τι ήθελαν, αλλά όλοι οι αντιπρόσωποι του Μητροπολίτη Πέτρου παρέμειναν σταθεροί και εξορίσθηκαν.
Εν τούτοις το 1927 ο Μητροπολίτης του Νιζνί-Νοβγκόροντ Σέργιος, ο οποίος ήταν πριν της «Ζώσης Εκκλησίας» (και κατόπιν μετανόησε), εξήλθε από τη φυλακή και υπέγραψε μία προκήρυξη στην οποία έγραφε ότι: «Οι χαρές της Σοβιετικής Πολιτείας είναι και της Εκκλησίας χαρές και οι λύπες της είναι και δικές της λύπες» και ότι ο λαός «πρέπει να χρωστά χάρη στους Κομμουνιστές δια τα όσα είχαν πράξει δια την Εκκλησία». Αυτός και η «πατριαρχική» του «Σύνοδος» εκ 12 επισκόπων, έστειλαν την προκήρυξη αυτή σε όλες τις ενορίες της Ρωσίας. Εν τούτοις το 90% των ενοριών επέστρεψε την προκήρυξη χωρίς απάντηση και ο Μητροπολίτης Πέτρος και οι περισσότεροι των Επισκόπων καταδίκασαν αυτή και είπαν ότι οι ενέργειες του Μητροπολίτου Σεργίου ήταν άκυρες.
Αμέσως η μυστική αστυνομία και η Σοβιετική Εκκλησία άρχισαν να καταδιώκουν κάθε έναν που αρνιόταν την κοινωνία μετά του Μητροπολίτου Σεργίου, ο οποίος είχε κηρυχθεί ως «Κανονική» Κεφαλή της Εκκλησίας. Έτσι η Αληθής Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας, με ηγέτη τον Μητροπολίτη Πέτρο, «κατέβηκε» στις κατακόμβες.
Η δογματική θέση της Εκκλησίας των Κατακομβών είναι η ακόλουθη. Η Σοβιετική «εκκλησία» δια της κοινωνίας (και ενώσεως) με την Σοβιετική Πολιτεία, έχει πέσει υπό το ανάθεμα του 1918 εναντίον όλων των συνεργαζομένων με τους Κομμουνιστές. Είναι ως εκ τούτου μία σχισματική εκκλησία χωρίς μυστηριακή χάρη. Οι εχθροί της Εκκλησίας των κατακομβών λένε ότι χωρίσθηκε από την επίσημη Εκκλησία διά πολιτικούς λόγους και ότι ο Μητροπολίτης Σέργιος έσωσε την Εκκλησία με αυτήν τη συγκατάβαση του . Εν τούτοις η Εκκλησία των Κατακομβών απαντά ότι ο Χριστός και όχι ο Μητροπολίτης Σέργιος είναι ο Σωτήρας της Εκκλησίας και ότι σε θέματα ορθόδοξης Πίστης ουδεμία συγκατάβαση επιτρέπεται. Αυτός είναι ένας εκκλησιαστικός και όχι ένας καθαρός πολιτικός λόγος, διότι υπάρχει το εκκλησιαστικό ανάθεμα του 1918 και διότι ο κομμουνισμός έχει ως σκοπό την καταστροφή όλων των νόμιμων αρχών, πολιτικών και θρησκευτικών.
Ο αγώνας ο οποίος άρχισε το 1927 συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ένας από τους πλέον σεβαστούς ομολογητές είναι ο Ιερομόναχος (ίσως επίσκοπος) Μιχαήλ Γιαρσώφ, ο οποίος έχει φυλακισθεί από το 1931 σε πολλές φυλακές της Σοβιετικής Ρωσίας, όχι για άλλο λόγο, αλλά διότι αρνείται να υπογράψει μία γραπτή αναγνώριση, ότι αποδέχεται το Πατριαρχείο Μόσχας ως Κανονικό. Αναφέρεται ότι έχει το δώρο της προφητείας και της θεραπείας των ασθενών και βρίσκεται σήμερα (1980) στην «ειδική ψυχιατρική κλινική» του Καζάν. Μακάρι το παράδειγμα του, της ακλόνητης αγάπης για το Χριστό εν μέσω φοβερής καταδίωξης, να εμπνεύσει όλους μας και είθε ο λόγος του της Εκκλησίας των Κατακομβών: «ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον ειπώ» (δηλ. Δεν θα αποκαλύψω στους εχθρούς σου το Μυστήριο, εδώ της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.) να καθοδηγεί όλους τους Γ.Ο.Χ.
Από το Νοέμβριο του 1917 άρχισε η Μπολσεβική καταδίωξη κατά της Εκκλησίας με την εκτέλεση των Ιερέων και λαϊκών, την καταστροφή ναών και μοναστηριών και την καταπάτηση των ιερών πραγμάτων. Τον Ιανουάριο του 1918, οι Μπολσεβίκοι επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν αυτή την καταδίωξη με ένα νόμο σχετικό με το διαχωρισμό της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Τον ίδιο μήνα ο Πατριάρχης Τύχων και η Ρωσική Σύνοδος αναθεμάτισαν τους Κομμουνιστές και όλους όσους συνεργάζονταν μαζί τους και ειδικότερα εκείνους οι οποίοι συνεργάσθηκαν στη δημοσίευση του ανωτέρου νόμου. Αυτοί καθόρισαν επίσης την μέρα κατά την οποία θα μνημονευόταν τα ονόματα όλων αυτών που μαρτύρησαν από τους κομμουνιστές, την 25η Ιανουαρίου ημέρα του Μαρτυρίου του Μητροπολίτου Βλαδίμηρου.
Το 1922 έγινε σχίσμα μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και της «Ζώσης Εκκλησίας», μιας μοντερνιστικής κίνησης που χρησιμοποιούσε το νέο ημερολόγιο, έγγαμους επισκόπους και άλλους νεωτερισμούς. Με την βοήθεια των Κομμουνιστών (τους οποίους οι σχισματικοί επαινούσαν) η κίνηση απέκτησε δύναμη και τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους της Εκκλησίας και συγκρότησε (ληστρική) Σύνοδο η οποία καταδίκασε τον Πατριάρχη Τύχωνα. Ο Τύχων φυλακίστηκε, αλλά μετά από διεθνή πίεση απελευθερώθηκε και την 15ην Ιουλίου 1923 αναθεμάτισε την «Ζώσα Εκκλησία» κηρύσσοντας τα μυστήρια της άκυρα. Οι Κομμουνιστές συνέχισαν να ενισχύουν να ενισχύουν την «Ζώσα» (παρασυναγωγή), αλλά μετά το ανάθεμα του Πατριάρχη Τύχωνα, η δύναμη της παρήκμασε σύντομα. Ο «πατριάρχης» Κωνσταντινουπόλεως ήταν σε κοινωνία με την «Ζώσα Εκκλησία» και όχι με το τότε Ορθόδοξο, Πατριαρχείο Μόσχας από το 1924 έως και το 1929.
Την 25η Μαρτίου του 1925 πέθανε ο Πατριάρχης Τύχων (δηλητηριάστηκε από τους Μπολσεβίκους). Προ του θανάτου του κατάλογο εκ τριών μητροπολιτών, ο πρώτος εκ των οποίων, (ο οποίος ήταν ελεύθερος) θα ασκούσε τα Πατριαρχικά καθήκοντα μέχρις ότου γίνει μια ελεύθερη εκλογή. Οι δύο άλλοι Μητροπολίτες ήταν στην εξορία κατά την στιγμή του θανάτου του Πατριάρχη και έτσι ο άλλος Μητροπολίτης ο Πέτρος του Κρούτισκ έγινε ο ηγέτης της Εκκλησίας.Οι Κομμουνιστές ζήτησαν από τον Πέτρο να υπογράψει μία προκήρυξη προς υπεράσπιση της κομμουνιστικής κυβέρνησης, αλλά αυτός αρνήθηκε και στάλθηκε στην εξορία όπου και απέθανε το έτος 1936.Τότε οι Κομμουνιστές επιχείρησαν να βρουν ένα Μητροπολίτη, ο οποίος θα έπραττε ό,τι ήθελαν, αλλά όλοι οι αντιπρόσωποι του Μητροπολίτη Πέτρου παρέμειναν σταθεροί και εξορίσθηκαν.
Εν τούτοις το 1927 ο Μητροπολίτης του Νιζνί-Νοβγκόροντ Σέργιος, ο οποίος ήταν πριν της «Ζώσης Εκκλησίας» (και κατόπιν μετανόησε), εξήλθε από τη φυλακή και υπέγραψε μία προκήρυξη στην οποία έγραφε ότι: «Οι χαρές της Σοβιετικής Πολιτείας είναι και της Εκκλησίας χαρές και οι λύπες της είναι και δικές της λύπες» και ότι ο λαός «πρέπει να χρωστά χάρη στους Κομμουνιστές δια τα όσα είχαν πράξει δια την Εκκλησία». Αυτός και η «πατριαρχική» του «Σύνοδος» εκ 12 επισκόπων, έστειλαν την προκήρυξη αυτή σε όλες τις ενορίες της Ρωσίας. Εν τούτοις το 90% των ενοριών επέστρεψε την προκήρυξη χωρίς απάντηση και ο Μητροπολίτης Πέτρος και οι περισσότεροι των Επισκόπων καταδίκασαν αυτή και είπαν ότι οι ενέργειες του Μητροπολίτου Σεργίου ήταν άκυρες.
Αμέσως η μυστική αστυνομία και η Σοβιετική Εκκλησία άρχισαν να καταδιώκουν κάθε έναν που αρνιόταν την κοινωνία μετά του Μητροπολίτου Σεργίου, ο οποίος είχε κηρυχθεί ως «Κανονική» Κεφαλή της Εκκλησίας. Έτσι η Αληθής Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρωσίας, με ηγέτη τον Μητροπολίτη Πέτρο, «κατέβηκε» στις κατακόμβες.
Η δογματική θέση της Εκκλησίας των Κατακομβών είναι η ακόλουθη. Η Σοβιετική «εκκλησία» δια της κοινωνίας (και ενώσεως) με την Σοβιετική Πολιτεία, έχει πέσει υπό το ανάθεμα του 1918 εναντίον όλων των συνεργαζομένων με τους Κομμουνιστές. Είναι ως εκ τούτου μία σχισματική εκκλησία χωρίς μυστηριακή χάρη. Οι εχθροί της Εκκλησίας των κατακομβών λένε ότι χωρίσθηκε από την επίσημη Εκκλησία διά πολιτικούς λόγους και ότι ο Μητροπολίτης Σέργιος έσωσε την Εκκλησία με αυτήν τη συγκατάβαση του . Εν τούτοις η Εκκλησία των Κατακομβών απαντά ότι ο Χριστός και όχι ο Μητροπολίτης Σέργιος είναι ο Σωτήρας της Εκκλησίας και ότι σε θέματα ορθόδοξης Πίστης ουδεμία συγκατάβαση επιτρέπεται. Αυτός είναι ένας εκκλησιαστικός και όχι ένας καθαρός πολιτικός λόγος, διότι υπάρχει το εκκλησιαστικό ανάθεμα του 1918 και διότι ο κομμουνισμός έχει ως σκοπό την καταστροφή όλων των νόμιμων αρχών, πολιτικών και θρησκευτικών.
Ο αγώνας ο οποίος άρχισε το 1927 συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ένας από τους πλέον σεβαστούς ομολογητές είναι ο Ιερομόναχος (ίσως επίσκοπος) Μιχαήλ Γιαρσώφ, ο οποίος έχει φυλακισθεί από το 1931 σε πολλές φυλακές της Σοβιετικής Ρωσίας, όχι για άλλο λόγο, αλλά διότι αρνείται να υπογράψει μία γραπτή αναγνώριση, ότι αποδέχεται το Πατριαρχείο Μόσχας ως Κανονικό. Αναφέρεται ότι έχει το δώρο της προφητείας και της θεραπείας των ασθενών και βρίσκεται σήμερα (1980) στην «ειδική ψυχιατρική κλινική» του Καζάν. Μακάρι το παράδειγμα του, της ακλόνητης αγάπης για το Χριστό εν μέσω φοβερής καταδίωξης, να εμπνεύσει όλους μας και είθε ο λόγος του της Εκκλησίας των Κατακομβών: «ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον ειπώ» (δηλ. Δεν θα αποκαλύψω στους εχθρούς σου το Μυστήριο, εδώ της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.) να καθοδηγεί όλους τους Γ.Ο.Χ.
(Άρθρο του κ. Βλαδίμηρου Moss, "ΚΗΡΥΞ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ" (1980)