Στις 30 Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων μας Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ του Μεγάλου, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Θεολόγου και ΙΩΑΝΝΟΥ του Χρυσοστόμου
Η αιτία διά την οποία έγινε η εορτή αυτή, των Αγίων Τριών Ιεραρχών, υπήρξε η εξής. Στο καιρό της βασιλείας Αλεξίου του Κομνηνού, ο οποίος έγινε βασιλιάς μετά τον Βοτανειάτην περίπου το 1100 μετά Χριστόν (ή 1081), έγινε στην Κωνσταντινούπολη στάση και φιλονικία μεταξύ των ελλόγιμων και ενάρετων αντρών, από τους οποίους άλλοι προτιμούσαν τον Βασίλειο, επειδή με τους λόγους του μεν ερεύνησε την φύση των όντων, με τις αρετές του δε έμοιαζε και συνδιαλεγόταν με τους αγγέλους, καθώς δεν συγχωρούσε πρόχειρα τους αμαρτάνοντας, αλλά ήταν σοβαρός στο ήθος του και δεν είχε στο εαυτό κάποιο γήινο στοιχείο. Κατώτερο δε του Βασιλείου έλεγαν τον Θείο Χρυσόστομο, επειδή εκείνος δήθεν τρόπο διαφορετικό από τον Βασίλειο και εύκολα συγχωρούσε τους αμαρτάνοντας και το ήθος του ήταν ελκυστικό για μετάνοια.
Άλλοι αντίθετα, ύψωναν τον Χρυσόστομο και έλεγαν αυτόν ανώτερο από τον Βασίλειο και το Χρυσόστομο, καθώς μεταχειριζόταν συγκαταβατικότερες διδασκαλίες και οδηγεί όλους με το σαφές και εύκολο της έκφρασης του και ελκύει τους αμαρτωλούς στην μετάνοια και καθώς υπερβαίνει τους δύο Πατέρες με το πολύ πλήθος των μελιρρύτων (γλυκών) συγγραμμάτων του και με το ύψος και πλάτος νοημάτων. Άλλοι δε συμπάθεια έχοντες στου Γρηγορίου του Θεολόγου τα συγγράμματα, τον έλεγαν ανώτερο του Βασιλείου και Χρυσοστόμου, καθώς αυτός με το κομψό και πολυποίκιλο λόγο της έκφρασής του και με το υψηλό και δυσνόητο των λόγων του και με το ανθηρό των λέξεων, υπερέβη όλους τους σοφούς και τους παλαιούς και περιβόητους στην εξωτερική ελληνική σοφία και τους νεώτερους, για εμάς, εκκλησιαστικούς. Λοιπόν από αυτήν την διαφορά και την φιλονικία διαιρέθηκαν σε τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι λέγονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες.
Επειδή λοιπόν ήταν έτσι διηρημένοι οι Χριστιανοί και έτσι φιλονικούσαν οι σοφοί, φάνηκαν σε όραμα οι τρείς αυτοί Ιεράρχες και διδάσκαλοι, πρώτον μεν έκαστος χωριστά, έπειτα δε και οι τρεις αυτοί Ιεράρχες και διδάσκαλοι , πρώτα έκαστος χωριστά, έπειτα δε και οι τρεις μαζί, όχι σε όραμα, αλλά οφθαλμοφανώς στον τότε επίσκοπο Ευχαϊτών Ιωάννη. Ήταν δε ο Ιωάννης αυτός άνδρας ελλόγιμος και έμπειρος της ελληνικής παιδείας, καθώς μαρτυρούν τα παρ’ αυτού συγγράμματα, συν αυτό είχε φτάσει και στο άκρο της αρετής. Σε αυτό το όραμα φανέντες με ένα στόμα, του λένε και οι τρείς:
«Εμείς ένα είμαστε κοντά στο Θεό, καθώς βλέπεις και καμιά εναντιότητα ούτε μάχη έχουμε, αλλά κατά τους διάφορους καιρούς κατά τους οποίους τύχαμε, έτσι και ο καθένας από εμάς, υποκινούμενος υπό του Θείου Πνεύματος, διαφορετικά και τις διδασκαλίες συνέγραψε και όσα διδαχτήκαμε από το Άγιο Πνεύμα, αυτά και εκδώσαμε δια την σωτηρία των ανθρώπων. Και πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, ούτε δεύτερος αλλά εάν τον ένα πεις, ευθύς και οι δύο άλλοι ακολουθούν. Γι’ αυτό πρόσταξε όσους φιλονικούν να μην χωρίζονται σε παρατάξεις εξαιτίας μας διότι ήταν και είναι επιθυμία, και όταν ήμασταν ζώντες και αφού μετατεθήκαμε στην αιώνια ζωή, το να ειρηνεύουμε και να φέρουμε Τον κόσμο στην ένωση και την ομόνοια και όχι να τον χωρίζουμε». Γι αυτό και σε μία ημέρα, ένωσε και τους τρεις μας και σύνθεσε τα τροπάρια και άσματα της εορτής μας, καθώς είναι πρέπον στην σύνεση σου και ακολούθως παρέδωσε τα στους χριστιανούς, ότι ένα είμαστε κοντά στο Θεό. Βέβαια και θα σε βοηθήσουμε στη σωτηρία εκείνων, όσων τελούν την κοινή μας μνήμη επειδή έχουμε κάποια παρρησία και δύναμη παρά Θεού.
Αφού είπαν αυτά οι Άγιοι, φάνηκαν σαν να ανέβηκαν πάλι στους ουρανούς, μέσα σε λαμπερό κι άπειρο φως και ο ένας τον άλλο καλούσε με το όνομα του. Αφού σηκώθηκε (ο επίσκοπος) λοιπόν, έκανε καθώς του όρισαν οι Θείοι Ιεράρχες. Και το μεν πλήθος του λαού ησύχασε, όσους δε φιλονικούσαν ειρήνευσε, (διότι ήταν περιβόητος κατά την αρετή ο άνδρας ώστε ο λόγος του είχε δύναμη και πειθώ) και την εορτή αυτή παρέδωσε να εορτάζεται από την Εκκλησία του Θεού. Και βλέπε, αγαπητέ αναγνώστη, την σύνεση και την διάκριση του Θείου αυτού άνδρα. Επειδή δηλαδή βρήκε τον Ιανουάριο μήνα, όπου εορτάζονται και οι τρεις αυτοί Ιεράρχες, το μεν Μέγα Βασίλειο την 1η, τον δε Θεολόγο Γρηγόριο την 25η, και τον θείον Χρυσόστομο την 27η και πάλι ένωσε αυτούς κατά την 30η του ίδιου μήνα και ο χαριτωμένος Ιωάννης τόσο στόλισε την ακολουθία τους με κανόνες και τροπάρια και με εγκωμιαστικό λόγο, καθώς έπρεπε σε τέτοιους πατέρες της Εκκλησίας ώστε φαίνονται ότι κατά νεύση και φωτισμό, όπως νομίζω, των τριών Αγίων Ιεραρχών συνετέθησαν τα άσματα της ακολουθίας αυτής διότι καμία τελείως δεν έχουν έλλειψη από τα δημιουργήματα εκείνα που αποβλέπουν στον έπαινο των αγίων. Λοιπόν τα τροπάρια αυτά είναι ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν έως τώρα και από όσα θα γίνουν στο μέλλον.
Πηγή:
«Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Α’ έκδοση (1946) υπό Αγίου Πατρός
Ματθαίου, (τότε) Επισκόπου Βρεσθένης, Προσκυνητού του Π. Ζ. Τάφου, Αγιορείτου, Κρητός, Ερημίτου.