2022/06/10

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ ΜΝΗΜΗΣ

Με αφορμή το φετεινό Ψυχοσάββατο προ της Αγίας Πεντηκοστής, κάνουμε την παρούσα αναφορά στους Μακαριστούς Αρχιερείς Φθιώτιδος κυρό Θεοδόσιο και Κοζάνης κυρό Τίτο που κοιμήθηκαν προ 20 ετών το 2002. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε μιά αγωνιστική και χιλιοσυκοφαντημένη μορφή του Ιερού Αγώνος της Εκκλησίας μας, τον αοίδιμο Πρωθιερέα π. Ευγένιο Τόμπρο, Πρωτοσύγγελο της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, ο οποίος κοιμήθηκε το 1982, προ 40 ετών. Των Αγίων Αρχιερέων Θεοδοσίου και Τίτου και του αοιδίμου Πρωθιερέως Ευγενίου αιωνία η μνήμη!

Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κυρός ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (κατά κόσμο Τριαντάφυλλος Τσαλάγκας) γεννήθηκε το 1928 στην Δίβρη Λαμίας υπό ευσεβών γονέων. Το 1944 ακολούθησε την Μοναδική πολιτεία στην Ιερά Μονή Αγίας Άννης Λυγαριάς Λαμίας υπό τον Γέροντα του Αρχιμανδρίτη π. Μηνά Βρεττό, άνδρα μεγάλης πνευματικότητας. Το Νοέμβριο του 1961 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος υπό του Μητροπολίτη Πατρών Ανδρέου στην ανδρώα Μονή της Μεταμορφώσεως. Τον Φεβρουάριο του 1973 εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φθιώτιδος στην Ιερά Μονή Παναγίας Κερατέας Αττικής. Ο αείμνηστος Ιεράρχης αγαπήθηκε πολύ απο το ορθόδοξο ποίμνιο λόγω της γλυκύτητας του χαρακτήρα του και της μεγάλης πνευματικότητας του. Ίδρυσε δύο Ιερές Μονές: Της Παναγιάς Γοργουπηκόου Γοργοποταμου (γυναικεία) και και Αναλήψεως του Κυρίου Δυο Βουνών Λαμίας. Η πρώτη αναδείχθηκε Φαρος Ορθοδοξίας για την Ελλάδα ενώ η δεύτερη περιήλθε- κρίμασι οις οίδε ο Θεός- σε αντικείμενους χάριν ιδιοτελών σκοπών και φιλοδοξιών. Ο Μητροπολίτης Θεοδόσιος ήταν και Τοποτηρητής των Μητροπόλεων της Θεσσαλίας όπου διαποιμανε χιλιάδες πιστών Γνήσιων Ορθόδοξων Χριστιανών. Διακρίθηκε για τον ζήλο του υπέρ της Ορθόδοξης πίστης και αναδείχθηκε πρόμαχος της πατρώας ευσεβείας, χωρίς να δειλιάσει και να υποκύψει στα ζιζάνια των αιρετικών αλλά και στα σκάνδαλα και τις θλίψεις. Κατά των κλυδωνισμό του σκάφους της Εκκλησίας από τις αιρετικές θεωρίες περί των ιερών εικόνων αντιστάθηκε μαζί με τους άλλους Αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου και υπέγραψε τις ιστορικές ποιμαντορικες Εγκυκλίους των ετών 1992, 1993 και 1997. Κοιμήθηκε εν Κυρίω την 14η Φεβρουαρίου του 2002 στην Ιερά Μονή Παναγιάς Γοργουπηκόου Λαμίας όπου και κηδεύτηκε υπό της Ιεράς Συνόδου και πλειάδος κληρικών, παρουσία και πλήθους πιστών.

Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κυρός ΤΙΤΟΣ (κατά κόσμο Ταξιάρχης Βλάχος) γεννήθηκε το 1925 στο χωριό Μαυρομμάτι Θηβών από ευσεβείς γονείς. Το 1945, υπο θείου ζήλου κινούμενος, εξήλθε του κόσμου, ποθώντας τον μονήρη βιο και γι' αυτό προστίθεται στην χορεία των Πατέρων της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Κυρίου στον Κουβαρά Αττικής. Χειροτονήθηκε στις 25/3/1949 Διάκονος υπο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών αγίου Ματθαίου και στις 30/10/1954 προήχθη σε Ιερομόναχο υπο Μητροπολίτη Πατρών Ανδρέου. Ως Ιερέας εξυπηρετησε πλήθος ενοριων της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τον Φεβρουάριο του 1973 εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Σερβιων και Κοζάνης υπό του Αρχιεπισκόπου ΑΘηνών Ανδρέα στην Ιερά Μονή Παναγίας Κερατέας. Ως Επίσκοπος κοπίασε και μόχθησε επί 29 χρόνια στην επαρχία του, αγρυπνώντας, ιερουργώντας, κηρύττοντας τον λόγο του Θεού, εξομολογώντας και κατηχώντας διαρκώς ως καλός ποιμήν το ποίμνιο του, χειροτωνώντας πλειάδα Διακονων και Ιερέων, μοναχών και μοναζουσών. Χρημάτισε και Έξαρχος πάσης Μακεδονίας μετά την κοίμηση του αείμνηστου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κυρού Δημητρίου. Ήταν ειρηνικότατος, ευσεβέστατος, αφιλάργυρος, υπομένοντας τα πάντα χάριν του ποιμνίου του. Η ζωή του ηταν, μία διαρκής μελέτη των Ιερών Γράφων, συνοδευόμενη από προσευχή. Στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου η μόνη σκέψη και φροντίδα του  να τηρούνται επακριβώς οι θείοι και Ιεροί Κανόνες. Την 12η Δεκεμβρίου 2002 κοιμήθηκε ειρηνικά μετά απο βραχύβια ασθένεια και κηδεύτηκε την επόμενη υπό του Αγίου Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, Μητροπολίτη Μεσσηνίας κυρού Γρηγορίου και δεκάδων Κληρικών. Προσήλθε μεγάλο πλήθος πιστών από όλη την Ελλάδα.

Ο αείμνηστος Πρωθιερεύς και πρωτοσύγκελος π. ΕΥΓΕΝΙΟΣ Τόμπρος γεννήθηκε τό 1905 στό χωριό Εὐρωποῦλοι Κερκύρας. Τίς ἐγκύκλιες σπουδές παρακολούθησε στή γενέτειρά του καί τίς γυμνασιακές στήν Κέρκυρα. Ἀπό τ ό 1932 μέχρι τό 1936 φοίτησε στήν Ἱερατική Σχολή Κορίνθου. Τόν Αὔγουστου τοῦ 1932, μετά τήν ἀποστρατευσή του, νυμφεύθηκε τήν Ἀγγελική Βραχλιώτου, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε 4 τέκνα. Τό ἴδιο ἔτος 1932 χειροτονήθηκε Διάκονος (2. 2. 1932) καί Πρεσβύτερος (29. 6. 1932), ἀπό τόν νεοημ. Μητροπ. Κερκύρας Ἀλέξανδρο. Ἐφημέρευσε στή γενέτειρά του μέχρι τό ἱστορικό γι’αὐτόν ἔτος 1936. Τό ἔτος αὐτό, μετά ἀπό ἔντονο προβληματισμό ἐπί τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος καί ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ θέματος, κατανόησε τήν σχισματική κατάσταση τῆς κρατικῆς Ἐκκλησίας, ἀποκήρυξε τόν νεοημ. Μητροπ. Κερκύρας καί προσχώρησε στήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Στήν ἐπιστροφή του στήν Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν ἀκολούθησαν ὅλοι σχεδόν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ του, γι’ αὐτό καί διώχθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος πέτυχε νά τόν ἀπομακρύνει ἀπό τήν Κέρκυρα τό 1938. Τότε ἀναγκάζεται νά ἔρθει στήν Ἀθήνα, ὅπου γνωρίζεται καί συνδέεται μέ τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο Α’, ἀλλά καί μέ τόν ἕτερο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., τόν Κυκλάδων Γερμανό. Τό 1939, μέ τήν ἀπό 22. 2. 1939 ἀπόφαση τῶν δύο Ἐπισκόπων, διορίστηκε ἐκπρόσωπός τους γιά πνευματικά ζητήματα, μαζί μέ τόν Ἁγιορείτη ἀρχιμ. Ἀκάκιο Παππᾶ. Τό ἴδιο ἔτος (1. 12. 1939), διορίστηκε ἀπό τούς δύο Ἐπισκόπους Πρωτοσύγκελλος τοῦ «ἱεροῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.».

Τό 1942, μετά τήν ἀποσκίρτησι τοῦ ἐπ. Γερμανοῦ, ἄρχισε νά συνεργάζεται στενώτατα μέ τόν ἐπ. Ματθαῖο καί τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1945 ἀνέλαβε τήν διεύθυνση τοῦ ἐπισήμου δημοσιογραφικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., τοῦ Περιοδικοῦ «Κήρυξ Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων». Τό 1948, μέ τήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (μέ τήν χειροτονία Ἐπισκόπων ἀπό τόν ἐπ. Ματθαῖο), ἀνέλαβε Ἀρχιγραμματεύς Αὐτῆς. Συνολικά ὑπηρέτησε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν θέση τοῦ Πρωτοσυγκέλλου 35 χρόνια, τοῦ Διευθυντοῦ τοῦ «Κήρυκος» 29 χρόνια καί τοῦ Ἀρχιγραμματέως 26 χρόνια. Ἐφημέρευσε, μέχρι τῆς παραιτήσεώς του γιά λόγους ὑγείας, στόν ἱστορικό ναό Κοιμ. Θεοτόκου Καλλιθέας Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἦταν ὁ Μητροπολιτικός Ναός τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Στό ναό αὐτό συγκαλοῦνταν ἐκτός ἄλλων καί οἱ τακτικές ἐτήσιες Συνάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν ὁποίων κύριος ὀργανωτικός παράγοντας ἦταν ὁ π. Εὐγένιος.

Ἀπεβίωσε πλήρης ἡμερῶν καί ἀγώνων, σέ ἡλικία 78 ἐτῶν, τήν 27. 11. 1982, μετά ἀπό σύντομη νοσηλεία στήν Γενική Κλινική Ἀθηνῶν. Κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τό σκῆνος του ἐναποτέθηκε στήν πρώτη κατακόμβη τοῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας, στό ἱστορικό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Μηνᾶ τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας, ὅπου ἐκτέθηκε σέ τριήμερο προσκύνημα. Ἡ κηδεία του τελέστηκε τήν Κυριακή 29. 11. 1982 στό Καθολικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας, προεξάρχοντος τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀνδρέου, συμπαραστατουμένου ὑπό τῶν Σεβ. Ἀρχιερέων Ἀττικῆς κ. Ματθαίου, Πειραιῶς κ. Νικολάου, Βρεσθένης κ. Λαζάρου καί Κοζάνης κ. Τίτου καί 20 Ἱερέων καί Διακόνων, συμμεταχόντων ἐκπροσώπων μονῶν καί ἐνοριῶν καί ἐκατοντάδων πενθούντων Χριστιανῶν. Τόν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Σεβ. Πειραιῶς κ. Νικόλαος.
Ἐνταφιάστηκε τιμητικῶς στό Κοιμητήριο τῶν Ἀρχιερέων, ὅπου καί τό Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγ. Μοδέστου.

Ἀποτίμηση τοῦ ἔργου του.Τό ἔργο τοῦ Πρωθιερέως Εὐγενίου καλύπτει ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τόν διέκρινε ὀξύνοια, ἰσχυρή βούληση, σταθερότητα, ζῆλος στά τῆς πίστεως, ἱεροπρέπεια καί τό χάρισμα τοῦ λόγου. Κυριολεκτικά κατανάλωσε τόν ἑαυτό του στό ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς καί τῆς διαφωτίσεως τῶν καλοπροαιρέτων πάνω στό θέμα τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Σχίσματος. Περιώδευσε τήν χώρα πολλές φορές - ἄλλοτε μόνος καί ἄλλοτε συνοδεύων Ἀρχιερεῖς, σέ καιρούς σχετικῆς εἰρήνης, ἀλλά καί διωγμῶν - καί μέ τά φλογερά κηρύγματά του συνέβαλε στήν τόνωση τῶν πιστῶν, τήν δημιουργία παραρτημάτων, τήν ἀνέγερση μονῶν καί ναῶν, κ.λ.π. Τό 1947 μετέβη μόνος στήν Κύπρο, ὅπου παρέμεινε 30 ἡμέρες, κηρύττων καί νουθετῶν τούς πιστούς. Γιά δεύτερη φορά μετέβη τό 1949, συνοδεύοντας τόν νεοχειροτονηθέντα Ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνα. Τήν φορά αὐτά ἔμεινε μόνον 15 ἡμέρες, ὅμως ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου του ἦταν τόση καί τέτοια, ὥστε Νεοημ. Μητροπολίτης νά πεῖ χαρακτηριστικά, «εὐτυχῶς πού ἔμεινε μόνο 15 ἡμέρες»!

Ἡ προσωπικότητα τοῦ π. Εὐγενίου εἶναι συνδεδεμένη μέ ὅλα τά σημαντικά γεγονότα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Τό 1948 συνέβαλε στίς Ἐπισκοπικές χειροτονίες τοῦ Ἁγίου Πατρός Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου, μέ τίς ὁποίες μεταβιβάστηκε ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἡ ὁποία πολεμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας (χειροτονία Ἐπισκόπων Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος, Πατρῶν Ἀνδρέου, Θεσσαλονίκης Δημητρίου καί Κορινθίας Καλλίστου). Προηγουμένως εἶχε συμβάλει στά μέγιστα στή διαμόρφωση, διατύπωση καί διάδοση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία πολεμήθηκε ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Νεοημερολογιτισμό, ἀλλά καί ἀπό τούς Φλωρινικούς σχισματικούς Παλαιοημερολογίτες.Τό 1949 συμμετεῖχε στήν ἀνάδειξη τοῦ Ἐπισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου, σέ πρῶτο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος μετά τό Νεοημερολογητικό Σχίσμα τοῦ 1924. Τό 1949 στό Συνοδικό Ἀφορισμό τῆς Μασονίας, ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Ματθαίου Α’. Τό 1952 καί 1956 – 57 στήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τήν δημιουργία 12μελούς σώματος (χειροτονία Ἐπισκόπων Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Θηβῶν Ἰωάννου, Τρίκκης Βησσαρίωνος, Ἀττικῆς Μελετίου καί Βρεσθένης Ματθαίου Β’ τό 1952 καί Μεσσηνίας Γρηγορίου, Κιτίου Ἐπιφανίου, Πειραιῶς Ἀνθίμου, Σαλαμίνος Θεοκλήτου καί Τήνου Ἀγαθαγγέλου τό 1956 – 57). Τό 1958 στήν ἐκλογή τοῦ Ἐπισκόπου Τήνου Ἀγαθαγγέλου σέ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, σέ διαδοχή τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ματθαίου. Τό 1958 στή μεγάλη Κληρικολαϊκή Σύναξη, ἡ ὁποία συγκλήθηκε στήν Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας, ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Ἀγαθαγγέλου. Τό 1963 στό Συνοδικό ἀφορισμό τοῦ Χιλιασμοῦ, ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Ἀγαθαγγέλου. Τό 1964 στή Συνοδική καταδίκη τοῦ λεγομένου «Θεολογικοῦ Διαλόγου διά τήν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐπί ἀρχιεπισκοπείας Ἀγαθαγγέλου.

Τό 1971 στήν ἕνωση μετά τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς καί στήν ἀναγνώριση τῶν χειροτονιῶν τοῦ 1948. Γιά τόν σκοπό αὐτό μετέβη στίς ΗΠΑ ὡς μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐξαρχείας, ἀποτελουμένης ἀπό τούς Ἐπισκόπους Κορινθίας Κάλλιστο καί Κιτίου Ἐπιφάνιο καί τόν ἴδιο. Τό 1972 στήν ἐκλογή τοῦ Ἐπισκόπου Πατρῶν Ἀνδρέου σέ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, σέ διαδοχή τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀγαθαγγέλου. Τό 1973 στήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τήν ἐκ νέου δημιουργία 12μελούς σώματος (χειροτονία Ἐπισκόπων Ἀττικῆς Ματθαίου, Πειραιῶς Νικολάου, Βρεσθένης Λαζάρου, Ἀργολίδος Παχωμίου, Φθιώτιδος Θεοδοσίου, Κρήτης Εὐμενίου καί Κοζάνης Τίτου).

Συγγραφικό - ἐκδοτικό ἔργοἘξαιρετικά σημαντικό ὑπῆρξε ἐπίσης καί τό συγγραφικό - ἐκδοτικό ἔργο τοῦ π. Εὐγενίου. Ἀπό τήν στιγμή τῆς εἰσόδου του στόν Ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας (1938), μέχρι καί τήν παραίτησή του γιά λόγους ὑγείας (1974), συνέγραψε ἤ κυκλοφόρησε πολλά ἱεραποστολικά, ἀγωνιστικά, διαφωτιστικά κ. ἄ. ἔργα, τά σπουδαιότερα τῶν ὁποίων εἶναι τά ἀκόλουθα:
Περιοδικό «Κήρυξ Ἐκκλησίας Ὀρθοδόξων» (Διευθυντής 1945 – 1974).
Ἐγκόλπιος Ἡμεροδείκτης Ἱερᾶς Συνόδου (κατ’ ἔτος).
Προσευχητάριον (ἐπιμέλεια πολλῶν ἐκδόσεων).
«Γεννηθήτω Φῶς» (1956).
«Ἄνθη καί Κρίνα Ὀρθοδοξίας» (1960).
«Τυπικόν ἤτοι Κανονικόν τοῦ ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ ἐν Ἄθῳ» (1960).
«Ὁ ἀντίχριστος Παπισμός» (1961).
«Πνευματικός Καθρέπτης» (1963).
«Ματθαῖος, Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος» (1963).
«Πάπας καί Ἀθηναγόρας συλλαμβάνονται ἐπ’ αὐτοφόρῳ συνωμοτοῦντες» (1963).
«ΣΟΣ ἡ Ὀρθοδοξία κινδυνεύει» (1964).
«Προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν λεγομένην Γ’ Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Ρόδου» (1964).
«Ἡ Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως» (1965).
«Ἡ Ἱερά Μονή Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου» (1966).
«Ἡ Ἱερά Μονή ἁγ. Ταξιαρχῶν» (1967).
«Ἱερά περιγραφή Ἱεροσολύμων» (1966).
«Θεοβάδιστον Ὄρος Σινᾶ» (1971).
«Στόμα θανάτου, ἤτοι ὁδηγός σωτηρίας» (1971).
«Ὁ Ραββίνος Ἰσαάκ»(1972).
«Τοῦ ὁσ. Πατρός ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι» (1972).
«Ἡ νομική καί κανονική θέσις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» (Πρωτ. Γ. Γκράμπε, 1972).

Συκοφαντίες - Αἴτησις συγγνώμης: Ὁ π. Εὐγένιος λόγῳ τοῦ ἔργου του πολεμήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, σχισματικούς Νεοημερολογίτες καί Παλαιοημερολογίτες. Ἀπό τήν πλευρά τῶν Φλωρινικῶν κατηγορίθηκε σάν ἐγκάθετος τῶν Νεοημερολογιτῶν, μέ ἀποστολή τήν διάσπαση τῶν Γ.Ο.Χ. καί τήν μέσῳ τοῦ σχίσματος ἀποδυνάμωσή τους, θέση πού ἀποδέχθηκαν καί συντηριτικοί Νεοημ/τες (δημοσίευμα τοῦ Ἱερομ. Θεοδωρήτου στό περιοδικό «ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ», φ. Δεκ. 1980 καί ἀναδημοσίευση τοῦ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ», φ. 443/6. 2. 1981, ἀλλά καί νεώτερες δημοσιεύσεις τοῦ μ. Ἀντωνίου Γεωργαντᾶ). Στίς συκοφαντίες αὐτές ὁ μακαριστός Πρωθιερεύς ἀπάντησε μέ δημόσια ὁμολογία του ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στόν «ΚΗΡΥΚΑ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» (φ. Μαρτίου 1981, σελ. 62). Ἀκόμη, ταπεινούμενος πρό τοῦ θανάτου του, ἀπέστειλε τήν 23. 3. 1981 πρός τήν Ἱερά Σύνοδο αἴτηση συγγνώμης γιά τίς παραλείψεις καί τά λάθη πού ὡς ἄνθρωπος ἔπραξε κατά τίς δεκαετίες τῆς πρός τήν Ἐκκλησία ὑπηρεσίας του, διότι «οἱ ἐχθροί τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. μή δυνάμενοι εὐθέως νά κτυπήσουν Αὐτήν, στρέφονται κατά τῶν ὑπηρετησάντων αὐτήν προσώπων, ἵνα οὔτω διασύρουν καί τήν Ἐκκλησίαν».

«Ὅσον ἀφορᾶ τό πρόσωπόν μου - ἔγραψε – θεωρῶ ὡς εὐτυχές τό γεγονός, ὅτι ταῦτα γράφονται ἐν ὅσω ἀκόμη εὑρίσκομαι ἐν ζωῆ, ὥστε νά δύναμαι, ἄπαξ διά παντός, νά διαψεύσω τήν κατ’ ἐμοῦ κατηγορίαν καί παύσουν οἱ ἐχθροί νά διασύρουν καί ἐμέ καί τήν ταπεινήν μου διακονίαν εἰς τήν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ. εἰς τήν Ὁποίαν ἐπί μίαν ὁλόκληρον τεσσαρακονταετίαν ὑπηρέτησα… Καί ἐγώ ὡς ἄνθρωπος, φέρων τήν ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν, διέπραξα σφάλματα κατά τήν μακράν διακονίαν μου ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ. Ἀλλά περί αὐτῶν ἐπικαλοῦμαι τήν συγγνώμην τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως τινά ἐκ τῶν σφαλμάτων μου ἴσως γίνουν αἰτία σκανδάλου εἰς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίᾳ εἰς τό μέλλον ὅταν δέν ὑπάρχω εἰς αὐτήν τήν ζωήν, δηλῶ, ὅτι πᾶν τό λεχθέν ἤ γραφέν ὑπ’ ἐμοῦ, ἀπάδον πρός τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας, ὡς τήν διετύπωσεν καί τήν ἐδίδαξεν ἡ Ἀληθής Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ., τό ἀναιρῶ καί τό ἀποκηρύττω…» («Κ.Γ.Ο.», τ. 1982, σελ. 380). (Άρθρο κ. Αντωνίου Μάρκου)