ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΚΑΡΤΣΙΟΥΝΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
«ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ»
[Ομιλία εκφωνηθείσα στην Συνοδική εκδήλωση της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος για την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 2010 στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου (Ρουφ) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Δημοσιεύτηκε , ως τώρα, σε δύο μέρη (τεύχη 38 & 39) στο περιοδικό «Θηβαϊκή Φωνή» της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνεχίζεται η δημοσίευση στο επόμενο τεύχος.]
Σεβασμιώτατε Πρόεδρε της Ιεράς Συνόδου, Άγιε Θηβών κι Λεβαδείας , κ. Χρυσόστομε,
Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Άγιε Φθιώτιδος κ. Ιγνάτιε, και Άγιε Μεσσηνίας κ. Ιάκωβε,
Τίμιον Πρεσβυτέριον,
Οσιότατοι Μοναχοί και Μοναχές,
Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί!
Διά την τιμή και την ευλογία να παραχωρήσετε σε μένα τον ανάξιο το ιερό τούτο βήμα, για να αναπτύξω το νόημα της τόσο σπουδαίας και τόσο μεγάλης σε περιεχόμενο σημερινής εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας, και να διαλαλήσω ως δύναμαι την δόξα και το μεγαλείο της Εκκλησίας.
Η παρούσα ομιλία αποτελείτε από τρία μέρη: Στο πρώτο μέρος γίνεται σύντομη αναδρομή στο νικηφόρο αγώνα της Ορθοδοξίας κατά των πάσης φύσεως διωκτών της και αιρέσεων. Στο δεύτερο μέρος γίνεται αναφορά στον Οικουμενισμό, στην φοβερή αυτή αίρεση της εποχής μας, καθώς και αναφορά στο υπογραφέν κείμενο της προδοτικής συμφωνίας της Ραβέννας μεταξύ Νεοημερολογιτών και Ρωμαιοκαθολικών. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στην Ορθοπραξία, εννοείται σε σχέση με την Ορθοδοξία.
Δεν θα μιλήσω, Άγιοι Αρχιερείς, για να προκαλέσω δάκρυα και συγκινήσεις και αισθήματα, τα οποία ευκόλως εξατμίζονται, αλλά θα προσπαθήσω με λόγια απλά να υπενθυμίσω τις σωστικές αλήθειες της πίστης μας, τις οποίες καθημερινά, όλως ιδιαιτέρως κατά την σημερινή ημέρα, πρέπει ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί να έχουμε υπόψιν μας.
Σήμερα πανηγυρίζουμε και ευχαριστούμε το Τριαδικό θεό για το θρίαμβο της Ορθοδοξίας κατά της πλάνης της Εικονομαχίας, αλλά και εναντίον της πλάνης όλων των αιρέσεων και των εχθρών της Εκκλησίας. Η σημερινή γιορτή μας θυμίζει τους κινδύνους της Εκκλησίας, τους εχθρούς που αντιμετώπισε, τους διωγμούς που υπέστη, τους ηρωικούς αγώνες που διεξήγαγε, αλλά και την νίκη που κατήγαγε προς διαφύλαξη της ορθόδοξης πίστης της.
Παράλληλα, η σημερινή γιορτή μας υπενθυμίζει το χρέος που έχουμε σαν ορθόδοξοι χριστιανοί, την πίστη αυτή να την διαφυλάξουμε, να την βιώσουμε να την διακηρύξουμε στην εποχή μας, όπως μας υποδεικνύει και το Συνοδικό που διαβάστηκε: «Οι Προφήτες ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν… ούτω φρονούμεν ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσωμεν».
Αλλά τί ακριβώς είναι η αγία Ορθοδοξία μας;
Η αγία μας Ορθοδοξία, ως καλώς γνωρίζετε, είναι μέγα μυστήριον, είναι το θαύμα των θαυμάτων, είναι εφεύρημα και κατόρθωμα του παντοδύναμου Θεού, είναι η αποκεκαλυμμένη αλήθεια, είναι η μόνη αληθινή οδός για να σωθεί ο άνθρωπος.
Ορθοδοξία είναι ο κόσμος της Χάριτος, η Εκκλησία του Χριστού, η πίστη, η οποία κατά τον Απόστολο Παύλο είναι «ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ΙΑ’, 1) Ορθοδοξία είναι θεια διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποία όσοι την ενστερνίσθηκαν αρνήθηκαν κόσμο, γονείς, τέκνα, και την ίδια τους τη ζωή για να ζήσουν αιώνια. Ορθοδοξία είναι πάντα όσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία πάντοτε πίστευε και πιστεύει και εφαρμόζει, καθώς και ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, οι απ’ αρχής αυτόπτες και υπηρέτες γενόμενοι του Λόγου, οι Άγιες επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και άπας ο χορός των θεοπνεύστων μακαρίων πατέρων ημών διατράνωσαν και παρέδωσαν σε μας.
Για την αγάπη και την πίστη του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Κυρίου, νέφος αμέτρητο αγίων μαρτύρων κοσμεί το πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας, γιατί η αγία μας Ορθοδοξία είναι αυτή «αυτή η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (ψαλμ. ΟΣΤ’, 11). Ορθοδοξία είναι να νικούν τα πρόβατα τους λύκους! Ναι, ο ίδιος ο Κύριος απέστειλε τους δώδεκα Αποστόλους Του στο παγκόσμιο κήρυγμα, ως πρόβατα εν μέσω λύκων, «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς (τους προείπε ο ίδιος) ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. Ι’, 16).
Τα όπλα των Αγίων Αποστόλων εναντίον της πάσης φύσεως τυράννων, διωκτών, χριστιανομάχων εβραίων, αποστατών, αναρίθμητων ορατών και αοράτων εχθρών, ήταν η αλήθεια του Ιησού Χριστού και μόνη η αλήθεια. Ο ίδιος ο Κύριος το είπε: «εις τούτο γεγένημαι και εις τούτο ελύληθα εις τον κόσμον ινά μαρτυρήσω τη αλήθεια» (Ιωάν. ΙΗ’, 37). Με μία λέξη αν θέλαμε να περιγράψουμε την αγία μας Ορθοδοξία, δεν θα βρίσκαμε άλλη πιο επιτυχημένη και ταιριαστή λέξη από την λέξη ΑΛΗΘΕΙΑ, άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος διεκήρυξε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. ΙΔ’, 6). Αυτήν την αλήθεια ευθύς εξ αρχής, έβαλε στο στόχαστρο ο ανθρωποκτόνος διάβολο, ό ψεύτης και πατήρ του ψεύδους (Ιωάν. Η’, 44). Ο αγώνας του διαβόλου κατά της αλήθειας, του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, τουτέστιν της Ορθοδοξίας, δεν σταμάτησε ποτέ. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, τυφλωμένοι από το μίσος για τον Χριστό, προβαίνουν στο απαισιότερο έγκλημα όλων των εποχών στη σταύρωση του Χριστού. Όμως, μεγάλη έκπληξη τους περιμένει, είναι η Ανάσταση του Χριστού, ο θρίαμβος της Εκκλησίας.
Ο κατακλυσμός του εβραϊκού έθνους, για να καταποντιστεί η Εκκλησία, απέτυχε παταγωδώς.
Αντί να καταποντίσουν την Εκκλησία του Χριστού, να καταπνίξουν την ευαγγελική αλήθεια και να αφανίσουν την αγία μας Ορθοδοξία, καταποντίσθηκαν οι ίδιοι και διασκορπίστηκαν και συνετρίβησαν «ως σκεύη κεράμεως» (Ψαλμοί Β’, 9). Ο διάβολος, υψώνοντας την θρασύτατη κεφαλή του, μεταχειρίσθηκε στην συνέχεια εναντίον της Εκκλησίας του διωγμούς, με όργανα αιμοδιψείς τυράννους.
Νέρωνες και Τραϊανοί και Διοκλητιανοί και Μαξιμιανοί προσπάθησαν να εκριζώσουν εκ θεμελίων την Εκκλησία του Χριστού, ει δυνατόν να αφανίσουν και τον τελευταίο χριστιανό. Αμέτρητοι οι μάρτυρες, θάλασσα ερυθρά τα άγια αίματα τους. Και όμως οι τύραννοι αφανίσθηκαν, οι βασιλείς έπεσαν. Και τα βασίλεια αυτών «και το μνημόσυνον αυτών απώλετο μετ’ ήχου» (ψαλμοί Θ’, 7). Οι δε χριστιανοί φονευόμενοι πλήθυναν, διωκόμενοι αυξήθηκαν, πολεμούμενοι στερεώθηκαν, πειραζόμενοι λαμπρύνθηκαν περισσότερο στην αρετή.
Ύστερα ήλθαν οι αιρετικοί εναντίον της Αγίας μας Ορθοδοξίας.
Αδύνατον να μετρήσουμε τους αιρετικούς. Γνωστικοί, Μοντανιστές, Χιλιαστές, Μανιχαίοι, Αρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοθελητές, Εικονομάχοι, Λατίνοι, Λουθηρνοί, Καλβινιστές, οι Νεοεικονομάχοι των ημερών μας, και άλλοι. Και άλλος με εξ αυτών βλασφημεί γενικώς εναντίον του Θεού, άλλος εναντίον του Πατρός, άλλος εναντίον του Υιού, άλλος εναντίον του Αγίου Πνεύματος, άλλος εναντίον της ενσάρκου θείας οικονομίας και άλλος εναντίον των θείων μυστηρίων. Όλοι όμως από κοινού κινούνται και πολεμούν την Αγία Εκκλησία του Χριστού.
Οι αιρετικοί εξουδετερώθηκαν και εξουδετερώνονται διά των θεόπνευστων Αγίων Πατέρων με τις επτά Οικουμενικές Συνόδους, ως και με πολλές τοπικές και Πανορθοδόξους Συνόδους. Οι προδότες και οι διαστρεβλωτές της πίστεως δεν μπόρεσαν, ούτε θα μπορέσουν, να αφανίσουν την Εκκλησία καθότι «και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ΙΣΤ’, 18).
Η δύναμη και η χάρη του Χριστού δια των Αγίων Αθανασίων, Βασιλείων, Κυρίλλων, Θεοδώρων Στουδιτών, Μάρκων Ευγενικών και του «νέφους των μαρτύρων» και πατέρων και του ζήλου των ευσεβών, κατάργησε πάσα την δύναμη του εχθρού και λάμπρυνε την Ορθοδοξία.
Η πίστη μας ήδη επισφραγίστηκε, μη επιδεχόμενη ούτε αύξηση, ούτε ελάττωση.
Εμείς φυλάσσουμε ως ανεκτίμητο θησαυρό, μέχρι ενός ιώτα και μίας κεραίας, πάσα εκκλησιαστική παράδοση, έγγραφον ή άγραφον, δηλαδή, όσα ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός παρέδωσε, οι Άγιοι Απόστολοι, οι Άγιες επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και άπαντες οι θεόπνευστοι άγιοι Πατέρες διατράνωσαν. Όλα όσα δέχτηκαν και επικύρωσαν, και ημείς δεχόμεθα και επικυρώνουμε, και όσα ως πεπλανημένα απέβαλλαν και αναθεμάτισαν, και εμείς αποβάλλουμε και αναθεματίζουμε, ουδέν προσθέτοντας και ουδέν αφαιρώντας. Όμως ο αρχέκακος όφις, ο πλανών την Οικουμένη, τον τελευταίο καιρό, γνωρίζων «ότι ολίγον καιρόν έχει» (Απ. ΙΒ’, 12), επιστράτευσε όλα τα μοχθηρά όργανα του και όλη τη πονηρία του, ο εχθρός και επίβουλος των ημών, και μηχανεύτηκε πράγμα πρωτοφανές και πρωτάκουστο σε δολιότητα και θεομαχία. Άφησε κατά μέρος τα βασανιστήρια, τους διωγμούς και την κατά μέτωπο επίθεση με τις μέχρι τώρα αιρέσεις.
Έτσι φόρεσε προσωπείο τέτοιο, ώστε να φανεί όσο το δυνατόν πιο «ευγενής». Τώρα προβάλλει την «αγάπη», την «φιλία», τον «διάλογο». Διαφημίζει ότι πρέπει να ξεχασθούν τα δόγματα, γιατί αυτά χωρίζουν τους χριστιανούς. Για τον λόγο αυτό, πρέπει, μας λέγει, να τονίσουμε όσα μας ενώνουν. «Αγάπη και ένωση, χωρίς την αλήθεια, χωρίς τον Χριστό». Αγάπη, δηλαδή , σε βάρος της αλήθειας. Είναι η φοβερότερη αίρεση όλων των εποχών, ο λεγόμενος Οικουμενισμός, δια του οποίου προετοιμάζεται πυρετωδώς η πανθρησκεία του αναμενόμενου ψευτομεσσία Αντιχρίστου, δια της αφομοιώσεως και της εξισώσεως της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις και την ένωση των λοιπών ψευτοθρησκειών.
Ο Οικουμενισμός είναι η πανθρησκεία της Νέας Εποχής, πνευματικός δε πλανητάρχης ο αιρεσιάρχης πάπας. Όσοι χριστιανοί συμπορεύονται με τους οικουμενιστές, δεν δικαιούνται να ονομάζονται ορθόδοξοι, καθ’ όσον Ορθοδοξία και Οικουμενισμός είναι δύο θρησκείες εκ διαμέτρου αντίθετες.
Είναι βέβαια γνωστές και στον πλέον αδιάφορο χριστιανό οι προδοτικές συμφωνίες μεταξύ των οικουμενιστών ποιμένων και του αιρεσιάρχη πάπα. Η άρση των αναθεμάτων, η αναγνώριση της εγκυρότητας των μυστηρίων των παπικών, η αναγνώριση της αιρετικής εκκλησίας του πάπα, ως αδελφής εκκλησίας, και η αναγνώριση του αμετανόητου πάπα ως αγιοτάτου πρώτου τη τάξει αδελφού επισκόπου, είναι πια γεγονός.
Μην ξεχνάμε την άρση των αναθεμάτων και της ακοινωνησίας μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, το 1965, που ήταν έργο του τότε «Πατριάρχη» Αθηναγόρα. Ο πάπας την δουλειά του έκανε. Επίσης, τις προδοτικές συμφωνίες του Σαμπεζύ της Ελβετίας, το 1990, αλλά και την συμφωνία του Μπέλεμεντ του Λιβάνου μεταξύ Νεοημερολογιτών και Παπικών, το 1993, ότι οι παπικοί ήταν πάντα ορθόδοξοι! Και τόσες άλλες προδοσίες που δεν είναι δυνατόν να απαριθμηθούν.
Το 1995, μετά τη συλλειτουργία του κ. Βαρθολομαίου μετά του πάπα στη Ρώμη, υπέγραψαν «κοινή δήλωση» κατά την οποία «έχουν αμφότεραι αι Εκκλησίαι την ιερωσύνην, μυστήρια και είναι αδελφαί Εκκλησίαι» («Ορθόδοξος Τύπος», 22/12/1995).
Άλλωστε δια της αποδοχής της αιρετικής εγκυκλίου του 1920 και της συμμετοχής τους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, οι Νεοημερολογίτες ποιμένες αρνήθηκαν την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας, και συμπεριλαμβάνονται στη κατηγορία των «γυμνή τη κεφαλή» κηρυττόντων αίρεση.
Μην ξεχνάμε ότι το 1966, οι «πατριάρχες», αρχής γενομένης από τον Αθηναγόρα, μνημόνευαν τον Πάπα στα δίπτυχα! Και θεωρούσαν κανονικές Εκκλησίες, δηλαδή όπως την Ορθόδοξη, τον Παπισμό, τον Αγγλικανισμό και τον Μονοφυτισμό! (βλέπε Αθηναγόρα Κοκκινάκη, «Η ομολογία Θυατείρων», Λονδίνο 197, σελ. 203, 273 και 283.
Έκτοτε συμπροσεύχονταν και συλλειτουργούσαν με τον πάπα όλοι οι «πατριάρχες», όπως εξακολουθεί να συλλειτουργεί και να συμπροσεύχεται ο νυν «πατριάρχης» κ. Βαρθολομαίος, ομολογούντες αυτόν «πρώτονεν τη καθόλου εκκλησία του Χριστού» και ότι είναι ο πάπας «ομότροπος και ομόζηλος των Πρωτοκορυφαίων πέτρου και Παύλου»! («Επίσκεψις», 15/12/1977, σ. 3-4 και Νο 139, 152, 161, 214, όπου τονίζονται αυτά. Οι συμπροσευχές και τα συλλείτουργα των Οικουμενιστών μετά του πάπα δεν έχουν τελειωμό. Και με ποια λογική αυτοαποκαλούνται οι οικουμενιστές επίσκοποι ορθόδοξοι;
Αλλά και το ποίμνιο που τους ακολουθεί, πως ανέχονται οι χριστιανοί αυτοί να βλέπουν να ατιμάζεται η αγία Ορθοδοξία από το γυναικοπρόσωπο πάπα και τον οικουμενιστή ποιμενάρχη τους; Πώς ανέχονται να τους βλέπουν συχνά πυκνά αγκαλιασμένους και δεν ανατριχιάζουν;
Η προδοσία της Ορθοδοξίας από τους Νεοημερολογίτες άρχισε με τη βλάσφημη εγκύκλιο του 1920, όπου για πρώτη φορά η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλεί επισήμως «Εκκλησία του Χριστού» τα συγκροτήματα των αιρετικών. Για πρώτη φορά εξισώνεται η Ορθοδοξία με τις αιρέσεις, η αλήθεια με το ψεύδος, αφού οι αιρέσεις χαρακτηρίζονται «σεβάσμιες Εκκλησίες του Χριστού».
Συνεχίζεται με το κακώς λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923, δια του οποίου ανατράπηκε όλη η Ορθοδοξία. Αφού αποφασίσθηκε στο άνομο αυτό Συνέδριο η αλλαγή του Ημερολογίου και του Πασχαλίου. Μάλιστα, τότε, το Ρωσικό Πατριαρχείο άλλαξε για ένα διάστημα το Ημερολόγιο και το Πασχάλιο, και η Εκκλησία της Φιλανδίας άλλαξε επίσημα το Ημερολόγιο και το Πασχάλιο, τα οποία διατηρεί αλλαγμένα μέχρι σήμερα. Πως, λοιπόν, δεν θίχτηκε «ο όρος» της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, σύμφωνα με τον α’ κανόνα της Αντιοχείας. Καθηρημένοι όμως είναι και όσοι δεν άλλαξαν το Πασχάλιο αλλά αρκεί που έχουν «κοινωνία» με την Εκκλησία που άλλαξε το Πασχάλιο, όπως οι Νεοημερολογίτες με την Εκκλησία της Φιλανδίας.
Πώς ανέχονται να ακούν τον «πατριάρχη» τους να αποκαλεί τους ιερούς κανόνες «τείχη του αίσχους»; («Επίσκεψις», 15/6/ 1989).
Πώς ανέχονται να αποκαλεί ο «πατριάρχης» τους, τους αγίους που πολέμησαν τις αιρέσεις του παπισμού, «ατυχοί θύματα του αρχεκάκου οφέως» που ευρίσκονται «ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού»; («Εκκλησιαστική Αλήθεια, 16/12/1998).
Πως ανέχονται να βλέπουν τον «πατριάρχη» τους να προσφέρει στους αιρετικούς την «θεία κοινωνία», ως έγινε στην Ραβέννα;
Πώς εξακολουθεί να τον μνημονεύουν, όταν δηλώνει απερίφραστα ότι «Αγία Γραφή και Κοράνιο είναι το ίδιο πράγμα»; («Ορθ. Τύπος», 15/3/2002, σ. 5).
Είχε άδικο ο Άγιος Πατροκοσμάς όταν έλεγε «το πάπα να καταράστε»; Είχε άδικο όταν έλεγε ότι «όλες οι πίστεις είναι ψεύτικες. Τούτο κατάλαβα αληθινό, ότι μόνο η πίστη των ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία»;
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της προδοσίας των οικουμενιστών Νεοημερολογιτών, θα επιχεισήσουμε με την χάρη του Θεού ένα σύντομο σχολιασμό του επαίσχυντου και προδοτικού κειμένου της Ραβέννας, το οποίο ανατρέπει ολόκληρη την ορθόδοξη εκκλησιολογία και το οποίο υπέγραψαν «Ορθόδοξοι» και Ρωμαιοκαθολικοί, στα πλαίσια του θεολογικού Διαλόγου, δηλαδή (του προδοτικού διαλόγου) «ορθοδόξων» και ετεροδόξων.
Βάσει του κειμένου αυτού, δεν μένει καμιά αμφιβολία ότι η ένωση έχει επιτευχθεί μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και ότι απομένουν δευτερεύοντα ζητήματα μόνο να μελετηθούν στο μέλλον, που προέκυψαν μ΄σα στην ένωση, όπως για παράδειγμα να μελετηθεί και να αναλυθεί σε μεγαλύτερο βάθος, δηλαδή να εδραιωθεί καλύτερα, αντί να απορριφθεί, το «Πρωτείο του Πάπα»! (παράγραφος 45 του κειμένου). Έτσι με το πες- πες, τα ήξεις αφήξεις και την επιστημονική δια τύπωση, την επόμενη φορά, θα χωνέψουν καλά στο μυαλό τους την ένωση και όσοι Νεοημερολογίτες αντιδρούν -ακόμη- στο ξεπούλημα της Ορθοδοξίας.
Αυτή είναι η τακτική των αιρετικών. Αφού οι «ορθόδοξοι» κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με τους παπικούς και παζαρεύουν την Ορθοδοξία επί χρόνια ολόκληρα, αυτά και χειρότερα θα πάθουν. Ας μην απατώνται, λοιπόν, οι Νεοημερολογίτες ότι είναι ορθόδοξοι. Και ας μην καθησυχάζουν την συνείδηση τους, επειδή κατά καιρούς διαμαρτύρονται ορισμένοι απ’ αυτούς για τις προδοσίες των ποιμένων τους, που δεν έχουν σταματημό. Οι διαμαρτυρίες τους μοιάζουν με τα γαυγίσματα των σκύλων. Οι Νεοημερολογίτες είναι εν ενεργεία οικουμενιστές και κακόδοξοι. Όλες οι μέχρι τώρα συμφωνίες που υπέγραψαν με του Ρωμαιοκαθολικούς αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Για να μην θεωρηθεί ότι υπερβάλλουμε, χρησιμοποιούμε τα λόγια Νεοημερολογίτη καθηγητή Πανεπιστημίου από πρόσφατη εισήγηση του σχετικά με την προδοτική συμφωνία της Ραβέννας.
Πώς μπορεί να σταθεί σε ορθόδοξη βάση, για παράδειγμα, η βλάσφημη θεωρία των «δύο πνευμόνων» του Χριστού, την οποία υιοθέτησαν οι Νεοημερολογίτες; Ότι δηλαδή ο Χριστός έχει ως «πνεύμονες», τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία;
Πώς δικαιολογείται θεολογικά και βιβλικά ότι ο όρος «αδελφές Εκκλησίες», τον οποίον δέχθηκαν οι Νεοημερολογίτες, εκφράζει την σχέση μεταξύ Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας; Ο όρος αυτός υπονοεί ότι υπάρχει και άλλη Εκκλησία, η οποία είναι «μητέρα» των Εκκλησιών!
Η ορθόδοξη πατερική παράδοση όμως γνωρίζει και διδάσκει ότι η Εκκλησία είναι ΜΙΑ και ότι δεν μπορεί να υπάρξουν πολλές Εκκλησίες έστω και αν ονομάζονται «αδελφές». Η Εκκλησία έχει καθολικό χαρακτήρα με την έννοια της πληρότητας της αλήθειας και της ζωής της, κεφαλή της οποίας είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Όμως εδώ υπάρχει και άλλο πρόβλημα. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός μετά το σχίσμα όχι «αδελφή» Εκκλησία δεν μπορεί να ονομασθεί, αλλά ούτε καν Εκκλησία, διότι είναι αιρετική χριστιανική κοινότητα, εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησιάς.
Ο όρος λοιπόν, λοιπόν, «αδελφές Εκκλησίες», τον οποίο υιοθέτησαν οι Νεοημερολογίτες σημαίνει κατ’ αυτούς ότι ο πάπας είναι ορθόδοξος αδελφός επίσκοπος, πρώτος τη τάξει, και τίποτα δεν τους χωρίζει από τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Το κείμενο της Ραβέννας, όπως αποφαίνεται επί λέξει ο Νεοημερολογίτης κος Καθηγητής Πανεπιστημίου, «δίνει την εντύπωση ότι η ένωση μεταξύ των δύο Εκκλησιών υπάρχει και τώρα πρέπει να διευθετηθούν ορισμένα επιμέρους προβλήματα που προέκυψαν μέσα σε αυτή την ένωση» (βλέπε εισήγηση της 20/5/2009 του καθηγητή Πανεπιστημίου Δημ. Τσελιγγίδη με θέμα: «Ο θεολογικός διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών»). Και συνεχίζει: «Η πατερική θεολογία όμως είναι ξεκάθαρη στο θέμα αυτό. Ότι, δηλαδή, θεολογικός διάλογος με τους αιρετικούς και εξέταση και λύση άλλων θεμάτων και πραγμάτων πριν από εκείνη την εξέταση που αφορά στα θέματα της πίστης, δεν μπορεί να γίνει. Πρέπει δηλαδή να προηγηθεί η άρση κάθε διαφωνίας ως προς την πίστη και τότε να ακολουθήσει η οποιαδήποτε έρευνα για άλλα πράγματα» (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).
Άρα για να συζητούνται άλλα θέματα δευτερεύοντα, σημαίνει ότι τα θέματα τα πρωτεύοντα, δηλαδή τα δογματικά. Έχουν αρθεί ή είναι παραμερισμένα και αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Δηλαδή, επιβεβαιώνεται και στη πράξη όλες οι προδοτικές συμφωνίες του παρελθόντος, οι οποίες έγιναν δια του θεολογικού διαλόγου.
Στην εισαγωγή γίνεται λόγος και αναφορά στην Αρχιερατική Προσευχή του Χριστού, προκειμένου να δικαιολογηθεί η παρά φύση ένωση των δύο εκκλησιών «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιω. ΙΖ’, 21). Και είναι πάρα φύση η ενότητα αυτή, διότι οι Ρωμαιοκαθολικοί απορρίπτουν δογματικώς τον άκτιστο χαρακτήρα της θεοποιού χάριτος. Κατά συνέπεια, οι Νεοημερολογίτες, εφόσον αποδέχονται και υπογράφουν τα κείμενα αυτά, είναι αιρετικοί, διότι ο αμετανόητος πάπας ουδέποτε δέχθηκε της περί ακτίστου της θεοποιού χάριτος. Σε κανένα κείμενο δεν καταδικάσθηκαν ποτέ τα νεοφανή δόγματα των Ρωμαιοκαθολικών, όπως το φιλιόκβε,το πρωτείο, το αλάθητο, το καθαρτήριο πυρ, η άσπιλη σύλληψη κ.λπ. Επομένως, οι Νεοημερολογίτες είναι ό,τι και ο πάπας, γι’ αυτό αποκαλούν τον πάπα αδελφό εν Χριστώ, και αδελφό επίσκοπο, και δέχονται τον όρο αδελφές Εκκλησίες και συλλειτουργούν «πατριάρχης» και πάπας δημοσίως, πλέοντες σε πελάγη ευτυχίας.
Στις παραγράφους 2 και 3 του κειμένου, γίνεται αναφορά στα κοινά σημεία της Μεικτούς Διεθνούς Επιτροπής από το 1980 και εξής, τα οποία γίνονται πλήρως αποδεκτά από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως αναφέρεται, δηλαδή, από τους Νεοημερολογίτες Οικουμενιστές. Οι οικουμενιστές επίσκοποι λένε ΝΑΙ σε όλα.
Επίσης, στις παραγράφους αυτές αφήνεται να εννοηθεί σαφώς ότι υπάρχει μία αόριστη υπερεκκλησία, η οποία είναι πάνω από τις επί μέρους Εκκλησίες. Αυτή όμως είναι προτεσταντική θεωρία, άρα στο κείμενο εδώ γίνεται δεκτή η βλάσφημη θεωρία των κλάδων. Δηλαδή, με την υπερκείμενη αυτή παγκόσμια Εκκλησία (κείμενο του Μονάχου 1982), κοινωνούν όλες οι κατά τόπους ορθόδοξες Εκκλησίες, καθώς και οι Ρωμαιοκαθολικοί, ως να μην υφίστανται δογματικές διαφορές. Αυτό δεν λέγεται ένωση;
Στις παραγράφους 5 και 6 για την Συνοδικότητα της Εκκλησίας, γίνεται αποδεκτό ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Στην παράγραφο 7, ως λογική συνέπεια των συμφωνηθέντων παραπάνω, το κοινό κείμενο προϋποθέτει σαφώς ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί έχουν τα ίδια μυστήρια.
Η παράγραφος 8 είναι επίσης το ίδιο προβληματική και εξοργιστική για έναν ορθόδοξο χριστιανό. Αναφέρει επί λέξει: «Διακηρύσσοντες την πίστιν της Εκκλησίας… οι Επίσκοποι» και συνεχίζει με παράθεση από το κείμενο του Βάλαμο, παράγραφος 40: «ως διάδοχοι των Αποστόλων οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι δια την κοινωνίαν εν τη αποστολική πίστει…».
Και ρωτούν απορημένοι οι ανησυχούντες Νεοημερολογίτες: Ποιας Εκκλησίας διακηρύσσουν την πίστη οι επίσκοποι; Της Μίας Παγκόσμιας Εκκλησίας του Χριστού, όπως συμφώνησαν παραπάνω αλλά και σε άλλα κείμενα, στην οποία μετέχουν ισότιμα ορθόδοξοι και αιρετικοί; Σαφώς, ναι. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η ένωση είναι γεγονός, αφού οι δογματικές διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών δεν σημαίνουν τίποτα από εκκλησιολογική άποψη, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται στην συνέχεια ότι καταργήθηκαν για τους Οικουμενιστές προ πολλού οι Άγιες επτά Οικουμενικοί Σύνοδοι.
Αλλά και άλλο ερώτημα προκύπτει εδώ. Πώς ονομάζονται από τους Νεοημερολογίτες και παραμένουν επίσκοποι, διάδοχοι των Αποστόλων, οι Ρωμαιοκαθολικοί, όταν επίμονα σφάλλουν στο εκπεφρασμένο δόγμα της Εκκλησίας; Ενώ δηλαδή είναι αμετανόητοι αιρετικοί;
Στις παραγράφους 9- 11 και 18- 33, επαναβεβαιώνεται ότι οι εκατέρωθεν επίσκοποι (ορθόδοξοι και αιρετικοί) θεωρούνται ως επίσκοποι της Μίας Εκκλησίας. Και εδώ επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά εγγράφως ότι οι Νεοημερολογίτες επίσκοποι έχουν φραγκέψει προ πολλού και είναι ενσυνείδητοι ουνίτες και εν ενεργεία οικουμενιστές.
Στην παράγραφο 37 γίνεται λόγος για την εκκλησιαστική δογματική συνείδηση του λαούτου Θεού. Και εδώ εξισώνονται ορθόδοξοι και αιρετικοί, αφού η λειτουργία της δογματικής συνείδησης επεκτείνεται και στους αιρετικούς «επί ίσοις όροις».
Στην παράγραφο 39 συμφωνείται ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί συνιστούν τοπικές Εκκλησίες που βρίσκονται σε σχίσμα, αλλά αμφότερες ανήκουν στην Μία Εκκλησία ή ότι κάθε μία από αυτές αποτελεί Εκκλησία. Δηλαδή, έχουμε πολλές Εκκλησίες και όχι ΜΙΑ.
Το πιο εξωφρενικό γράφεται στην 41η παράγραφο. Η Μεικτή Διεθνής Επιτροπή θεωρεί την Εκκλησία του Χριστού σήμερα διηρημένη (δηλαδή και οι αιρετικοί είναι κομμάτι της Εκκλησίας) και κάνει λόγο για «την περίοδο της αδιαιρέτου Εκκλησίας» παλαιά. Όμως, η Εκκλησία του Χριστού είναι ΜΙΑ και αδιαίρετος, όπως γνωρίζουμε.
Όπως φαίνεται από όλα τα παραπάνω, η ένωση των δύο Εκκλησιών έγινε κατά ουνιτικό πρότυπο, δηλαδή διατηρώντας η κάθε πλευρά τη διαφορετικότητα της, τα έθιμα της, χωρίς να υπάρχει συμφωνία της πίστεως στην αποκαλυφθείσα αλήθεια και χωρίς να μετανοήσει ο πάπας, που σημαίνει ότι οι Νεοημερολογίτες είναι αιρετικοί και εν ενεργεία οικουμενιστές,
Δεν ζητεί τίποτα παραπάνω ο πάπας, αρκεί που του αναγνωρίσθηκε το πρωτείο του. Άλλωστε, αυτό δήλωσε και ο καρδινάλιος Κάσπερ σε συνέντευξη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, το Νοέμβριο του 2008. Ένωση, δηλαδή, και αναγνώριση του πρωτείου του πάπα, διατηρώντας η κάθε πλευρά τα έθιμα της. Η ουνία σε όλο όο της το μεγαλείο.
Γι’ αυτό και στην παράγραφο 45 συμφωνείται το πρωτείο του πάπα (που έγινε δεκτό), «αναμένεται να μελετηθεί σε μεγαλύτερο βάθος» στην επόμενη Συνέλευση της Μεικτής Διεθνούς Επιτροπής.
Συνεχίζεται…