ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Γ.Ο.Χ. ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ
ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΥΡΟΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ (+ 1967)
Κατά κόσμον Αγαθάγγελος Ελευθερίου, γεννήθηκε το 1888 στην Πρίγκηπο της
Κωνσταντινουπόλεως, από γονείς ευσεβείς, τον Ελευθέριο και την Θεοφανώ. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του προσλήφθηκε από τον Μητροπολίτη Δράμας Αγαθάγγελο και υπηρέτησε σαν δάσκαλος σε Βουλγαρόφωνα χωριά κατά την περίοδο 1910 –
1913, με κίνδυνο της ζωής του λόγω της Βουλγαρικής προπαγάνδας.
Διετέλεσε Αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Δράμας. Ως Διάκονος φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή των Αθηνών και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1922.
Μετά την εισαγωγή
του Νέου Ημερολογίου διετέλεσε Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Φωκίδος,
Πρωθιερεύς του Πανελληνίου Ιδρύματος Τήνου και καθηγητής σε διάφορα
Γυμνάσια και την Παιδαγωγική Ακαδημία Φλωρίνης.
Σε όλη του την ζωή ανέπτυξε μεγάλη εθνική, πατριωτική και πνευματική δραστηριότητα, διαρκώς όμως είχε έλεγχο συνειδήσεως για το ημερολογιακό ζήτημα, οπότε
μελετήσας ενδελεχώς το θέμα προσχώρησε στην Γνήσια Ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος (1957). Το ίδιο έτος «η Εκκλησία εκτιμήσασα την λαμπράν
μόρφωσίν του, το χρηστόν ήθος του και την πνευματικήν του ανωτερότητα, ως και την εθνικήν αυτού, κοινωνικήν καί φιλανθρωπικήν δραστηριότητα,
τον ανέδειξε Μητροπολίτην τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Τήνου, εκεί δηλαδή ένθα επί πολύν χρόνον υπηρέτησε κατά το παρελθόν» («Κ.Γ.Ο.»
τ. 1981, σελ. 160). Χειροτονήθηκε Επίσκοπος την 8η Νοεμβρίου 1957, στην ιστορική κατακόμβη του Αγίου Μηνά, της Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας, από τον
τότε Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δημήτριο (+ 1976)
και μέλη της Ιεράς Συνόδου.
Το επόμενο έτος 1958 αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του Αρχιεπισκόπου
Ματθαίου Α’ (+ 1950). Η εκλογή του έγινε την 18. 3. 1958 στον Ι. Ν. Αγίας Τριάδος Κάτω Ηλιουπόλεως Αθηνών, ναό πού χρησιμοποίησε έκτοτε σαν έδρα του, με διαμονή του ένα πτωχό κελλί!
Η ανάρρησή του στον Αποστολικό Θρόνο των Αθηνών θορύβησε την Νεοημ. Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία αμέσως κίνησε διωγμό εναντίον του. Αρχικά επιδιώχθηκε να επιστρέψει στην Νεοημερολογητική Εκκλησία, αλλά ο μακαριστός έμεινε σταθερός στην ομολογία του.
Το 1961 σύρθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών Πειραιώς με «κλούβα»
και διπλή φρουρά και κλείστηκε στο κρατητήριο μαζί με κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου, για να μεταφερθεί εξόριστος στη Μονή Στροφάδων.
Τον αγαθό Ιεράρχη έσωσε τότε από την εξορία ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών
Πειραιώς Σλάνταβος, ο οποίος αποφάνθηκε ότι ήταν βαρύτατα ασθενής και έπρεπε να εισαχθεί σε νοσοκομείο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε με αστυνομική
συνοδεία σε κλινική του Χαλανδρίου, όπου νοσηλεύθηκε για αρκετό
διάστημα φρουρούμενος για να μην δραπετεύσει!
Κατά την Αρχιερατεία
του έλαβαν χώρα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως ο Καθαγιασμός Αγίου Μύρου (1958), η μεγάλη Κληρικολαϊκή
Σύναξις (1958), ο Αφορισμός του Χιλιασμού (1963) και η καταδίκη του λεγομένου Διαλόγου μετά του Παπισμού (1964).
Κοιμήθηκε ειρηνικά την
21η Απριλίου 1967, Τετάρτη της Διακαινησίμου, μετά από πολύμηνη ασθένεια. Ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο των Αρχιερέων, στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Μόδεστου της Ι. Μονής Παναγίας Κερατέας. Η νεκρώσιμη ακολουθία
τελέστηκε προεξάρχοντος του πρώην Μητροπολίτου Πατρών Ανδρέου, συμπαραστατουμένου από μέλη της Ιεράς Συνόδου και εικοσιπέντε Κληρικών. Τον επικήδειο
λόγο εκφώνησε ο Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Ευγένιος Τόμπρος.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΧΟΣ Γ.Ο.Χ. ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΡΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ (+1963)
.jpg)
Κατά κόσμον Γεώργιος Πάσιος, γεννήθηκε το 1888 στη Ζέλιτσα (Κυδωνία) Αιτολοακαρνανίας, όπου διδάχτηκε τα εγκύκλια γράμματα από τους ευλαβέστατους γονείς του Σπυρίδωνα Πάσιο και Μαρία(το γένος Νασιοπούλου), ανατράφηκε κατά το Αποστολικό «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και γεννήθηκε μέσα του ο πόθος της μοναχικής αφιερώσεως. Έτσι το 1907 σε ηλικία μόλις 19 ετών πήγε στο Άγιο Όρος και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Μετά από 14 χρόνια δοκιμασίας δέχθηκε το Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Γεδεών, μάλιστα για την αρετή του αναδείχθηκε και Ηγούμενος της ιστορικής Μονής ηγουμενεύσας επί τριετία.
Το 1924 το μνημόσυνο του καινοτόμου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον ανάγκασε να αποχωρήσει απο την Μονή, μετά από 17 χρόνια διακονίας και ασκήσεως και να εγκαταβιώσει στα Καυσοκαλύβια όπου έζησε ερημιτικά και υσηχαστικά για τρία χρόνια. Στην συνέχεια και για μια 7ετία έζησε ερημιτικά στο ασκητήριο του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, στην έρημο του Αγίου Βασιλείου με πολλές δυσκολίες, σε τόπο σκληρό και αφιλόξενο.
Η αρετή και η συνέπειά του προς την Ομολογία της Γνήσιας Ορθοδοξίας τον έκαναν ευρύτατα γνωστό μεταξύ των Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων του Άθωνα αλλά και στους αγωνιζόμενους στον κόσμο και έτσι το 1934 ο Ιερομόναχος και έπειτα Επίσκοπος Βρεσθένης και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ματθαίος (+1950) τον κάλεσε κοντά του για να ενισχύσει τον υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας Αγώνα.Ο μοναχός Γεδεών υπάκουσε στην πρόσκληση αυτή και εντάχθηκε στην αδελφότητα της νεοσύστατης(1934) ανδρικής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κουβαρά, όπου ηγουμένευσε επί τριετία ως δεύτερος Ηγούμενος της ιστορικής Μονής μετά τον Λάκωνα Αρχιμανδρίτη Βίκτωρα Μπουλούκο (+1941).
Το 1948 , κατα την πρώτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Επίσκοπο Ματθαίο «ψήφω κλήρου και λαού» ο μοναχός Γεδεών εξελέγη Επίσκοπος Τριμυθούντος για την Εκκλησία της Κύπρου. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος υπό μόνου του Επισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου καθ υπέρβασιν του σχετικού Κανόνος «δια το εμπερίστατον της Εκκλησίας» την 1η Σεπτεμβρίου 1948 στο Παρεκκλήσιο του Προφ. Ηλίου της Ι.Μ. Μεταμορφώσεως και έλαβε το όνομα Σπυρίδων , προς τιμήν του Αγίου Προκατόχου του στην Επισκοπική Έδρα Αγ. Σπυρίωνος.
Μετά την
χειροτονία του ο Επίσκοπος Σπυρίδων πήγε στήν Κύπρο και εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο και αυταπάρνηση για την διάδοση της Γνησίας Ορθοδόξου Ομολογίας και την οργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Χειροτόνησε 10 νέους
κληρικούς, ίδρυσε μονές, εγκαινίασε Ναούς, κήρυττε, νουθετούσε, εξομολογούσε, αγρυπνούσε και κατάρτιζε το ποίμνιό του. Ο εκκλησιαστικός τύπος της εποχής ομολογεί το μεγάλο θαύμα της Κύπρου: «Άμα τη πληροφορία ότι εις την Νήσο υπάρχει Ορθόδοξος Επίσκοπος, συνέρευσαν χιλιάδες πιστών, κληρικών και λαϊκών, προς συνάντησιν αυτού, όπως λάβωσι τας ευλογίας του και ακούσωσι τας ιεράς και ψυχοσωτηρίους διδασκαλίας αυτού. Ολόκληρος ανθρωποθάλασσα αυτή παρέμεινε πλησίον αυτού, άλλοι επί τριήμερον και άλλοι επί τετραήμερον, καθώς εις τον καιρό των Αγίων Αποστόλων. Τοιούτος δε είναι ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Νήσου ώστε, όταν πληροφορούνται εις τα διάφορα μέρη, ότι ήλθεν όντως Ορθόδοξος Επίσκοπος εις Κύπρον, εγκαταλείπουν τας εργασίας των και τρέχουν προς συνάντησιν του» («Κήρυξ Γνησίων Ορθοδόξων», τεύχος 1ο Οκτωβριος 1948).
Η Εκκλησιαστική δραστηριότητα και η παρρησία του, τόσο απέναντι στη Νεοημ. Εκκλησία της Κύπρου, όσο και απέναντι στις Αγγλικές Αρχές κατοχής, είχε σαν αποτέλεσμα να απελαθεί από την Μεγαλόνησο και να επιστρέψει αναγκαστικά στην Ελλάδα, όπου όμως αντιμετώπισε τον μεγάλο διωγμό του καινοτόμου Αρχιεπ. Σπυρίδωνος Βλάχου (1951 – 1956).
Η σφοδρότητα του διωγμού υποχρέωσε τον Ιεράρχη να εγκαταβιώσει σε ένα ησυχαστήριο της περιοχής Κερατέας, με διακονητή τόν Μοναχό Πανάρετο. Εκεί κοιμήθηκε ειρηνικά την 18η Φεβρουαρίου 1963, σε ηλικία 75 ετών.
Η κηδεία του τελέστηκε στην Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας την 20η Φεβρουαρίου, μετά από κατανυκτική αγρυπνία, χοροστατούντος του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών Αγαθαγγέλου, συμπαραστατουμένου από μέλη της Ιεράς Συνόδου και όλους σχεδόν τούς Κληρικούς της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Ενταφιάστηκε πίσω από το Καθολικό της Ι. Μ. Μεταμ. Σωτήρος Κουβαρά, της οποίας είχε διατελέσει Ηγούμενος.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (+1976)
Κατά κόσμον Δήμος Ψαροθεοδωρόπουλος γεννήθηκε το 1902 στο Γαλαξείδι Παρνασίδος από γονείς ευσεβείς, από τούς οποίους ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Οι γονείς του εμφύτευσαν στην παιδική του ψυχή τα πρώτα σπέρματα της ευσέβειας και του Χριστιανικού ζήλου, τα οποία διατήρησε μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Μετά την αποφοίτησή του από το τότε Σχολαρχείο εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, χωρίς να παραμελεί την μελέτη του λόγου του Θεού και τα πνευματικά του καθήκοντα. η ευλάβεια του φάνηκε περισσότερο το 1924, όταν μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς δεν δέχτηκε την εισαγωγή της Παπικής καινοτομίας του Νέου Ημερολογίου. Μαζί με άλλους αγωνιστές της Γνήσιας Ορθοδοξίας έτρεχε νύκτα στα εξωκκλήσια για να λειτουργηθεί, μακριά από το βλέμμα του καινοτόμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου και των οργάνων του.
Αξιώθηκε να παρευρεθεί στην ιστορική αγρυπνία της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1925 στο Μονύδριο Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, κατά την οποία εμφανίσθηκε ο Τίμιος Σταυρός, «Θεόθεν βεβαίωσις» του Ιερού Αγώνος υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας. Το θαύμα αυτό συγκλόνισε την ψυχή του νεαρού Δήμου, ο οποίος αύξησε τούς αγώνες του, ώστε το 1942 να «εξέλθη του κόσμου και των εν τω κόσμω» και να ασπαστεί τον Μοναχικό Βίο. Εντάχθηκε στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Κουβαρά Αττικής, υπό τον Πρόμαχο της Ορθοδοξίας Ματθαίο Καρπαθάκη, τότε Επίσκοπο Βρεσθένης. Στη μονή επέδειξε ζήλο στα μοναχικά καθήκοντα και τις εργασίες, υπακοή στους πρωεστώτες, αυταπάρνηση και αγάπη προς τούς αδελφούς και αξιώθηκε του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, αλλά και της Ιερωσύνης.
Το 1947 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον Γέροντά του Επίσκοπο Ματθαίο. Το 1948, κατά πρώτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, «ψήφω Κλήρου και λαού», εξελέγη Επίσκοπος και χειροτονήθηκε για την ιστορική έδρα της Θεσσαλονίκης, από τον Γέροντά του Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο και τούς προ αυτού χειροτονηθέντες Αρχιερείς Τριμυθούντος Σπυρίδωνα και πρώην Πατρών Ανδρέα.
Ως Επίσκοπος συμμετείχε στον Αφορισμό της Μασωνίας (1949) και την εκλογή του Επισκόπου Ματθαίου σε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1949), επισκέφθηκε πολλές φορές ναούς και ενορίες της κεντρικής και βορείου Ελλάδος, τέλεσε εγκαίνια Ναών, κ.λπ. Παράλληλα διώχθηκε από την Νεοημ. Εκκλησία, κυρίως κατά την περίοδο του μεγάλου διωγμού του καινοτόμου Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου (1950 – 1956).
Το 1950, μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Ματθαίου, ανέλαβε την προεδρεία της Ιεράς Συνόδου και την τοποτηρητεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, την οποία παρέδωσε το 1956 στον νεοεκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Αγαθάγγελο .Ως Τοποτηρητής προήδρευσε όλων των συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου, της Κληρικολαϊκής Συνάξεως του 1958, της εκλογής των Αρχιερέων Μεσσηνίας Χρυσοστόμου (1952), Θηβών και Λεβαδείας Ιωάννου (1952), Τρίκκης και Στεγών Βησσαρίωνος (1952), Βρεσθένης Ματθαίου Β’ (1952), Αττικής και Μεγαρίδος Μελετίου (1952), Μεσσηνίας Γρηγορίου (1956), Κιτίου Επιφαίνου (1956), Πειραιώς Ανθίμου (1957), Σαλαμίνος Θεοκλήτου (1957) και Τήνου Αγαθάγγελου (1957), των οποίων τις χειροτονίες τέλεσε, του Αφορισμού του Χιλιασμού (1963), συνάξεων των Ιερού Κλήρου, καθώς και δημοσίων εκκλησιαστικών εκδηλώσεων (κατάθεσις στεφάνου στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτου το 1949, καταδύσεις του Τιμίου Σταυρού στο Φαληρικό Δέλτα και την Θεσσαλονίκη), κ.α.
Ποίμανε τούς Γνησίους Ορθοδόξους της Μακεδονίας και της Θράκης με έδρα τον ιστορικό Ναό του Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης (τον οποίο ευτύχησε να εγκαινιάσει) και διαμονή ένα πτωχό κελλάκι δίπλα στο ναό!
Απεβίωσε την 31η Δεκεμβρίου 1976 στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου ενοσηλεύετο από μακρου χρόνου. Το ιερό σκήνος του μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας, όπου εκτέθηκε σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα. Ἡ εξόδιος Ακολουθία του εψάλλη την Κυριακή 1η Ιανουαρίου 1977 στο προς τιμήν των Εισοδείων της Θεοτόκου Καθολικό της Μονής, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Ανδρέου, συμπαραστατουμένου οπό των Σεβ. Αρχιερέων Κορινθίας Καλλίστου, Τρίκκης και Σταγών Βησσαρίωνος, Αττικής Ματθαίου, Πειραιώς Νικολάου, Αργολίδος Παχωμίου και Κρήτης Ευμενίου και 24 Ιερέων και Διακόνων. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο πρώην Πατρών Ανδρέας και ο Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Ἐπιφανίου. Το σκήνωμα του μεταστάντος Αρχιερέως ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο των Αρχιερέων, στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Μόδεστου.
![]() |
Άγια Θεοφάνεια του έτους 1956, έξωθι του Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Καλλιθέας Αττικής, μετά του Πρωθιερέως Ευγενίου, του Διακόνου Γαλακτίωνος και άλλων κληρικών. |