2025/10/21

100 ΧΡΟΝΙΑ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. (22)


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΚΥΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (+1956)


Κατά κόσμον Γεώργιος Πουλουπάτης, γεννήθηκε στήν Ἀλαγωνία της Μεσσηνίας τό 1883. Τό 1901, μετά τά ἐγκύκλια γράμματα, σέ ἡλικία μόλις 18 ἐτῶν, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἔγινε μοναχός στή συνοδεία τοῦ νεοασκητοῦ τῶν Καλαμῶν Ἠλία Παναγουλάκη (+ 1918), ἱδρυτοῦ τῆς Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστρίας Καλαμῶν (Σκήτης Παναγουλάκη).

Ὁ Ἠλίας Παναγουλάκης γεννήθηκε τήν 14. 7. 1873 στήν Καλαμάτα. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶναι γνωστά ἐλάχιστα πράγματα, εἶναι ὅμως γενικά παραδεκτό, ὅτι ἦταν ἄνθρωπος τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὁ θάνατος ἑνός στενοῦ καί ἀγαπημένου του φίλου ὑπῆρξε γι’ αὐτόν γεγονός σωτήριο, γιατί κατά τήν κηδεία του, ἄκουσε γιά πρώτη φορά τά σχετικά μέ τήν αἰώνια ζωή λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, «ὁ τόν λόγον μου ἀκούων καί πιστεύων τῶ πέμψαντί με, ἔχει ζωήν αἰώνιον καί εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου πρός τήν ζωήν» (Ἰω. 5,24). Γεμᾶτος σκέψεις καί βαθειά ἐπηρεασμένος, ζήτησε ἀπό τόν Ἱερέα τοῦ κοιμητηρίου νά τοῦ ἐξηγήσει σχετικά. Πράγματι, ὁ Ἱερεύς τοῦ μίλησε γιά τήν κρίση, τήν μετά θάνατον ζωή, τήν τιμωρία, τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή. Μέ συντριβή καί ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως (σύμφωνα μέ διηγήσεις τῶν μαθητῶν του εἶπε στόν Ἱερέα, «καί γιά μένα; Γιά μένα πού ἔχω ματώσει τήν θάλασσα, ὑπάρχει σωτηρία;»), ζήτησε νά ἐξομολογηθεῖ. Ὁ Ἱερέας ὅμως δέν ἦταν ἐξομολόγος καί ἔτσι τόν ἔστειλε σέ ἔμπειρο πνευματικό πατέρα τῆς Μονῆς Βελανιδιᾶς.

Μετά τό σωτηριῶδες λουτρό τῆς μετανοίας καί γεμᾶτος ζῆλο γιά ἔργα ἀρετῆς, εἶπε στόν ἐξομολόγο του: «Θά κάνω τήν ζωή τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου». Παρ’ ὅλο τό γεγονός, ὅτι ὁ πνευματικός τοῦ συνέστησε νά γίνει ἁπλῶς ἕνας καλός Χριστιανός, αὐτός ξεκίνησε γιά τήν Μάνη, ἀναζητῶντας τόπο γιά προσευχή καί ἄσκηση.

Στή Μάνη, ἔζησε κοντά σέ ἕνα ξωκκλήσι γιά μικρό διάστημα, ἐργαζόμενος τήν μετάνοια καί τήν προσευχή, ἀγωνιζόμενος ὑπέρμετρα μέ νηστεία καί ἀγρυπνία. Ὁ Ἱερέας ὅμως τοῦ κοντινοῦ χωριοῦ τοῦ συνέστησε νά ἀγωνιστεῖ ἐκεῖ πού ἁμάρτησε, δηλαδή στήν Καλαμάτα. Ὑπάκουσε καί ἐπιστρέφοντας στόν τόπο πού ἔζησε τήν ἁμαρτωλή του ζωή, ἐγκαταστάθηκε στά κτήματα ἑνός Χριστιανοῦ στή θέση «Ἁγία Ἄννα», στό φρούριο τῆς πόλεως. Ἐκεῖ ἄρχισε νέους ἀγῶνες, ὑπεράνθρωπους, ἀδιανόητους γιά τήν ἐποχή του καί πρόσφερε στό Θεό καρπούς μετανοίας. Σέ μικρό διάστημα ἡ περιοχή ἄρχισε νά κατακλύζεται ἀπό ἐπισκέπτες. Δεκάδες ἄνθρωποι ἔρχονταν πρός αὐτόν (οἱ περισσότεροι ἀπό περιέργεια καί σκωπτική διάθεση). Πολλούς τό πύρηνο κήρυγμα μετανοίας καί πρό πάντων τό παράδειγμά του μετέβαλε σέ πιστούς προσκυνητές καί ὑπάκουους μαθητές. Τό γεγονός αὐτό ἔβαλε σέ σκέψεις τόν ἰδιοκτήτη τοῦ κτήματος, ὁ ὁποῖος μήπως ἡ Ἐκκλησία ἀποκτήσει δικαιώματα στήν ἰδιοκτησία του, ζήτησε ἀπό τόν νεοασκητή νά φύγει.

Ὁ ταλαιπωρημένος ἀσκητής (ἤδη τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του εἶχαν ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν νηστεία καί τήν κακοπάθεια), ὑπάκουσε. Πρίν φύγει ἔδωσε ἕνα νόμισμα σέ κάποιον μαθητή του (μία χάλκινη πεντάρα τῆς ἐποχῆς του) καί τόν ἔστειλε στό Ναό τῆς Ὑπαπαντῆς, γιά νά ψαλλεῖ μία Παράκληση. Μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ ὑποτακτικοῦ, ἡ μικρή συνοδεία ξεκίνησε χωρίς συγκεκριμένη πορεία. Μετά ἀπό περιπλάνηση, λίγο μετά τήν Μονή τοῦ ἁγ. Κωνσταντίνου (πού ἵδρυσε ὁ λόγιος Ἱερομ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, 1763 – 1844), συναντήθηκε μέ τόν ἐργολάβο Χρήστο Ταμπακέα. Ὁ π. Ἠλίας καί οἱ μαθητές του, ἀπαντῶντας σέ σχετική ἐρώτηση, ἐξιστόρησαν τά γεγονότα. Ὁ Ταμπακέας (ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀποδεικνύουν τά πράγματα, ἦταν εὐσεβής καί φιλομόναχος), προσφέρθηκε νά βοηθήσει τήν συνοδεία καί γιά τοῦτο τήν ὀδήγησε στό κτῆμα τοῦ φίλου του Θωμᾶ Μιχαλάκου, ἀπό τόν ὁποῖο ἀγόρασε τό κτῆμα καί τῆς τό πρόσφερε! Ἔτσι ἱδρύθηκε ἡ σημερινή Μονή Εὐαγγελιστρίας – Σκήτη Παναγουλάκη.

Μετά τήν ἐγκατάσταση στή νέα - ἐξασφαλισμένη πλέον - θέση ὁ Ἠλίας, ἀφοῦ οἰκονόμησε ἀπό κάπου ἕνα παλαιό ράσο, ἐγκαταστάθηκε στό μικρό σπήλαιο πού ὑπῆρχε στό κτῆμα καί ἄρχισε μέ μεγαλύτερο ζῆλο τήν ἄσκησή του. Μέσα στό σκοτάδι καί τήν ὑγρασία ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα, μιμούμενος τούς μεγάλους ἀσκητές. Σέ λίγο οἱ φήμη του ξεπέρασε τά ὅρια τῆς περιοχῆς καί ἑκατοντάδες ἄνθρωποι ἄρχισαν νά συρρέουν, γιά νά ἀκούσουν τό φλογερό του κήρυγμα μετανοίας. Πολλοί ἀπό τούς ἐπισκέπτες του, γοητευμένοι ἀπό τήν ζωή καί τήν προσωπικότητά του, ἔμειναν μαζί του καί ἔγιναν ὑποτακτικοί καί μαθητές του. Οἱ σπουδαιότεροι ἀπό αὐτούς ἦσαν: Ὁ Γεώργιος Ἀναγηρέας (διάδοχός του στήν ἡγεσία τῆς Μονῆς, κατά τήν περίοδο 1918 – 1920). Ὁ Γεώργιος Πουλουπάτης (ἔπειτα Ἱερομ. Γεράσιμος καί Ἐπίσκοπος Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας μέ τό ὄνομα Χρυσόστομος). Ὁ Πέτρος Καλοκύρης (Μοναχός Συμεών). Ὁ Ἀνδρέας Κωστόπουλος (Μοναχός Ἀντώνιος). Ὁ Φώτιος Μποῦστος (Μοναχός Παναγιώτης). Καί ὁ Γεώργιος Ἀναγνωστόπουλος (ἀρχιμ. Θεόδουλος, ἱδρυτής τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Κορώνης).

Ὁ Κύριος κάλεσε κοντά Του τόν ἀγωνιζόμενο δοῦλο Του σχετικά νωρίς, τήν 17. 1. 1918 (ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου), σέ ἡλικία μόλις 45 ἐτῶν, μετά ἀπό ἄσκηση καί ζωή μετανοίας 16 ἐτῶν. Ἐνταφιάστηκε στή μετάνοιά του. Κατέλειπε μνήμη ἀγαθή. Τά Λείψανά του φυλάσσονται στή Μονή Εὐαγγελιστρίας – Σκήτη Παναγουλάκη.

Μετά ἀπό ἄσκηση 20 ἐτῶν ο Γεώργιος ἀναδείχθηκε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς, διαδεχθείς τόν Μοναχό Γεώργιο Ἀναγιαρέα. Τό 1926 χειροτονήθηκε ἀπό τόν Μητροπ. Μεσσηνίας Μελέτιο Σακελλαρόπουλο (Ν.Ε.). Διάκονος καί Ἱερεύς μέ τό ὄνομα Γεράσιμος.

Τό 1934, μετά ἀπό ἔντονο προβληματισμό ὁλόκληρης τῆς ἀδελφότητας πάνω στό ἡμερολογιακό ζήτημα, προσχώρησε στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τόν Ἁγιορείτη Ἱερομ. Ματθαῖο (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Βρεσθένης καί Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, + 1950). Ἡ ἀπόφαση αὐτή προκάλεσε τήν προσχώρηση στή Γνησία Ὀρθοδοξία τοῦ Θεολόγου Μοναχοῦ Κυπριανοῦ Λαχανᾶ, τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Κορώνης (ὑπό τόν ἀρχιμ. Θεόδουλο Ἀναγνωστόπουλο), τῆς Ἱ. Μ. Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Καλαμῶν (ὑπό τήν Γερόντισσα Εὐφημία) καί δεκάδων πιστῶν στήν περιοχή τῆς Μεσσηνίας.

Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ Μονή Εὐαγγελιστρίας – Σκήτη Παναγουλάκη ἀναδείχθηκε σέ πνευματικό κέντρο καί φάρο Ὀρθοδοξίας στήν περιοχή καί ἡ ἀδελφότητα ἔφθασε τούς 20 μοναχούς.

Τό 1952, κατά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ψηφίστηκε πρῶτος γιά τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα καί χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Μεσσηνίας μέ τό ὄνομα Χρυσόστομος. Ἡ χειροτονία του ἔγινε τήν 13η Ἀπριλίου, ἀπό τόν τότε Πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί Τοποτηρητή τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Μητροπ. Θεσσαλονίκης Δημήτριο (+ 1976) κ. ἄ. Ἀρχιερεῖς.

Ὡς Ἐπίσκοπος ὑπέστη τά πάνδεινα καί ἀντιμετώπισε φοβερό διωγμό ἀπό τόν καινοτόμο Μητροπ. Μεσσηνίας Χρυσόστομο Δασκαλάκη, γιά ἕνα διάστημα μάλιστα ἦταν ἐξόριστος στή Μονή Δημιόβης (1953). Ἀποτέλεσμα τῶν διώξεων καί τῶν κακουχιῶν πού ὑπέστη, ἦταν ὁ σοβαρός κλονισμός τῆς ὑγείας του καί ὁ θάνατος ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε τήν 27η Ἀπριλίου 1956 στό Λαϊκό Νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἐνοσηλεύετο.

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἀκόμη καί νεκρός ὁ ἐπ. Χρυσόστομος ἀντιμετώπισε διωγμό. Ὁ Νεοημ. Μητροπ. Μεσσηνίας δέν ἐπέτρεψε νά ἀποσφραγιστεῖ ἕνας ἀπό τούς ναούς τῆς Σκήτης Παναγουλάκη γιά νά ψαλλεῖ ἡ Νεκρώσυνη Ἀκολουθία! Ἔτσι τό φέρετρο μέ τόν σεπτό νεκρό τοῦ ἐπ. Χρυσοστόμου τοποθετήθηκε πάνω σ’ ἕνα τραπέζι, ἔξω ἀπό τήν σφραγισμένη πόρτα τοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας, μέ ἐπιτραχήλιο καί ὠμοφόρειο καί τήν ἀρχιερατική μίτρα ἐπί δίσκου, δέχθηκε τήν προσκύνηση κλήρου καί λαοῦ καί παρά τήν παρουσία δύο Ἀρχιερέων (τοῦ Κορινθίας Καλλίστου καί τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου Β’ ), ἡ Χωροφυλακή δέν ἐπέτρεψε τήν τέλεση τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας καί ὁ νεκρός ἐνταφιάστηκε «ἀδιάβαστος»!!!



Ο μακαριστός Επίσκοπος Μεσσηνίας Χρυσόστομος σε  εορτή.
Αριστερά ο  λόγιος μοναχός π. Κυπριανός Λαχανάς.



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΚΥΡΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο Β'

Κατά κόσμον Σπυρίδων Λιγνός, γεννήθηκε το 1893 στο Αμαρούσιο Αττικής, καταγόμενος από παλαιά οικογένεια της πόλεως. Στη γεννέτειρά του παρακολούθησε τις εγκύκλιες σπουδές και κατόπιν φοίτησε στο Σχολαρχείο της εποχής του.
 
Το 1909, σε ηλικία 16 ετών, γνώρισε στο Ναό Αναλήψεως Παγκρατίου (μετόχι της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους), τον εφημέριο, τότε Ιερομόναχο καί επειτα Επίσκοπο Βρεσθένης και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ματθαίο  (+ 1950), με τον οποίο συνδέθηκε πνευματικά, ωστε να τον ακολουθήσει στην έρημο του Αγίου Όρους και να εγκαταβιώσει μαζί του στο ερημητήριο του Αγ. Μηνά Βίγλας. Εκεί αγωνιζόμενος δέχθηκε το Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα και το όνομα Νεκτάριος.
 
Στο ερημητήριο του Αγ. Μηνά έμεινε 23 ολόκληρα χρόνια, αγωνιζόμενος για την ψυχική του σωτηρία, εργαζόμενος την ξυλουργική τέχνη.
 
Το 1952, κατά την δεύτερη  ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, κλήθηκε από την έρημο του Άθωνα στην «έρημο» του κόσμου, για να εξυπηρετήσει τον Αγώνα ως κληρικός και Επίσκοπος. Τον Μάρτιο του 1952 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος και τον Ιούλιο του ιδίου έτους εξελέγη και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βρεσθένης, λαβών το όνομα του Γέροντα του Αρχιεπισκόπου Ματθαίου.
Ποίμανε την επαρχία του (ν. Λακωνίας) με νεανικό ζήλο και αυταπάρνηση, με κόπους και αγώνες ανεκδιήγητους. Για τον Επίσκοπο Ματθαίο τα όρια της ημέρας ήταν στενά και ανεπαρκή, γι’ αυτό μελετούσε και την νύκτα. Και στον κόσμο έμεινε πτωχός Αγιορείτης και για να μην επιβαρύνει κανένα με την παρουσία του, δημιούργησε στη γεννέτειρά του Αμαρούσιο ένα μικρό ησυχαστήριο προς τιμήν της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, όπου και διέμενε.
 
Η ήδη κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε τον Ιανουάριο του 1963. Απεβίωσε ειρηνικά την 21η του μηνός στο Νοσοκομείο  Άγ. Παύλος όπου μεταφέρθηκε συνεπεία καρδιακού επεισοδίου. Η εξόδιος ακολουθία του εψάλλη στην Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας, χοροστατούντος του πρώην Μητροπολίτου Πατρών Ανδρέου, συμπαραστατουμένου υπό Αρχιερέων Θεσσαλονίκης Δημητρίου, Κορινθίας Καλλίστου, Θηβών Ιωάννου, Τρίκκης Βησσαρίωνος και Μεσσηνίας Γρηγορίου και άλλων κληρικών. Το επικήδειο εκφώνησε ο Πρωθιερεύς Ευγένιος Τόμπρος. Ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο των Αρχιερέων, στο Παρεκκλήσιο του Αγ. Μοδέστου.


Κατά την χειροτονία του Επισκόπου Τήνου Αγαθαγγέλου (1957), στο Παρεκκλήσιο του Αγ. Μηνά (Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας). Από τα αριστερά διεκρίνονται ο Ιεροδιάκονος Γαλακτίων και οι Αρχιερείς Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Σαλαμίνος Θεόκλητος (επί του θρόνου, προσφωνών τον χειροτονούμενο), Πατρών Ανδρέας, Τρίκκης Βησσαρίων και Βρεσθένης Ματθαίος Β'.



Από την κηδεία του Επισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου Β'  διακρίνονται από τα αριστερά οι Αρχιερείς Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Κορινθίας Κάλλιστος και Τρίκκης Βησσαρίων.

2025/10/14

ΕΟΡΤΕΣ & ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ


Την 8η του μηνός Σεπτεμβρίου πανηγύρισε ο περικαλλής ενοριακός Ιερός Ναός του Γενεθλίου της Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Αττικής. Στην Θεία Λειτουργία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος κ. Κοσμάς βοηθούμενος υπό του Παν/του Ιερομονάχου π. Αθανασίου Δημουλά. Ο Σεβ. Αττικής κ. Κοσμάς κήρυξε καταλλήλως τον θείο λόγο και προέστη της λιτάνευσης της ιεράς εικόνας, παρουσία πλήθους Ορθοδόξων πιστών.






Την 20η Σεπτεμβρίου, πανηγύρισε το Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ευσταθίου στο Κρυονέρι Διονύσου Αττικής. Στην εόρτια Θεία Λειτουργία χοροστάτησε ο οικείος Μητροπολίτης, Σεβ/τος Αττικής και Μεγαρίδος κ. Κοσμάς βοηθούμενος υπό του Παν/των Ιερομονάχων π. Ευθυμίου Κωτούλα και π. Αθανασίου Δημουλά. Τον θείο λόγο κήρυξε ο Σεβ/τος κ. Κοσμάς αναφερθείς στα βαθύτερα νοήματα του θαυμαστού βίου της Αγίας Οικογένειας του Αγίου Ευσταθίου. Στον χώρο της Μονής συστεγάζεται και το Γηροκομείο της Εκκλησίας μας. Προ της απολύσεως, τελέστηκε η λιτανείας της ιεράς εικόνας και τρισάγιο στον τάφο του αοιδίμου μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος κυρού Παύλου. Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την οσιακή κοίμησή του. Η Αδελφότητα της Γερόντισσας Ματρώνας φιλοξένησε άπαντες τους προσκυνητές με εγκαρδιότητα.








Το Σάββατο, προ της Αγίας Σκέπης, εόρτασε η Ιερά Μονή της Παναγίας Γοργοϋπηκόυ Ραφήνας Αττικής. Την εόρτια Θεία Λειτουργία τέλεσε ο Παν/τος Ιερομόναχος π. Αθανάσιος Δημουλάς. Κατά τον θείο λόγο, ο π. Αθανάσιος ευχήθηκε η χάρις της Κυρίας Θεοτόκου να σκεπάζει όλους τους ορθοδόξους πιστούς και να επακούει τις πονεμένες  ψυχές γοργά όλων των ανθρώπων, εφόσον είναι προς σωτηρίαν αιτήματα. Η μικρή αλλά ευλογημένη αδελφότητα της Μονής προσέφερε αβραμιαία φιλοξενία στις δεκάδες των πιστών, στον όμορφο προαύλιο χώρο.




Με λαμπρότητα και κατάνυξη, πανηγύρισε η ενορία των Γ.Ο.Χ. Κερατέας Αττικής τα θαυμάσια της Υπεραγίας Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου. Στον πανηγυρικό εσπερινό χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος κ. Κοσμάς. Κατά τη διάρκεια των Ακολουθιών και της Θείας Λειτουργίας προσήλθε πλήθος ορθοδόξων πιστών και προσκυνητών από τα Μεσόγεια αλλά και άλλες περιοχές της Αττικής, για να προσκυνήσουν την Αχειροποίητο ιερά εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου. 










ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Την μεγαλόνησο Κρήτη επισκέφτηκε ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος κ. Κοσμάς πρός πνευματική στήριξη και ενίσχυση των Ορθοδόξων Κρητών. Ιερούργησε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Ρεθύμνου και εξυπηρέτησε μυστηριακώς τους πιστούς.



2025/10/13

100 ΧΡΟΝΙΑ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. (21)





Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το 40ήμερο Μνημόσυνο του εν Αγίοις Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ματθαίου.Διακρίνονται οι Αρχιερείς που ο ίδιος ο Άγιος Πατήρ είχε Χειροτονήσει: Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Τριμυθούντος Σπυρίδων, Πατρών Ανδρέας και Κορινθίας Κάλλιστος. 


ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Γ.Ο.Χ. ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ 
ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΥΡΟΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ (+ 1967)


Κατά κόσμον Αγαθάγγελος Ελευθερίου, γεννήθηκε το 1888 στην Πρίγκηπο της Κωνσταντινουπόλεως, από γονείς ευσεβείς, τον Ελευθέριο και την Θεοφανώ. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του προσλήφθηκε από τον Μητροπολίτη Δράμας Αγαθάγγελο και υπηρέτησε σαν δάσκαλος σε Βουλγαρόφωνα χωριά κατά την περίοδο 1910 – 1913, με κίνδυνο της ζωής του λόγω της Βουλγαρικής προπαγάνδας.

Διετέλεσε Αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Δράμας. Ως Διάκονος φοίτησε στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή των Αθηνών και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1922.

Μετά την εισαγωγή του Νέου Ημερολογίου διετέλεσε Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Φωκίδος, Πρωθιερεύς του Πανελληνίου Ιδρύματος Τήνου και καθηγητής σε διάφορα Γυμνάσια και την Παιδαγωγική Ακαδημία Φλωρίνης.

Σε όλη του την ζωή  ανέπτυξε μεγάλη εθνική, πατριωτική και πνευματική δραστηριότητα, διαρκώς όμως είχε έλεγχο συνειδήσεως για το ημερολογιακό ζήτημα, οπότε μελετήσας ενδελεχώς το θέμα προσχώρησε στην Γνήσια Ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος (1957). Το ίδιο έτος «η Εκκλησία εκτιμήσασα την λαμπράν μόρφωσίν του, το χρηστόν ήθος του και την πνευματικήν του ανωτερότητα, ως και την εθνικήν αυτού, κοινωνικήν καί φιλανθρωπικήν δραστηριότητα, τον ανέδειξε Μητροπολίτην τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Τήνου, εκεί δηλαδή ένθα επί πολύν χρόνον υπηρέτησε κατά το παρελθόν» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1981, σελ. 160). Χειροτονήθηκε Επίσκοπος την 8η Νοεμβρίου 1957, στην ιστορική κατακόμβη του Αγίου Μηνά, της Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας, από τον τότε Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δημήτριο (+ 1976) και μέλη της Ιεράς Συνόδου.

Το επόμενο έτος 1958 αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Ματθαίου Α’ (+ 1950). Η εκλογή του έγινε την 18. 3. 1958 στον Ι. Ν. Αγίας Τριάδος Κάτω Ηλιουπόλεως Αθηνών, ναό πού χρησιμοποίησε έκτοτε σαν έδρα του, με διαμονή του ένα πτωχό κελλί!

Η ανάρρησή του στον Αποστολικό Θρόνο των Αθηνών θορύβησε την Νεοημ. Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία αμέσως κίνησε διωγμό εναντίον του. Αρχικά επιδιώχθηκε να επιστρέψει στην Νεοημερολογητική Εκκλησία, αλλά ο μακαριστός έμεινε σταθερός στην ομολογία του.

Το 1961 σύρθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών Πειραιώς με «κλούβα» και διπλή φρουρά και κλείστηκε στο κρατητήριο μαζί με κακοποιούς του κοινού ποινικού δικαίου, για να μεταφερθεί εξόριστος στη Μονή Στροφάδων. Τον αγαθό Ιεράρχη έσωσε τότε από την εξορία ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς Σλάνταβος, ο οποίος αποφάνθηκε ότι ήταν βαρύτατα ασθενής και έπρεπε να εισαχθεί σε νοσοκομείο. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε με αστυνομική συνοδεία σε κλινική του Χαλανδρίου, όπου νοσηλεύθηκε για αρκετό διάστημα φρουρούμενος για να μην δραπετεύσει!

Κατά την Αρχιερατεία του έλαβαν χώρα σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως ο Καθαγιασμός Αγίου Μύρου (1958), η μεγάλη Κληρικολαϊκή Σύναξις (1958), ο Αφορισμός του Χιλιασμού (1963) και η καταδίκη του λεγομένου Διαλόγου μετά του Παπισμού (1964).

Κοιμήθηκε ειρηνικά την 21η Απριλίου 1967, Τετάρτη της Διακαινησίμου, μετά από πολύμηνη ασθένεια. Ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο των Αρχιερέων, στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Μόδεστου της Ι. Μονής Παναγίας Κερατέας. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε προεξάρχοντος του πρώην Μητροπολίτου Πατρών Ανδρέου, συμπαραστατουμένου από μέλη της Ιεράς Συνόδου και εικοσιπέντε Κληρικών. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Πρωτοσύγκελλος Πρωθιερεύς Ευγένιος Τόμπρος.



Την Μεγάλη Πέμπτη του έτους 1958, προέστη του Καθαγιασμού Αγίου Μύρου, στην Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας, συμπαραστατούμενος υπό των μελών της Ιεράς Συνόδου. Εξ αριστερών προς τα δεξιά διακρίνονται οι Αρχιερεῖς  Μεσσηνίας Γρηγόριος,  Πειραιώς Άνθιμος, Βρεσθένης Ματθαίος Β', Θηβών Ιωάννης, Κορινθίας Κάλλιστος, Πατρών Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Αγαθάγγελος (επί του θρόνου), Θεσσαλονίκης Δημήτριος, Τρίκκης Βησσαρίων και Αττικής Μελέτιος.


Το έτος 1964 ο αφόρισμός του Χιλιασμού. Στην φωτογραφία, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ομιλών κατά την Σύναξη  της Ιεράς Συνόδου και  του Ιερού Κλήρου, στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιθέας. Εξ αριστερών προς τα δεξιά διακρίνονται ο Ιερομόναχος Κάλλιστος Κατσούλης, ο Αρχιμανδρίτης Μηνάς Βρεττός (Καθηγούμενος των Ιερών Μονών Αγίας Άννης και Αγίας Μαγδαληνής Λαμίας), ο Επίσκοπος Κορινθίας Κάλλιστος, ο Αρχιεπίσκοπος Αγαθάγγελος,  ο Πατρών Ανδρέας, ο Πρωθιερεύς Ευγένιος Τόμπρος και ο Αρχιμανδρίτης Χριστόφορος Χρονόπουλος (Καθηγούμενος της Ι. Μ. Εὐαγγελιστρίας - Σκήτης Παναγουλάκη Καλαμών).

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΧΟΣ Γ.Ο.Χ. ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΡΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ (+1963)

Κατά κόσμον Γεώργιος Πάσιος, γεννήθηκε το 1888 στη Ζέλιτσα (Κυδωνία) Αιτολοακαρνανίας, όπου διδάχτηκε τα εγκύκλια γράμματα από τους ευλαβέστατους γονείς του Σπυρίδωνα Πάσιο και Μαρία(το γένος Νασιοπούλου), ανατράφηκε κατά το Αποστολικό  «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και γεννήθηκε μέσα του ο πόθος της μοναχικής αφιερώσεως. Έτσι το 1907 σε ηλικία μόλις 19 ετών πήγε στο Άγιο Όρος και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Μετά από 14 χρόνια δοκιμασίας δέχθηκε το Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα με το όνομα Γεδεών, μάλιστα για την αρετή του αναδείχθηκε και Ηγούμενος της ιστορικής Μονής ηγουμενεύσας επί τριετία. 

Το 1924 το μνημόσυνο του καινοτόμου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον ανάγκασε να αποχωρήσει απο την Μονή, μετά από 17 χρόνια διακονίας και ασκήσεως και να εγκαταβιώσει στα Καυσοκαλύβια όπου έζησε ερημιτικά  και υσηχαστικά για τρία χρόνια. Στην συνέχεια και για μια 7ετία έζησε ερημιτικά στο ασκητήριο του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτου, στην έρημο του Αγίου Βασιλείου με πολλές δυσκολίες, σε τόπο σκληρό και αφιλόξενο.
Η αρετή και η συνέπειά του προς την Ομολογία της Γνήσιας Ορθοδοξίας τον έκαναν ευρύτατα γνωστό μεταξύ των Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων του Άθωνα αλλά και στους αγωνιζόμενους στον κόσμο και έτσι το 1934 ο Ιερομόναχος και έπειτα Επίσκοπος Βρεσθένης και αργότερα Αρχιεπίσκοπος   Αθηνών Ματθαίος (+1950) τον κάλεσε κοντά του για να ενισχύσει τον υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας Αγώνα.Ο μοναχός Γεδεών υπάκουσε στην πρόσκληση αυτή και εντάχθηκε στην αδελφότητα της νεοσύστατης(1934) ανδρικής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κουβαρά, όπου ηγουμένευσε επί τριετία ως δεύτερος Ηγούμενος της ιστορικής Μονής μετά τον Λάκωνα Αρχιμανδρίτη Βίκτωρα Μπουλούκο (+1941).

Το 1948 , κατα την πρώτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Επίσκοπο Ματθαίο  «ψήφω κλήρου και λαού» ο μοναχός Γεδεών εξελέγη Επίσκοπος Τριμυθούντος για την Εκκλησία της Κύπρου. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος υπό μόνου του Επισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου καθ υπέρβασιν του σχετικού Κανόνος  «δια το εμπερίστατον της Εκκλησίας» την 1η Σεπτεμβρίου 1948 στο Παρεκκλήσιο του Προφ. Ηλίου της Ι.Μ. Μεταμορφώσεως και έλαβε το όνομα Σπυρίδων , προς τιμήν του Αγίου Προκατόχου του στην Επισκοπική Έδρα Αγ. Σπυρίωνος.

Μετά την χειροτονία του ο Επίσκοπος Σπυρίδων πήγε στήν Κύπρο και εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο και αυταπάρνηση για την διάδοση της Γνησίας Ορθοδόξου Ομολογίας και την οργάνωση της τοπικής Εκκλησίας. Χειροτόνησε 10 νέους κληρικούς, ίδρυσε μονές, εγκαινίασε Ναούς, κήρυττε, νουθετούσε, εξομολογούσε, αγρυπνούσε και κατάρτιζε το ποίμνιό του. Ο εκκλησιαστικός τύπος της εποχής ομολογεί το μεγάλο θαύμα της Κύπρου: «Άμα τη πληροφορία ότι εις την Νήσο υπάρχει Ορθόδοξος Επίσκοπος, συνέρευσαν χιλιάδες πιστών, κληρικών και λαϊκών, προς συνάντησιν αυτού, όπως λάβωσι τας ευλογίας του και ακούσωσι τας ιεράς και ψυχοσωτηρίους διδασκαλίας αυτού. Ολόκληρος ανθρωποθάλασσα αυτή παρέμεινε πλησίον αυτού, άλλοι επί τριήμερον και άλλοι επί τετραήμερον, καθώς εις τον καιρό των Αγίων Αποστόλων. Τοιούτος δε είναι ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Νήσου ώστε, όταν πληροφορούνται εις τα διάφορα μέρη, ότι ήλθεν όντως Ορθόδοξος Επίσκοπος εις Κύπρον, εγκαταλείπουν τας εργασίας των και τρέχουν προς συνάντησιν του» («Κήρυξ Γνησίων Ορθοδόξων», τεύχος 1ο Οκτωβριος 1948).

Η Εκκλησιαστική δραστηριότητα και η παρρησία του, τόσο απέναντι στη Νεοημ. Εκκλησία της Κύπρου, όσο και απέναντι στις Αγγλικές Αρχές κατοχής, είχε σαν αποτέλεσμα να απελαθεί από την Μεγαλόνησο και να επιστρέψει αναγκαστικά στην Ελλάδα, όπου όμως αντιμετώπισε τον μεγάλο διωγμό του καινοτόμου Αρχιεπ. Σπυρίδωνος Βλάχου (1951 – 1956).

Η σφοδρότητα του διωγμού υποχρέωσε τον Ιεράρχη να εγκαταβιώσει σε ένα ησυχαστήριο της περιοχής Κερατέας, με διακονητή τόν Μοναχό Πανάρετο. Εκεί κοιμήθηκε ειρηνικά την 18η Φεβρουαρίου 1963, σε ηλικία 75 ετών.

Η κηδεία του τελέστηκε στην Ι. Μ. Παναγίας Κερατέας την 20η Φεβρουαρίου, μετά από κατανυκτική αγρυπνία, χοροστατούντος του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών Αγαθαγγέλου, συμπαραστατουμένου από μέλη της Ιεράς Συνόδου και όλους σχεδόν τούς Κληρικούς της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Ενταφιάστηκε πίσω από το Καθολικό της Ι. Μ. Μεταμ. Σωτήρος Κουβαρά, της οποίας είχε διατελέσει Ηγούμενος.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (+1976)

Κ
ατά κόσμον Δήμος Ψαροθεοδωρόπουλος γεννήθηκε το 1902 στο Γαλαξείδι Παρνασίδος από γονείς ευσεβείς, από τούς οποίους ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Οι γονείς του εμφύτευσαν στην παιδική του ψυχή τα πρώτα σπέρματα της ευσέβειας και του Χριστιανικού ζήλου, τα οποία διατήρησε μέχρι την τελευταία του αναπνοή.

Μετά την αποφοίτησή του από το τότε Σχολαρχείο εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, χωρίς να παραμελεί την μελέτη του λόγου του Θεού και τα πνευματικά του καθήκοντα. η ευλάβεια του φάνηκε περισσότερο το 1924, όταν μαζί με χιλιάδες άλλους πιστούς δεν δέχτηκε την εισαγωγή της Παπικής καινοτομίας του Νέου Ημερολογίου. Μαζί με άλλους αγωνιστές της Γνήσιας Ορθοδοξίας έτρεχε νύκτα στα εξωκκλήσια για να λειτουργηθεί, μακριά από το βλέμμα του καινοτόμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου και των οργάνων του.

Αξιώθηκε να παρευρεθεί στην ιστορική αγρυπνία της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1925 στο Μονύδριο Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, κατά την οποία εμφανίσθηκε ο Τίμιος Σταυρός, «Θεόθεν βεβαίωσις» του Ιερού Αγώνος υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας. Το θαύμα αυτό συγκλόνισε την ψυχή του νεαρού Δήμου, ο οποίος αύξησε τούς αγώνες του, ώστε το 1942 να «εξέλθη του κόσμου και των εν τω κόσμω» και να ασπαστεί τον Μοναχικό Βίο. Εντάχθηκε στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Κουβαρά Αττικής, υπό τον Πρόμαχο της Ορθοδοξίας Ματθαίο Καρπαθάκη, τότε Επίσκοπο Βρεσθένης. Στη μονή επέδειξε ζήλο στα μοναχικά καθήκοντα και τις εργασίες, υπακοή στους πρωεστώτες, αυταπάρνηση και αγάπη προς τούς αδελφούς και αξιώθηκε του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, αλλά και της Ιερωσύνης.

Το 1947 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον Γέροντά του Επίσκοπο Ματθαίο. Το 1948, κατά πρώτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, «ψήφω Κλήρου και λαού»,  εξελέγη Επίσκοπος και χειροτονήθηκε για την ιστορική έδρα της Θεσσαλονίκης, από τον Γέροντά του Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο και τούς προ αυτού χειροτονηθέντες Αρχιερείς Τριμυθούντος Σπυρίδωνα και πρώην Πατρών Ανδρέα.

Ως Επίσκοπος συμμετείχε στον Αφορισμό της Μασωνίας (1949) και την εκλογή του Επισκόπου Ματθαίου σε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1949), επισκέφθηκε πολλές φορές ναούς και ενορίες της κεντρικής και βορείου Ελλάδος, τέλεσε εγκαίνια Ναών, κ.λπ. Παράλληλα διώχθηκε από την Νεοημ. Εκκλησία, κυρίως κατά την περίοδο του μεγάλου διωγμού του καινοτόμου Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου (1950 – 1956).

Το 1950, μετά την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Ματθαίου, ανέλαβε την προεδρεία της Ιεράς Συνόδου και την τοποτηρητεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, την οποία παρέδωσε το 1956 στον νεοεκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Αγαθάγγελο .Ως Τοποτηρητής προήδρευσε όλων των συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου, της Κληρικολαϊκής Συνάξεως του 1958, της εκλογής των Αρχιερέων Μεσσηνίας Χρυσοστόμου (1952), Θηβών και Λεβαδείας Ιωάννου (1952), Τρίκκης και Στεγών Βησσαρίωνος (1952), Βρεσθένης Ματθαίου Β’ (1952), Αττικής και Μεγαρίδος Μελετίου (1952), Μεσσηνίας Γρηγορίου (1956), Κιτίου Επιφαίνου (1956), Πειραιώς Ανθίμου (1957), Σαλαμίνος Θεοκλήτου (1957) και Τήνου Αγαθάγγελου (1957), των οποίων τις χειροτονίες τέλεσε, του Αφορισμού του Χιλιασμού (1963), συνάξεων των Ιερού Κλήρου, καθώς και δημοσίων εκκλησιαστικών εκδηλώσεων (κατάθεσις στεφάνου στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτου το 1949, καταδύσεις του Τιμίου Σταυρού στο Φαληρικό Δέλτα και την Θεσσαλονίκη), κ.α.

Ποίμανε τούς Γνησίους Ορθοδόξους της Μακεδονίας και της Θράκης με έδρα τον ιστορικό Ναό του Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης (τον οποίο ευτύχησε να εγκαινιάσει) και διαμονή ένα πτωχό κελλάκι δίπλα στο ναό!

Απεβίωσε την 31η Δεκεμβρίου 1976 στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου ενοσηλεύετο από μακρου χρόνου. Το ιερό σκήνος του μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας, όπου εκτέθηκε σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα. Ἡ εξόδιος Ακολουθία του εψάλλη την Κυριακή 1η Ιανουαρίου 1977 στο προς τιμήν των Εισοδείων της Θεοτόκου Καθολικό της Μονής, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Ανδρέου, συμπαραστατουμένου οπό των Σεβ. Αρχιερέων Κορινθίας Καλλίστου, Τρίκκης και Σταγών Βησσαρίωνος, Αττικής Ματθαίου, Πειραιώς Νικολάου, Αργολίδος Παχωμίου και Κρήτης Ευμενίου και 24 Ιερέων και Διακόνων. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο πρώην Πατρών Ανδρέας και ο Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Ἐπιφανίου. Το σκήνωμα του μεταστάντος Αρχιερέως ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο των Αρχιερέων, στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Μόδεστου.



Άγια Θεοφάνεια του έτους 1956, έξωθι του Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Καλλιθέας Αττικής, μετά του Πρωθιερέως Ευγενίου, του Διακόνου Γαλακτίωνος και άλλων κληρικών.

2025/10/01

100 ΧΡΟΝΙΑ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. (20)


20 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΩΝ 
ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΑΒΡΑΜΙΟΥ, ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ (+2005)

ὐχῆς ἔργον καί καθῆκον ὅλων μας εἶναι νά διαφυλάξωμεν ταύτην τήν παρακαταθήκην, νά παραμείνωμεν πιστοί ἐν τοῖς δόγμασιν, σταθεροί, ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι περί τήν πίστιν, ἕτοιμοι νά εὐαγγελισθῶμεν μέ ἀγάπη πάντα καλοπροαίρετον συνάνθρωπόν μας. Ἀγάπη βεβαίως, οὐχί οἰκουμενιστικῶς νοουμένη δηλαδή ἀνεξέταστου ἀποδοχή, συναδελφωσίν καί ἕνωσιν μετά παντός ἀμετανοήτου σχισματικοῦ ἤ αἱρετικοῦ ἤ, τέλος, μετά παντός, ἐκτός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εὑρισκομένου (λαϊκῶν καί κληρικῶν, κατωτέρων καί ἀνωτέρων). Οὐχί δηλαδή, ἕνωσις διά μιᾶς ἁπλῆς χειραψίας ἤ καύσις τῶν φακέλλων, ἀλλά διά ἑνώσεως καί ἀγάπης ἐν ἀληθείᾳ, ὀρθοδόξως καλλιεργουμένη, Πατερικῶς στηριζομένη, Ἐκκλησιαστικῶς οἰκοδομημένη, Νομοκανονικῶς τεκμηριωμένη, Συνοδικῶς ἀποφαινομένη. Ἡ ἕνωσις αὕτη θά πρέπει νά εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀληθινοῦς, ὑγινοῦς καί γνησίας ἐπιλύσεως τῶν ὑφισταμένων μεταξύ μας διαφορῶν." (Θηβών κυρού Αβραμίου, "Θηβαϊκή Φωνή", Τεύχος 8 του 2005)



Ο μακαριστός Μητροπολίτης Θηβών και Λιβαδείας κυρός ΑΒΡΑΜΙΟΣ (κατά κόσμο Αθανάσιος Μπαλτσάκης γεννήθηκε το 1924 στο χωριό Φτέρη Σπερχειάδας Φθιώτιδος από γονείς ευσεβέστατους και πολύτεκνους. Ήταν το μικρότερο μέλος της ευλογημένης οκταμελούς  οικογένειας από την οποία οι γονείς και τα πέντε τέκνα ακολούθησαν την Μοναχική Πολιτεία στα τότε ακμάζοντα Κέντρα της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κερατέα Αττικής. Μάλιστα δύο αδερφοί του Θηβών κυρού Αβραμίου χειροτονήθηκαν αργότερα Αρχιερείς: Ο προκάτοχος του Θηβών κυρός Ιωάννης ( +1963) και ο Τρίκκης κυρος Βησσαρίων ( +1977).  Το 1941 ο αοίδιμος Αβράμιος γίνεται μοναχός και τον Αύγουστο του 1946 χειροτονείται υπό του Επισκόπου Βρεσθένης (και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών) Ιεροδιάκονος. Τον Άγιο Ιεράρχη Ματθαίο σεβόταν και τιμούσε έως τέλους της ζωής του ο μακαριστός Αβράμιος. Ως Ιεροδιακονος εξυπηρέτησε κυρίως τον μακαριστό Αρχιερέα Τριμυθούντος και έξαρχο Κύπρου κυρό Σπυρίδωνα, τον οποίο έμελλε να μοιάσει στην παραλαβή υφ' ενός αγίου Ιεράρχου την Κανονική Αποστολική Διαδοχή. Το 1952 χειροτονείται Ιερομόναχος υπό του Μητροπολίτη Πατρών Ανδρέα και ξεκινά την ιερατική του δράση σε Θήβα και Χαλκίδα όποτε και για μία διετία παραμένει στο μετόχι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου λόγω ασθενείας. Μετά την ανάρρωση του επιστρέφει στα ιερατικά του καθήκοντα και εξυπηρετεί αρκετές ενορίες κυρίως στην Αττική, με τελευταία την ενορία του Τιμίου Προδρόμου στο Περιστέρι. Εκεί παρέμεινε έως το 1994 όποτε, λόγω της νεοεικονομαχικού σχίσματος, διέκοψε πνευματική κοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα και αργότερα, 1995, τοποθετήθηκε εφημέριος στην ιστορική για την Εκκλησία μας ενορία της Θήβας και στον Ιερό Ναό των Αγίων Ταξιαρχών. Ο αοίδιμος Αβράμιος υπήρξε πάντα αγωνιών για την τήρηση της Ορθοδόξου πίστεως κατά την διάρκεια του επίγειου βίου του. Τόσο στο σχίσμα του 1995, όσο και στην νεοεκκλησιολογική αίρεση του 2002 κατελέγχει του υπευθύνους και προφυλάσσει το λογικό Ποίμνιο της Εκκλησίας του Χριστού. Τον Φεβρουάριο του 2002 εκλέγεται Επίσκοπος υπό των Αρχιερέων Γρηγορίου, Τίτου και Χρυσοστόμου και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους χειροτονείται Μητροπολίτης Θηβών υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Μεσσηνίας κυρού Γρηγορίου στην Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας Καλαμάτας, αναλογιζόμενος την ευθύνη του στην διασφάλιση της Αποστολικής Διαδοχής. Παρότι γέρων και ασθενής αγωνίζεται με νεανικό φρόνημα για την καλύτερη οργάνωση και πρόοδο της  Εκκλησίας της Βοιωτίας. Άξιο αναφοράς είναι ότι ο Μακαριστος Αβραμιος ίδρυσε το περιοδικό της Εκκλησίας μας "Θηβαϊκή Φωνή" εφόσον το επίσημο Συνοδικό δημοσιογραφικό όργανο είχε παρανόμως οικειοποιήθει. Στις 13 Φεβρουαρίου 2005 εξεδήμησε προς Κύριον και την επόμενη ημέρα εψάλλη η νεκρώσιμος ακολουθία στον παλαιό Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίων Ταξιαρχών Θήβας. Η
 ταφή του έγινε στην Ιερά Μονή Οσίων Αγιορειτών Πατέρων Πανάκτου Βοιωτίας, η οποία Μόνη ιδρύθηκε και άρχισε να ανοικοδομείται επί των ημερών του.


Ο αοιδιμος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαριδος κυρος ΠΑΥΛΟΣ (κατά κόσμο Κωνσταντίνος) γεννήθηκε το 1931 στην Πηγή Τρικάλων από γονείς ευσεβείς. Σε ηλικία 3 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα ανέλαβε με μόχθους την ανατροφή και την εν Κυρίω παιδεία των τέκνων της. Αργότερα όλη η οικογένεια ακολούθησε την Μοναδική Πολιτεία. Ο αείμνηστος Ιεράρχης Παύλος προσήλθε στην Ανδρωα Μονή Μεταμορφώσεως Κουβαρα Αττικής σε ηλικία μόλις 16 ετών. Το 1954 κλήθηκε προς στράτευση για ένα χρόνο επειδή δεν ακολουθούσε την Καινοτομία του παπικού ημερολογίου. Το 1955 χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος και το 1961 Ιερομόναχος υπό του Μητροπολίτου Πατρών Ανδρέα. Εξυπηρέτησε πλειάδα ενοριών στην Ελλάδα, καταλήγοντας στην Αθήνα. Σε όλα τα Παραρτήματα ίδρυσε πληθώρα Κατηχητικών Σχολείων. Ανακαίνισε τους Ιερούς Ναούς: Τιμίου Προδρόμου Ρουφ, Αγίας Σοφίας Τρικάλων, Αγίας Τριάδας Ηλιούπολης, Παναγίας Γοργουπηκόου Ραφήνας και Αγίου Νικολάου Κηφισίας. Επίσης, ανέγειρε τον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Ρώσου στην γενέτειρα του και το Ησυχαστήριο του Αγίου Ευσταθίου, όπου πολλές ψυχές βρήκαν καταφύγιο στο Γηροκομείο της Μονής. Στην ενορία της Ηλιούπολης ο μακαριστός είχε ιδρύσει οικοτροφείο για άπορα παιδιά, τα οποία ανέθρεψε με πνευματική παιδεία και νουθεσία. Το 1973 μετατέθηκε στα Γραφεία της Ιεράς Συνόδου όπου υπηρέτησε ως Γραμματέας και από το 1975 τοποθετήθηκε εφημέριος του Καθεδρικού Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου Ρουφ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1995 διορίστηκε υπό της Ιεράς Συνόδου Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του 2002 εξελέγη και χειροτονήθηκε Επίσκοπος υπό των Αρχιερέων Μεσσηνίας κυρού Γρηγορίου και Θηβών κυρού Αβραμιου. Ως Αρχιερέας στήριξε το έργο της Εκκλησίας σε κρίσιμες μέρες και περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα αλλά και στην Αμερική. Πολλάκις ο Μητροπολίτης Παύλος κινδύνευσε προς θάνατο στη ζωή του. Ο Κύριος τον κάλεσε την 6η Νοεμβρίου του 2005. Κηδεύτηκε στον Καθεδρικό Ιερο Ναό Τιμιου Προδρόμου Αθήνας και ταφηκε στο Ησυχαστηριο του Αγίου Ευσταθίου στο Κρυονερι Κηφισίας Αττικής.


Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κυρός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ (κατά κόσμο Ιωάννης Τσικουρας) γεννήθηκε στον Πυργετό Λάρισας από γονείς πολύτεκνους και ευσεβέστατους. Σε ηλικία 10 χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα και ρίχτηκε στη βιοπάλη μαζί με την μητέρα του. Σε ηλικία 17 ετών μετέβη στο Άγιον Όρος για να μονάσει και εκάρη μοναχός υπό του Γέροντος του π. Ματθαίου Λιγνού (μετέπειτα Επισκόπου Βρεσθένης) στο ασκητήριο του Αγίου Μηνά στη Βίγλα. Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Ιερομόναχος υπό του Γέροντος του Βρεσθένης Ματθαίου του β'. Εξυπηρετούσε μυστηριακώς του Ζηλωτές Αγιορείτες Πατέρες. Το 1965 ο αείμνηστος π. Ευγένιος Τόμπρος ως Πρωτοσύγκελος τον απέστειλε στην ακριτική νήσο Κάλυμνο για την εξυπηρέτηση των ορθοδόξων πιστών. Οι Ορθόδοξοι συνδέθηκαν μαζί του με αδιάρρηκτους δεσμούς αλλά οι Καινοτόμοι άρχισαν τους διωγμούς εναντίον του με διώξεις και φυλακές χάριν της Ορθοδοξίας. Ανέγειρε εκ βάθρων την Ιερά Μονή της Αγίας Σοφίας Καλύμνου και τον ενοριακό Ναό του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Μηνά μετά από πολλά προσκόμματα. Επίσης ανέγειρε το Ησυχαστήριο του Τιμίου Προδρόμου στο Βαθύ Καλύμνου και εγκαινίασε τον Ιερό Ναό Παναγίας Κεχαριτωμένης των Γ.Ο.Χ. Ρόδου. Εξυπηρέτησε πλειάδα ενοριών στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα αλλά και την Αμερική. Τον Φεβρουάριο του 2002 εξελέγη Επίσκοπος και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης για την γενέτειρα του Λάρισα στις 15 Ιανουαρίου 2003. Ως Επίσκοπος, κατά την βραχύβια ποιμαντορία του, προσέφερε τα μέγιστα - καίτοι ασθενής- στην πνευματική κατάρτιση και διακονία του ορθοδόξου πληρώματος, πάντα ειρηνικός και γεμάτος αγάπη για όλους. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρέμεινε ασθενών στο αγαπημένο του νησί όπου κοιμήθηκε εν Κυρίω την 26η Σεπτεμβρίου 2005 και κηδεύτηκε την επόμενη στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου στο Βαθύ.

ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΕΙΗ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!