Περίοδος Τρίτη (1924/1926 – 1935)
Στήν ἡγεσία τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
Ἡ ἐπιβολή τῆς Παπικῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως τό 1924, προκάλεσε - ὅπως ἦταν φυσικό καί ἀναμενόμενο – μεγάλο σκανδαλισμό τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων, τόσο στόν κόσμο, ὅσο καί στό Ἅγιο Ὄρος. Ἤδη ἀμέσως μετά τήν ἀλλαγή, σέ διάστημα δύο ἑβδομάδων, ἱδρύθηκε στήν Ἀθήνα ὁ «Σύλλογος τῶν Ὀρθοδόξων» (δύο χρόνια ἀργότερα μετωνομάσθηκε σέ «Ἑλληνική Θρησκευτική Κοινότητα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν»), μέ σκοπό τόν συντονισμό τῆς ἀντιδράσεως κατά τῆς καινοτομίας, ἀλλά καί τήν λειτουργική καί πνευματική ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν πού ἔμειναν πιστοί στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἱδρυτής καί πρῶτος Πρόεδρος τοῦ Συλλόγου τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν ὁ Ἀνδρέας Βαπορίδης (+ 1976).
Οἱ πρῶτοι Ἱερεῖς τῶν Γ.Ο.Χ. ἦσαν ἐλάχιστοι. Πρόκειται γιά τούς ἐγγάμους Ἱερεῖς Ἰωάννη Φλώρο (+ 1953), Σπυρίδωνα Οἰκονόμου, Νικόλαο Ἀναγνώστου (Μεσορόπη Καβάλας, + 1929), Βασίλειο Σακελλαρόπουλο, Σωτήριο Σουχλέρη, Γεώργιο Μαυρίδη, Ἀνδρέα καί Παρθένιο (ἀγνώστων ἐπωνύμων, οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιήθηκαν στήν περιοχή τῆς Δράμας) καί Στέργιο (ἐπίσης ἀγνώστου ἐπωνύμου, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε στή Νικήτη Χαλκιδικῆς) καί τούς Ἱερομονάχους Ἄνθιμο Βαγιανό καί τόν Ἁγιορείτη Ἀρσένιο Σακελλάριο (ἀδελφό τῆς Μονῆς Σιμωνόπετρας, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε στή Φθιώτιδα, + 1938).
Τό 1926 οἱ Ἁγιορείτες Μοναχοί καί Ἱερομόναχοι πού ἀντιδροῦσαν στήν ἐπιβολή τῆς καινοτομίας, ἵδρυσαν τόν «Ἱερό Σύνδεσμο τῶν Ζηλωτῶν Μοναχῶν». Πρωτεργάτης τῆς ἱδρύσεως ἦταν ὁ Ζηλωτής Μοναχός Ἀρσένιος Κοτέας. Στόν Ἱερό Σύνδεσμο συμμετεῖχαν μεγάλες μορφές τοῦ Ἁγιορείτικου Μοναχισμοῦ, ὅπως ὁ γ. Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστής (+ 1930). Πρόεδρός του ἐξελέγη ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Κωσταμονίτου Ἀρχιμ. Γεδεών Παπανικολάου (+ 1969). Τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1926 ὑπέγραψαν τό Καταστατικό τοῦ Συνδέσμου 450 Μοναχοί καί Ἱερομόναχοι. (Ὁ Ἱερός Σύνδεσμος καταργήθηκε τό ἑπόμενο ἔτος 1927, μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πλήν ὅμως συνέχισε νά ὑφίσταται ἄτυπα καί νά ξυπηρετεῖ τόν Ἀγῶνα, σέ συνεργασία μέ τήν Κοινότητα τῶν Γ.Ο.Χ.).
Τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου ἡγετικό στέλεχος ὑπῆρξε καί ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος. «Μεταβαίνων εἰς τάς διαφόρους Μονάς πρός ἐξομολόγησιν τῶν μοναχῶν – γράφει ὁ ἐπ. Νικόλαος - ἐδίδασκεν αὐτούς καί συνεβούλευε, ἵνα παύσουν τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου καί τῶν λοιπῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ, καινοτόμων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τό γεγονός ὅμως τοῦτο τόν κατάστησεν μισητόν εἰς τούς ἰθύνοντας τῆς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἐνῶ προηγουμένως μετά χαρᾶς τόν προσεκάλουν πρός ἐξομολόγησιν τῶν μοναχῶν, ἔκτοτε βυθισθέντες εἰς τήν πλάνην τῆς καινοτομίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὄχι μόνον τοῦ ἀπαγορεύουν τά ἐξομολογῆ τούς μοναχούς, ἀλλά καί νά ἐξέρχεται τῆς καλύβης αὐτοῦ» (Μητροπ. Πειραιῶς καί Νήσων Νικολάου, «Ἐπί τῆ 34η ἐπετείῳ ἀπό τῆς ὁσίας κοιμήσεως τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἱεράρχου Ματθαίου», «Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 253).
Σχετική μέ τά προηγούμενα εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 610 ἐπιστολή τῶν Ἐπιτρόπων τῆς Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας (τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1926), ἡ ὁποία γράφει τά ἀκόλουθα:
«Ἐπειδή ἡ σεβαστή Ἱερά Κοινότης δι’ ἐπανειλημμένων ἐγκυκλίων καταγγέλει τήν ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα, ὡς πρόξενον οὗσαν τῶν ἐν ταῖς Ἱεραῖς Μοναῖς Διονυσίου, Κωνσταμονίτου καί Σίμωνος Πέτρας σκανδάλων, ὡς ἐπεμβαίνουσαν εἰς τά ἐσωτερικά τυπικά αὐτῶν. Διά τοῦτο ἡ Ἱερά ἡμῶν Μονή, πρός ἀποφυγήν σοβαρῶν γεγονότων διά τήν ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα, ἐντέλλεται διά τούτου τοῦ ἱεροσφραγίστου ἡμῶν Μοναστηριακοῦ Γράμματος νά μή ἐξέρχηται τῆς Καλύβης αὐτῆς, ἀλλά νά ἐφησυχάζη ἐκεῖ, ἀφήνουσα τά Ἱερᾶς Μονάς νά πολιτεύονται κατά τά τυπικά αὐτῶν, τά ἀνέκαθεν καθεστῶτα καί νά παύση τοῦ λοιποῦ τήν ἐξομολόγησιν ἐπί τοῦ ζητήματος τοῦ μνημοσύνου, μή ἐπενβαίνουσα εἰς τά οἰκογενειακά τῶν Μονῶν, ἀλλά περιοριζομένη εἰς τήν καθαρῶς ἐξομολόγησιν τῶν ἀτομικῶν ἑκάστου τῶν προσερχομένων λογισμῶν» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 253).
Ὅπως σημειώθηκε στά προηγούμενα, ὁ Ἅγιος Πατήρ Ματθαῖος εἶχε δημιουργήσει στήν περιοχή τῆς Ἀττικῆς καί τήν Πελοπόννησο, μεγάλο κύκλο πνευματικῶν τέκνων, ἀπό τήν ἐποχή τῆς πρῶτης ἐξόδου του ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος (τό 1911), τῆς διακονίας του στό Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι τῆς Ἀναλήψεως Παγκρατίου (1916 – 1922) καί τῆς ἐξορίας του στή Μονή Ζερμπίτσας (1922 – 1923). Ἡ πνευματική αὐτή σχέση διατηρήθηκε καί συντηρήθηκε μέσῳ τῆς ἀλληλογραφίας, τήν ὁποία ὁ μακάριος διατηροῦσε μέ ὅλα σχεδόν τά πνευματικά του τέκνα (μετά τήν κοίμησή του, τό 1950, ὁ διάδοχός του τότε Ἐπίσκοπος Πατρῶν καί ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Ἀνδρέας, δημοσίευσε ἐπιστολές του σέ ἕνα τόμο).
Οἱ ἐπιστολές αὐτές ἀποδεικνύουν τήν ποιμαντική του προσέγγιση στόν ἄνθρωπο καί τά προβλήματά του. Στίς ἐπιστολές του - ὅπως γράφει ὁ Ἐκπαιδευτικός Ἀνέστης Χατζῆς, σέ εἰσήγησή του μέ θέμα, «Ματθαῖος Καρπαθάκης, ὁ ποιμήν ὁ καλός» - διακρίνεται ἡ φιλομάθειά του (ἡ ὁποία τόν συνόδευε μέχρι τό γῆρας του) καί ἡ συναισθηματική του εὐαισθησία (πολλές φορές ὑπέγραφε «ὁ πατήρ σας ὁ ἐξόριστος»).
«Σέ μία ἐποχή - γράφει - ὅπου ὁ Δυτικός Οὐμανισμός καί οἱ αἱρέσεις φιλοδοξοῦσαν νά ἀπομακρύνουν τήν Ὀρθόδοξο Ἀνατολική Ἐκκλησία ἀπό τίς πηγές τῆς Ἱερῆς της Παραδόσεως καί τοῦ Ἀποστολικοῦ κηρύγματος, βλάστησε μέσα ἀπό τίς ἀθάνατες ρίζες τῶν Κολλυβάδων Πατέρων ὁ ποιμήν ὁ καλός Ματθαῖος Καρπαθάκης, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο συγκεντρώθηκαν τά λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καί σώθηκαν ἀπό τίς πολυώνυμες αἱρέσεις καί τούς ψευδοπροφήτες τοῦ αἰῶνα μας…
Ἡ φωνή τοῦ π. Ματθαίου ἦταν ἀντίλαλος τῆς φωνῆς τοῦ Καλοῦ Ποιμένος Χριστοῦ, τήν ὁποία ἀναγνώρισαν τά πρόβατα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς ποίμνης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ…
Ἦταν ἐνθουσιώδης καί ἐπεδείκνυε πολλή οἰκειότητα καί θερμή πατρική ἀγάπη πρός τά πνευματικά του τέκνα. Ἦταν καλλιεπής καί κατεγίνετο νά βρίσκει νά χρησιμοποιεῖ διάφορα κοσμητικά ἐπίθετα, κυρίως ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀναφερθεῖ στό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου.
Ἦταν σοφός μέ τήν ἔννοια, ὅτι μποροῦσε νά βλέπει σφαιρικά καί νά ἐκφράζει ἁπλᾶ τό πολυσύνθετο, χρησιμοποιῶντας φράσεις εὐαγγελικές, σάν συνθήματα πού ἀφομοιώνει εὔκολα ὁ ἁπλός λαός, ὅπως «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται"… Σάν ἱεροκήρυκας ἦταν θετικός. ἠσχολεῖτο κυρίως μέ τήν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου καί λιγότερο μέ τήν κόλαση. Περισσόστερο μέ τόν Χριστό καί λιγότερο μέ τόν διάβολο. Περισσότερο μέ τήν χαρά καί λιγότερο μέ τήν λύπη» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 145).
Μετά τήν ἐπιβολή τῆς καινοτομίας (1924), ὁ Ἅγιος Πατήρ μέ ἐπιστολές του στηρίζει τούς ἀγωνιζομένους Γνησίους Ὀρθοδόξους καί τούς ἐνδυναμώνει στούς ἀγῶνα τους. «Εὔχομαι – γράφει σέ ἐπιστολή του στόν Ἠλία Πηλαφᾶ, τῆς 9ης Μαρτίου 1924 - ἵνα ἐνδυναμώσει ὑμᾶς ὁ Κύριος ἐν ταῖς δειναῖς, πονηραῖς καί χαλεπαῖς ἡμέραις ταύταις, καθ’ ἄς δυστυχῶς κινδυνεύει τό Ἔθνος μας καί ἡ Ἐκκλησία, Ἥτις πολεμεῖται ὑπό τῶν φαινομένων Αὐτῆς ὡς ποιμένων…Διά τάς φρικτάς δέ καί φοβεράς καινοτομίας, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τῆς δεινῆς αἱρέσεως τοῦ Ἡμερολογίου καί τῆς καταργήσεως, μεταθέσεως καί μεταρρυθμίσεως τῶν Ἁγίων Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἐορτῶν καί νηστειῶν… οὐαί καί ἀλλοίμονον! Ἴδετε δεινά φοβερά ἐπιτίμια τῶν Ἁγίων Πατέρων καί φρικτά κατά τῶν καινοτόμων ἀναθέματα» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 147).
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τήν δόκιμη Μαρία Μακρῆ, τῆς 31ης Μαΐου 1924, γράφει: «Πολύ σᾶς παρακαλῶ κ. Μαρία, εἰπέτε καί εἰς ὅλας τάς ἄλλας ἀδελφάς, ὅτι μεγάλον ἀγῶνα ἔχω ἡμέραν τε καί νύκτα, γράφων εἰς διαφόρους τόπους, ὡς καί ἀκόμη καί ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πρός στήριξιν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ὡς καί σᾶς ἔστειλα ἐπιστολάς Πατριαρχικάς» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 147).
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τήν ἴδια (τῆς 30. 6. 1924) γράφει: «Νά μήν στενοχωρηθῆτε οὐδόλως διά στέρησιν τῆς ἐκκλησίας, ὡς καί Ἁγίας Κοινωνίας…Φυλάττετε ἀκριβῶς τό παλαιόν, ὡς σᾶς ἔγραφον, ἵνα μή ὑποπέσητε εἰς τάς σοβαράς καί φρικτάς ἀράς καί ἀναθεματισμούς τῶν Ἁγίων Πατέρων» («Κ.Γ.Ο.» τ. 1987, σελ. 147).
Αὐτή ἡ διαφωτιστική δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, ἀλλά καί τῶν λοιπῶν Ζηλωτῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δέν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ καινοτόμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί τῆς Νεοημ. Συνόδου. Κατά τήν Ζ΄ Ἱεραρχία (Ὀκτ. 1924), ὁ Μητροπ. Δημητριάδος Γερμανός, ἀναφερόμενος στήν ἐπιστολογραφία τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί τῶν Ἁγιορειτῶν, εἶπε τά ἐξῆς χαρακτηριστικά: «Μοναχοί τινές ἔγραψαν εἰς κατοίκους τῆς ἐπαρχίας μου, ὅπως μή ἀκολουθῶσι τό νέον ἡμερολόγιον καί παρέ-πεμψα τήν ὑπόθεσιν εἰς τόν κ. Εἰσαγγελέα τῶν Πρωτοδικῶν, ὅστις καί ἐπελήφθη τῶν σχετικῶν ἀνακρίσεων. Οἱ ἴδιοι μοναχοί ἐνσπείρουσι ζηζάνια» (ἀρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν», τ. Β, σελ. 1333. Ὁ ἴδιος συγγραφέας ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, σχολιάζοντας τήν παρέμβαση αὐτή τοῦ Δημητριάδος Γερμανοῦ παρατηρεῖ: «Καί ὅμως ὁ Ἱεράρχης οὗτος μετά 11ετίαν ἐτέθη ἐπί κεφαλῆς ὡς ἀρχηγός καί Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Παλαιοημερολογιτῶν», αὐτ. σελ. 1333).
Στή συνέχεια τήν νεοημ. Ἱεραρχία ἀπασχόλησε τό ἐνδεχόμενο τῆς ἐξόδου Ἁγιορειτῶν Ζηλωτῶν στόν κόσμο καί τῆς ἐπιρροῆς τους στούς πιστούς. Κατά τήν συζήτηση πού διεξήχθηκε διάφοροι Ἱεράρχες κατέθεσαν τίς ἀκόλουθες ἀπόψεις:
Κορινθίας Δαμασκηνός: «Συνιστῶ τήν ἀπέλασιν τῶν μοναχῶν τούτων, ὅπερ καί ὁ ἴδιος τῆ Ἐπισκοπῆ μου ἔκαμον». (Σ.Σ. δέν εἶναι γνωστό σέ ποιούς μοναχούς ἀναφέρεται).
Ὕδρας Προκόπιος: «Συνιστῶ, ὅπως ἐξ ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας καί δαπάναις τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἐξορίζονται οἱ Ἁγιορεῖται οὗτοι μοναχοί εἰς Στροφάδες, ἀνακοινωθεῖ δέ τοῦτο τῆ Συνάξει τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
Μονεμβασίας Γερμανός: «Εἰς τόν παλαιόν Καταστατκόν Νόμον ὑπῆρχε διάταξις, καθ’ἥν οἱ περιφερόμενοι εἰς τόν κόσμον μοναχοί ἐνεγράφοντο εἰς μονάς ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τῆ ὐποδείξη αὐτοῦ συνελαμβάνοντο ὑπό τῆς Ἀστυνομίας, ἐν συνδιασμῶ δέ μέ τά λεχθέντα ὑπό τοῦ Ἁγίου Ὕδρας, θά ἠδύνατο νά ἐξορισθῶσιν εἰς Στροφάδας».
Ἀθηνῶν Χρυσόστομος: «Ἐάν τοῦ λοιποῦ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔρχονται ἄνεϋ συστατικῶν ἐπιστολῶν, δέον νά συλλαμβάνωνται καί ἐξορίζωνται». (Ἀρχιμ. Θ. Στράγκα τ. Β’ , σελ. 1333).
Ἡ δραστηριότητα τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν μνημονεύεται μέ ὑβριστικό καί μειωτικό τρόπο καί στήν ὑπ’ ἀριθμ. 2389/16.4.1924 Ἐγκύκλιο τῆς Νεοημ. Ἐκκλησίας. «Τινές μέν τῶν διαβόλων τούτων – γράφεται - ἀπό τῶν ἐρημητηρίων τοῦ ἁγίου Ὄρους, δι’ἐπιστολῶν ἀσυναρτήτων καί βλασφήμων σκανδαλίζουσιν τόν λαόν καί προτρέπουσιν αὐτόν νά ἀποσχισθῆ ἀπό τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοι δέ διεφθαρμένοι ὄντες τόν νοῦν καί ἀποστερημένοι τῆς ἀληθείας (Α’ Τιμ. 6, 5), ὡς οἱ πρῶτοι περιάγουσι τάς πόλεις, τό μοναχικόν σχῆμα καταισχύνοντες, εἰσδύουσι εἰς τάς οἰκίας καί αἰχμαλωτίζουσι γυναικάρια συσσωρευμένα ἁμαρτίαις (Β’ Τιμ. 36) καί διά τούτων τῶν γυναικαρίων σκανδαλίζουσι τῶν ἀκάκων τάς καρδίας… καί διδάσκουσι λοιπόν, ὅτι ἐάν δέν ἑορτάσης ταύτην καί οὐχί ἄλλην ἡμέραν, κολάζεσαι αἰωνίως!»
Ἡ δραστηριοποίηση τῶν Ἁγιορειτῶν καί δή τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου κατά τῆς καινοτομίας, ἀπασχόλησε τήν Νεοημ. Ἐκκλησία καί σέ ἑπόμενες συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας της. Στήν ΙΕ’ Ἱεραρχία (Ὀκτ. 1933), ὁ Ἅγιος Πατέρας ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά ὀνομαστικά καί χαρακτηρίζεται «ἀγύρτης» καί «ἐκμεταλλευτής», ἀπό τόν Μητροπ. Ἰωαννίνων Σπυρίδωνα. «Ἐν τῆ Ἱεραρχίᾳ - εἶπε – διεφώνησα τότε, ὅτι πρέπει νά ἐρωτηθοῦν ἅπασαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι περί τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου. Ἐν τούτοις μετά φανατισμοῦ ἐν τῆ ἐπαρχίᾳ μου ὑπεστήριξα τό νέον ἡμερολόγιον… Ἐν τούτοις, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάνθη καί δέν δύναται νά ὑποχωρήση καί μάλιστα προκειμένου περί ἐκμεταλλευτῶν καί ἀγυρτῶν ὡς ὁ Ματθαῖος. Ἐπειδή δέ ἡ ἐνέργεια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι τάσις πρός διάρρηξιν τοῦ χιτῶνος τοῦ Χριστοῦ, νά καταγγέλωνται οἱ Ἱερεῖς αὐτῶν ἐπί ἀγυρτίᾳ, φατρίᾳ, σκανδάλῳ καί ἐξυβρίσει τῆς Ἱεραρχίας καί οὐχί ἁπλῶς ἐπί Παλαιοημερολογιτισμῶ» (Θ. Στράγκα τ. Γ’, σελ. 1941).
Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ἀναφέρεται σέ ταραξίες μοναχούς καί στήν ΙΣΤ΄ Ἱεραρχία (Ὀκτ. 1934), ὅταν ἀρνουμένων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν νά δεχθοῦν νεοημ. Ἱερεῖς γιά τήν ἐξυπηρέτησή τους, ἀπεφάνθη ὅπως ζητηθεῖ ἀπό τήν Πολιτεία ἡ ἐφαρμογή τῶν νόμων κατά τῶν ταραξιῶν μοναχῶν, ἄλλως νά ἐπαναφέρει «τό δι’ ἑαυτήν ἡμερολόγιον, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία θά σκεφθῆ ἀναλόγως» (Θ. Στράγκα τ. Γ’, σελ. 2024).
Παρά τό διαμορφούμενο ἀρνητικό κλίμα καί τά ἐπαπειλούμενα μέτρα κατά τῶν Ἁγιορειτῶν, ἡ Κοινότητα τῶν Γ.Ο.Χ. ἀποφάσισε νά ζητήσει τήν συνδρομή τους, γιά τήν στήριξη καί ἐξυπηρέτηση τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν. Ἔτσι ἀπεστάλη στό Ἅγιο Ὄρος ὁ Ἀλέξανδρος Συμεωνίδης (στέλεχος τῆς Κοινότητος), μέ τήν ἐντολή νά συναντήσει τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο καί νά τόν πείσει νά ἔρθει μαζί του στήν Ἀθῆνα, «τό ταχύτερον». Ὁ Συμεωνίδης πράγματι «συνήντησε τόν Ματθαῖον καί ἀνέπτυξεν εἰς αὐτόν τήν γενικήν τῶν πιστῶν ἐπιθυμίαν καί τήν διακαῆ παράκλησιν καί ὁ Ὅσιος Πατήρ ὑπήκουσεν εἰς τήν φωνήν τοῦ ποιμνίου» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 39).
Ὁ Ἅγιος Πατήρ ἔφυγε ἀπό τό Ὅρος μετά ἀπό ἐμφάνιση καί ἄδεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (βλ. σχ. στά «Θαύματα καί Σημεῖα…»). Ἔφθασε στήν Ἀθήνα τήν 1η Ὀκτωβρίου 1926 καί ἀμέσως ἐγκαταστάθηκε στήν πατρική οἰκία τῆς δοκίμου Μαρίνας Σουλακιώτου (ἔπειτα Γεροντίσσης Μαριάμ), ἐπί τῆς ὁδοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου ἀριθμ. 71. Ὁ ἱστορικός αὐτός χῶρος ἀποτέλεσε ἀρχικά τό σημεῖο συγκεντρώσεως τῶν περί τόν Ἅγιο Πατέρα φιλομονάχων ψυχῶν καί μετά τήν ἵδρυση τῆς Μονῆς Παναγίας τόν σταθμό ὑποδοχῆς τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν της.
Μέ ἕδρα καί διαμονή τό ἱστορικό αὐτό μετόχιο, ὁ Ἅγιος Πατήρ λειτουργοῦσε κυρίως νύκτα, σέ ἐξωκκλήσια τῆς περιοχῆς Ἀττικῆς, ἐξωμολογοῦσε τούς πιστούς, κήρυττε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἔφερεν ὡς ἔθνους ζηλωτής τάς εὐθύνας ἑνός Ἀγῶνος δυσχερεστάτου, ἀπαιτοῦντος μόχθους, δάκρυα, ὀδύνας καί αἵματα» (Πρωθ. Εὐγενίου, «Ματθαῖος…», σελ. 40). Παράλληλα ἐπισκεπτόταν συχνά τήν Πελοπόννησο, ὅπου στερέωνε τούς πιστούς στόν Ἀγῶνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας μέ κέντρα τό Μετόχιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου στήν Πρόνοια Ναυπλίου καί τήν Ἱ. Μ. Παντανάσσης Μυστρᾶ. Πρῶτος κληρικός συνεργάτης τοῦ Ἁγίου Πατρός στόν ἀγῶνα αὐτό ἦταν ὁ Ἱερομόναχος Ἰωακείμ Μπουρελάκης ἀπό τήν Ἄρτα (+ 1940).
Μαζί μέ τόν ἀρχιμ. Ματθαῖο ἦρθε στόν κόσμο καί ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου ἀρχιμ. Γεδεών Παπανικολάου, Προηγούμενος τῆς Μονῆς Κωνσταμονίτου. Τό ἔτος 1927 - μέ τήν διάλυση τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου - ἀπελάθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος 19 Ζηλωτές μοναχοί ἀπό τίς Μονές Βατοπεδίου καί Κουτλουμουσίου. Ἀπό τούς μοναχούς αὐτούς ἄλλοι ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι καί ἄλλοι περιορίστηκαν σέ μονές τίς Μυτιλήνης καί τῶν Σερρῶν.
Τό ἴδιο ἔτος 1927 βγῆκε στόν κόσμο ὁ ἀρχιμ. Ἱερώνυμος Γεροαντωνάκης, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τήν Ἱ. Μ. ἁγ. Παρασκευῆς Ἀχαρνῶν. Πρός τά τέλη τοῦ 1927, μέ πρωτοβουλία τοῦ μ. Ἀρσενίου Κοτέα, βγῆκε στόν κόσμο, γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἀγῶνος, ἡ πρώτη 4μελής ὁμάδα Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν, ἀποτελουμένη ἀπό τούς Ἱερο-μονάχους Παρθένιο Σκουρλῆ (ἱδρυτή τῆς Ἱ. Μ. Κοιμ. Θεοτόκου Πάρνηθος, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Κυκλάδων τῆς Φλωρινικῆς Παρατάξεως), Εὐγένιο Λεμονή, Γεράσιμο Διονυσιάτη (ἱδρυτή τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Γεωργίου Μελισσοχωρίου Θηβῶν) καί Ἀρτέμιο Νοδαράκη (ἱδρυτή τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Ἀρτεμίου Κορυδαλλοῦ Πειραιῶς). Τέλος τό 1929 βγῆκαν στόν κόσμο οἱ Ἱερομόναχοι Ἀκάκιος Παππᾶς (ἱδρυτής τῆς Ἱ. Μ. ἁγ. Νικολάου Παιανίας, ἔπειτα Ἐπίσκοπος Ταλαντίου καί Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Φλωρινικῆς Παρατάξεως), Ἰλαρίων Οὐζουνόπουλος (ἱδρυτής τῆς Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστρίας Συκάμινου Ὠρωποῦ), Ἀντώνιος Κουτσονικόλας καί Ἀρτέμιος Ξενοφωντινός, καθώς καί ὁ Μοναχός Νεκτάριος Κατσαρός.
Οἱ Πατέρες αὐτοί σήκωσαν τό βάρος τοῦ Ἀγῶνος συνεργαζόμενοι μεταξύ τους καί μέ τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο, τουλάχιστον μέχρι τό Σχίσμα τοῦ 1937. Ὁ ρόλος πάντως τοῦ Ἁγίου Πατρός στόν Ἀγῶνα ἦταν κορυφαῖος καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό πολλά ἔγγραφα ἱστορικῆς σημασίας, ὁμολογιακοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρος, στά ὁποῖα ὁ μακαριστός ὑπογράφει πρῶτος μεταξύ τῶν συναγωνιστῶν του Ἁγιορειτῶν. Ἀποδεικνύεται ἀκόμη καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι κατά τίς Ἐπισκοπικές χειροτονίες τοῦ 1935, ὁ ἀοίδημος Ματθαῖος ἦταν ὁ μόνος Ἁγιορείτης πού προκρίθηκε γιά τό Ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Καί ἐνῶ στό σχετικό ἔγγραφο τῶν τριῶν χειροτονησάντων Ἀρχιερέων (Δημητριάδος Γερμανοῦ, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου), ἡ χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων Μεγαρίδος Χριστοφόρου, Διαυλείας Πολυκάρπου καί Κυκλάδων Γερμανοῦ ἁπλῶς ἀναφέρεται, ἡ ἐκλογή καί χειροτονία τοῦ π. Ματθαίου σέ Ἐπίσκοπο Βρεσθένης καλύπτει μία παράγραφο.
Σημειώσεις: 1) Το κείμενο προέρχεται από εκτενή εργασία του π. Αντωνίου Μάρκου, Καθηγητού για τον βίο του εν Αγίοις Πατρός ημών Ματθαίου, Αρχιεπισκόπου των Γ.Ο.Χ. Αθηνών, του Ομολογητού, Μυροβλύτου και Θαυματουργού.
2) Η ιερά εικόνα του Αγίου Ματθαίου είναι έργο της Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων Κορφής Λεμεσού της αδελφής Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Κύπρου.