"...Και μου φαίνεται πως ήταν πολύ δίκαιη και λογική η αφορμή για θλίψη στις μοναχές. Γιατί δεν θρηνούσαν για τη στέρηση της συντροφιάς ή για την κηδεμονία της πρόσκαιρης ζωής τους, ούτε για τίποτα άλλο παρόμοιο, που γι΄αυτό θλίβονται οι άνθρωποι όταν συμφορές τους χτυπήσουν, αλλά έκλαιγαν με φωνή γιατί έχασαν αυτήν που τους γέμιζε ελπίδα για τον Θεό και για τη σωτηρία της ψυχής τους. Αυτά έλεγαν κι απαρηγόρητα θρηνούσαν: "Έσβησε", έλεγαν, "το λυχνάρι των ματιών μας. Χάθηκε το φως της πνευματικής καθοδήγησης. Σωριάστηκε η ασφάλεια της ζωής μας. Στερηθήκαμε την εγγύηση της αφθαρσίας. Κομματιάστηκε ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης, συντρίφτηκε το στήριγμα των αδυνάτων. Αφαιρέθηκε η θεραπεία των αρρώστων. Όταν εσύ ήσουν μαζί μας και η νύχτα, ημέρα ήταν, καθώς τη φώτιζε η καθαρή ζωή σου. Τώρα όμως και η μέρα θα αλλάξει, θα γίνει σκοτάδι". Πιο δυνατή, από τις άλλες κοπέλλες, άναβαν τη λύπη αυτές, που την ονόμαζαν μητέρα και τροφό. Κι ήταν αυτές, που στον καιρό της πείνας, ριγμένες στον δρόμο, τις περιμάζεψε, τις ανάθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή και αγία ζωή"
(Από τον Βίο της Αγίας Συγκλιτικής, αδελφής του Αγίου Βασιλείου το Μεγάλου τον οποίο έγραψε ο αυτήκοος και αυτόπτης, έτερος αδελφός της, Άγιος Γρηγόριος Νύσσης.)