2023/03/08

40 ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΘΙΕΡΑΡΧΟΥ ΜΑΣ ΚΥΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ο βίος του Μακαριστού Μητροπολίτη Γ.Ο.Χ.  Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κυρού ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Τζάνη +29/1/2023 Εκκλ. Ημ.)

εν είδει ποιήματος σε 39 τετράστιχα γραμμένα από πνευματικά του τέκνα.

(Εγράφη κατά το πρώτο μέρος, δύο ἔτη πρίν τήν κοίμησή του, σε 28 τετράστιχα υπό Οσ/της Μοναχής και μετά την κοίμησή του υπό Οσ/του Μοναχού, στα τελευταία 11 τετράστιχα).


Στά κατουνάκια τά ἅγια, στόν Ἄθωνα ἀπό κάτω, 

στήν ἔρημο τήν αὐστηρά, πάνω ψηλά στό βράχο.

Στό περιβόλι Παναγιάς, Ἁγίας μας Μητέρας,

στού γέρο-Κλήμη τό κελί, στής Γέννησης τήν κέλλα.


Ἀσκούνταν ἔνας Γέροντας, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ τόν λένε, 

καί ὅσοι τόνε γνωρίζουνε, ἅγιο τόνε λένε.

Μαθήτευσε ἐκεί κοντά, στόν ἅγιο γέρο-Κλήμη, 

πού ἔχει φήμη ἀγωνιστοῦ, καί νηπτικού τήν κλήση.


Τήν ἀδιάλειπτον εὐχή, τοῦ δίδαξε ὁ γέρων,

Ἰησοῦ Χριστοῦ μας τό ὅνομα, πού καίει τόν παλαμναίον.

Ἔτσι ὁ πατήρ Χρυσόστομος, περνούσε ἐκεί τά ἔτη, 

νηστεία, προσευχή πολύ, καί τήν εὐχή νά ρέει.


Διακόνημα εἶχε ἐκεί τήν ἁγιογραφία,

κι ἱστόρησε κάποια φορά τήν Πυλωρόν Μαρίαν.

Τήν θείαν Πορταΐτισσα, Μητέρα Ὑπεραγία,

τήν Θεοτόκον Δέσποινα, κόσμου παντός Κυρίαν.


Ταπείνωσην τήν ἄμετρον εἶχε εἰς τήν καρδίαν του, 

κι ἡ Παναγία ἀναπαύθηκε στήν Θεία πινελιά του.

Κι ἡ εἰκόνα ἐμυρόβλησεν! καί θαύματα ἐποίει,

τούς δαίμονας τούς ἔκαψε καί τίς ἀσθένειες λύει.


Ἡ εἰκόνα ἐχάθη κάποτε Θεού παραχωρήσει, 

μά καί αὐτά τά ἀντίγραφα ἔχουνε μυροβλήσει.

Μητέρα Πορταΐτισσα, σκέπε τόν γεροντά μου, 

δώσ' του τον Παράδεισο, γιά νά χαρεί ἡ καρδιά μου.


Μέσ ̓ τό θυσιαστήριο, καθώς ἐλειτουργοῦσε, 

κάποτε τόνε εἴδανε στήν γή πῶς δέν πατούσε!

Σαρανταπέντε χρόνια ζούσε ἐκεί, ὁ ἅγιος γεροντάς μου, 

μέχρι πού ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τόν ἔφερε κοντά μου.


Ἡ Ἱερά ἡμῶν Σύνοδος ἐπί τήν συναξί της, 

τόν ψήφισε ὁμόφωνα διά μητροπολίτη.

Πολλάκις τόν καλέσανε καί τόν ἐπεριμέναν,

μά ὁ γέροντας μου ὁ ταπεινός ἀνέβαλε τήν μέρα.


Πῶς νά ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος τήν Θείαν ἠσυχίαν, 

τήν κέλλα του τήν ταπεινή, τήν Θεία συνοδεία.

Ὦ! Περιβόλι Παναγιάς, πολυαγαπημένο, 

δακρύβρεχτο κελλίον μου, καί χώμα ἁγιασμένο.


Πῶς νά σάς ἀποχωρισθῶ, στόν κόσμο νά κατέβω, 

ἀφοῦ τόν κόσμο ἄφησα, στόν Ἄθωνα νά ἀνέβω.

Χριστέ δέν εἶμαι ἐγώ γι ̓ αὐτά, μά ἀν εἶναι θέλημά σου, 

ὑπακοή θά κάνω ἐγώ, στό θείο προσταγμά σου.


Στόν ἱερόν ἀγώνα μας διά τήν Ὀρθοδοξία,

ὁ γέροντας μου ἔγραψε, πάρα πολλά βιβλία.

Τόν Ἀναρχον Πατέρα μας καί τήν ἐκ Τάφου ἐγέρση, 

πολύ τοῦ τά ἐτίμησε, θεολογική τή θέση.


Οἱ Ἀρχιερεῖς τά ἔπαιρναν, τά διάβαζαν, θαυμάζαν, 

καί διά μητροπολίτην Θηβών τόν ἑτοιμάζαν.

Γνήσιος εἶναι μοναχός, ὑπακοή θά κάνει,

τό ὠμόφορο καί τόν Σταυρό, στούς ὤμους του θά λάβει.


Τόν Ἄθωνα ἀποχωρεί, στόν κόσμο κατεβαίνει, 

γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τά πάντα ὑπομένει.

Ἔτσι λοιπόν κατέβηκε, εἰς τό κλινόν τό ἄστυ, 

θυσία γιά τήν Ἐκκλησία καί τόν Χριστό νά πράξει.


Τό ὠμόφορο εἶναι βαρύ, οἱ πειρασμοί μεγάλοι, 

μά ὁ ταπεινός τῷ πνεύματι, ὑπομονή τά κάνει.

Ἔτσι τόν γνώρισα καί  ̓γώ, Θεού θεία προνοία, 

νά με ὁδηγήσει, ἀσφαλώς, στήν ἄνω Βασιλεία.


Δόξα σοι Βασιλεύ Χριστέ, καί Παναγιά Μητέρα, 

πού ἀνάξια ὑπάρχουσα, ἔχω αὐτόν Πατέρα.

Μέ δάκρυα βρέχω γέροντα, τά ἅγια γονατά σου, 

καί τό Θεό ἐκλιπαρῶ, νά βρίσκομαι κοντά σου.


Συγχώραμε πατέρα μου, πού τόσο σέ πληγώνω,

τόν δρόμο πού μού δίδαξες, δέν περπατώ καθόλου.

Δεήσου δέ εἰς τόν Θεό, γιά  ̓μένα τήν ἀθλία.

νά φωτισθώ καί νά γενώ, νύμφη Χριστοῦ γνησία.


Πατέρα στοργικότατε, καί χιλιοπονεμένε, 

συγχώρεσέ μας δέσποτα, πού ἄμετρα σοῦ φταίμε.

Ὑπόμεινε πατέρα μου, τά ἀνήσυχα παιδία σου, 

ὅλα νά ἐπιστρέψουνε, ξανά στήν ἀγκαλιά σου.


Μεγάλη Μάννα ὅλων μας, Βασίλισσα τοῦ κόσμου, 

σκέπασε τόν πατέρα μας, καί τον Παράδεισο δώσ' του.

Δι ̓ εὐχῶν τοῦ ἁγίου μας πατρός, Χριστέ μου σκέπασέ μας, 

τῆς Βασιλείας Οὐρανῶν, Χριστέ ἀξιωσέ μας.

****************************************************

 

Ἐτούτα ἔλεγε ἡ ἀδελφή ὅταν ἐκείνος ζούσε, 

ὅταν τόν ἔβλεπε παρών, καί τήν παρηγοροῦσε.

Μά ἦρθε ἀπόφαση ψηλά, ἀπό τόν Ἅγιο Θρόνο,

νά φύγει γιά τόν Οὐρανό, νά βγεί ἔξω ἀπ ̓ τόν χρόνο.


Ἤτανε Κυριακή πρωί , λίγο πρίν νά χαράξει, 

ὅταν ἡ ἁγία του ψυχή, βγήκε γιά νά πετάξει.

Καί ἔμεινε ἐκείνη ὀρφανή καί κλαίει καί στενάζει, 

καί εἶναι ἀπαρηγόρητη, καί σάν νεκρή ὀμοιάζει.


Πατέρα μου πού μ ̓ ἀφησες ἐμένα τό παιδί σου,

μέσα σέ τόσους πειρασμούς, χωρίς τήν συμβουλή σου.

Πήγε καί στήν ἐξόδιο, πήγε καί στήν ταφή του, 

ἐκεί πού τόν ἐθάψανε, στήν Ἱερά Μονή του.


Ἐβρεξε δάκρυα πολλά τήν γή πού τόν σκεπάζει, 

καί ἀκόμα κλαίει πιό πολύ, καί πιό πολύ στενάζει.

Πού εἶναι ὁ πατέρας μου, πού εἶναι ἡ χαρά μου; 

πού ὅταν τόν ἔβλεπα ἐγώ, γέμιζε ἡ καρδιά μου;


Πού εἶναι ὁ πατέρας μου, πού εἶναι τό στηριγμά μου;

πού σέ ὅλες μου τίς θλίψεις μου, ἧταν παρηγοριά μου;

Μήν κάνεις ἔτσι ἀδελφή, μήν χάνεις τήν ἐλπίδα, 

δές τήν ἁγία του ζωή, ἔχε την γιά πυξίδα.


Τούτο σου λέω κι ἄκουσε, καί βάλ' το στό μυαλό σου, 

καί τῆς ζωῆς σου ἀπό δώ κι εμπρός, νά γίνει ὁ σκοπό σου.

Θυμήσου τί σού ἔλεγε ὅταν ἧταν μαζί σου,

καί χάραξέ τα ὅλα αὐτά, βαθιά μές στήν ψυχή σου.


Ἀγάπησε φίλους καί ἐχθρούς, ἀγάπησε τήν ψυχήν σου, 

πολύτιμον κι ἀθάνατον, πιό πάνω ἀπ ̓ τήν ζωήν σου.

Ἀλλήλων βάρη βάσταζε, ἄν θέλεις νά προκόψης, 

καί τό ἱδίον θέλημα, παντάπασιν νά κόψεις.


Καί τήν εὐχήν τοῦ Ἰησοῦ, στόν νούν καί τήν καρδίαν, 

νά ἔχεις πάντοτε μαζί, σέ κάθε σου ἐργασία.

Ἀν θέλεις τήν ἁγίαν του ψυχή νά ἀναπαύσης, 

αὐτά νά κάνεις ἀδελφή, καί τήν εὐχή του θά  ̓χεις.


Καί  ̓κείνος θά παρακαλεί, Τριάδα τήν Ἁγίαν, 

νά ἀπολαύσης καί ἐσύ, ζωήν τήν αἰωνίαν.

Καί θά ῤθει ἐκείνη ἡ στιγμή, πού θά τόν ἀνταμώσης

καί τότε μέσα στήν καρδιά, πολύ χαρά θά νοιώσεις.


Καί τούτη τήν εὐχή νά πώ, γιά σένα καί γιά μένα, 

κι ὅλα του τά πνευματικά παιδιά, νά εἶναι μονιασμένα.

Τά χρόνια εἶναι δύσκολα, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη,

μά ποιός μπορεῖ χωρίς αὐτή, στόν οὐρανό νά φθάσει;


Εὐχή σου καί για μένανε, πού εἶμαι καί  ̓γώ παιδί του, 

νά ἀξιωθώ ὁ ταλαίπωρος νά  ̓μαι καί 'γώ μαζί του.

Πατέρα Παντοκράτορα, ὅλοι μαζί νά ὑμνοῦμε, 

μαζί μέ τούς Ἀγγέλους Του, νά Τόν δοξολογοῦμε.

Ἀμήν. Γένοιτο.