ΕΡΓΑ ΚΑΙ
ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΟΦΡΟΝΩΝ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
Προ των ατυχών αποτελεσμάτων της
εν Φλωρεντία Συνόδου (1939) και μετά την ψευδένωση της Λυών (1274), η Δύση
καταγινόταν με όλες τις δυνάμεις για να ελκύσει προς αυτήν την ταραζόμενη από
πολιτικές περιστάσεις Ανατολή. Και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Παλαιολόγος
συνέργησε σε αυτό, για να φυλάξει τον όρκο, τον οποίο έδωσε στον Πάπα Γρηγόριο
Ι’, μετά την τύφλωση του Ιωάννη Λάσκαρη, κατά την αρπαγή του θρόνου του. Και ο
Πατριαρχεύων εκείνο τον καιρό Ιωάννης ο Βέκκος ενέργησε για το σκοπό του
Αυτοκράτορα, υπέταξε την Ανατολική Εκκλησία στο θρόνο της Ρώμης. Τότε οι
Λατίνοι έπειθαν τους ορθοδόξους στην κακοδοξία τους (με την απειλή γυμνού
ξίφους) και χιλιάδες θυμάτων έπεφταν από το ξίφος τους. Αλλά επειδή το Άγιο
Όρος ήταν το στήριγμα της Εκκλησίας, για τούτο οι Λατίνοι εισπήδησαν σε αυτό,
καταναγκάζοντας δια της τυραννικής μέχρι μαρτυρίου βίας, όπως αναγνωρισθεί και
στο Άγιο Όρος η εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Όμως κάποιο λίγοι δειλοκάρδιοι
πείθονταν δια του φόβου των τιμωριών και του θανάτου και γίνονταν αρνητές της
Ορθοδοξίας. Οι δε πλείονες από αυτούς επισφράγισαν δια του ίδιου αίματος τους της
ομολογία τους, και δυστυχώς η Λαύρα και η του Ξηροποτάμου Μονές δέχθηκαν τους
Δυτικούς με τιμές και με δουλοπρεπή φόβο.
Ο Θεός όμως, ενήργησε δύο
σημαντικά θαύματα τα οποία αναφέρονται από τους ιστορικούς για τους
συλλειτουργήσαντες με τους Λατινόφρονες μοναχούς της Μονής Ξηροποτάμου. Το ένα
είναι ο σεισμός που έγινε και κατέστρεψε την μονή, τον οποίο περιγράφει ο
Μοναχός Γεδεών: «και το βουνό αφού πέρασε (ο αυτοκράτορας) στην Ξηροποτάμου
λεγομένη Μονή έφτασε. Οι κατοικούντες σ’ αυτή, φοβισμένοι και αντί των αιωνίων τα πρόσκαιρα
προτιμώντας, όπως ο έκπτωτος από τους αγίους Σαράντα, ακλουθώντας το κακό
παράδειγμα της Λαύρας, παρόμοια τον υποδέχτηκαν με φώτα και κρότους και με
μεγάλη τιμή, έπειτα προσήλθαν στο ναό μαζί και τέλεσαν την λειτουργία των αζυμίτων,
μνημονεύοντας τους αιρετικούς. Όμως, ο επιβλέπων επί την γη Κύριος και ποιών
αυτήν να τρέμει, πάραυτα έσεισε μετ’
ήχου την γη, τον μεν ναό έριξε, τους δε ιερείς της αισχύνης κατάχωσε, και τα
της Μονής τείχη ανάτρεψε, ένα μόνο καταλείποντας, από τοίχους κεκλιμένο και
αυτό, σε σημείο για τις επόμενες γενιές. Ο βασιλιάς και η συνοδεία βλέποντας, και αισχυνόμενοι, τα πρόσωπα
κάλυψαν από ντροπή και επιβιβάστηκαν στα πλοία, τα ίδια κατέλαβαν στο ανάθεμα.
Αυτά συνέβησαν κατά το χιλιοστό διακοσιοστό ογδοηκοστό σωτήριο έτος» (Γεδεών, Ο
Άθως, σελ. 143). Εδώ αναφέρεται καθαρά η εκ της Λειτουργίας αυτής επελθούσα
ταχέως οργή του Θεού.
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός
ότι πολλές φορές οι της Ξηροποτάμου Μοναχοί
επιχείρησαν να θεμελιώσουν το Καθολικό στον ίδιο τόπο, αλλά συνεχώς καταχωνόταν
στην γη. Έτσι, λοιπόν, αναγκάστηκαν να θεμελιώσουν το Άγιο Βήμα προς βορρά και
όχι προς την ανατολή καθώς μέχρι σήμερα φαίνεται.
Το δεύτερο θαύμα είναι ότι προς
τιμωρία των Πατέρων της Μονής Ξηροποτάμου, μετά την λειτουργία αυτή και την
μνημόνευση των αιρετικών δεν φύτρωσε πλέον το μανιτάρι κάτω από την Αγία
Τράπεζα κατά την εορτή των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων. Στους οποίους τιμάται
το Καθολικό, και το οποίο έκοβαν οι Πατέρες και έβαζαν για ευλογία στο φαγητό
που παράθεταν. Ο Μ. Γεδεών επισημαίνει το γεγονός, αναφέροντας τα εξής: «Αυτός
(ο διάδοχος, δηλαδή, του Μιχαήλ του Η’, αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος)
και την του Ξηροποτάμου Μονή εκ βάθρων ανέγειρε, αλλά δεν φύτρωνε πια το μανιτάρι,
όπως φύτρωνε στην μνήμη των Αγίων 40 Μαρτύρων κάτω από την Αγία Τράπεζα κάθε
‘έτος αυτόματα, λόγω της βεβαίωσης του αγίου θυσιαστηρίου από τους ειρημένους Λατινόφρονες».
Παρόλη, όμως, αυτήν την φρικτή
καταδίκη εξ Ουρανού οι Λατίνοι συνέχισαν το ανόσιο έργο τους και
διασκορπίστηκαν σε όλο το Άγιο Όρος, για να βρουν νέα θύματα της εαυτών αιώνιας
απώλειας. Σ’ εκείνο τον καιρό, το φρικτό και φοβερό, για το Άγιο Όρος, πλησίον
της του Ζωγράφου Μονής αγωνιζόταν κατά μόνας ένας μοναχός, έχοντας την συνήθεια
να αναγιγνώσκει πολλές φορές κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Μία
ημέρα λοιπόν, όταν στα χείλια του Γέροντα αντηχούσε ακατάπαυστα ο Αρχαγγελικός
ασπασμός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, το «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε», ακούει
ξαφνικά ο Γέρων από εκείνη την αγία Εικόνα τους εξής λόγους «Χαίρε και εσύ
Γέρων του Θεού»! Ο Γέρων τότε κατατρόμαξε. «Μη φοβάσαι», ήσυχα εξακολούθησε από την εικόνα η
Θεομητορική φωνή, αλλά πήγαινε γρήγορα στην Μονή και ανάγγειλε στους Αδελφούς
και τον Καθηγούμενο, ότι οι εχθροί οι δικοί μου και του Υιού πλησίασαν. Όποιος λοιπόν είναι ασθενής στο
πνεύμα να κρυφτεί με υπομονή, έως να παρέλθει ο πειρασμός, όσοι όμως επιθυμούν
μαρτυρικούς στέφανους, να παραμείνουν στο Μοναστήρι, φύγε λοιπόν γρήγορα». Υπακούοντας
ο Γέρων και στη Φωνή και στη θέληση της Πάναγνης Δέσποινας μας, και αφήνοντας
την οικία του, έτρεξε στη Μονή, για να σκεφτούν ώριμα ο καθένας εξ αυτών περί
του ερχομένου κινδύνου. Αλλά μόλις ο Γέρων έφτασε στην Πύλη της Μονής, βλέπει
την αγία Εικόνα της Θεομήτορος, που είχε στην οικεία του, ενώπιον της οποίας αναγίγνωσκε
προ ολίγου τον Ακάθιστο, δηλαδή τους Χαιρετισμούς, να στέκεται (η εικόνα) πάνω
στις πύλες της Μονής. Λοιπόν, με ευλάβεια έπεσε ενώπιον της εικόνας και την
προσκύνησε πριν την λάβει, και έτσι μ’ αυτήν παρουσιάστηκε στον Καθηγούμενο.
Όταν άκουσαν οι Αδελφοί για τον
επικείμενο κίνδυνο ταράχθηκαν και οι μεν ασθενέστεροι εξ αυτών κρύφτηκαν,
εικοσιέξι (26) δε αδελφοί και μαζί τους και ο Καθηγούμενος έμειναν στο
Μοναστήρι και εισήλθαν εντός του Πύργου, προσδοκώντας τους εχθρούς τους και
τους μαρτυρικούς στέφανους. Μετά από λίγο έφτασαν και οι Λατίνοι, οι οποίοι
κατά αρχάς παρακινούσαν τους Μοναχούς να ανοίξουν σ’ αυτούς την Πύλη της Μονής
και να αναγνωρίσουν τον Πάπα ως κεφαλή
της Οικουμενικής Εκκλησίας, υποσχόμενοι και πλήθος χρυσάφι. Οι Μοναχοί ρώτησαν
από τον Πύργο τους Λατίνους: «Και ποιος σας είπε ότι ο δικό σας Πάπας είναι
κεφαλή της Εκκλησίας; Σ’ εμάς κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός! Ευκολότερα
εμείς αποφασίζουμε να πεθάνουμε παρά να υποχωρήσουμε ώστε να μολυνθεί ο ιερός
αυτός τόπος. Δεν ανοίγουμε τις πύλες της Μονής!.. Φύγετε από εδώ»!.. Οι Λατίνοι
τότε φώναξαν μανισμένα: «Και λοιπόν ας πεθάνετε!... Και αμέσως συνάθροισαν
πλήθος ξύλων γύρω από τον Πύργο και τους κατάκαψαν. Οι Μοναχοί ουδόλως δεν
υπαναχώρησαν από την πνευματική τους παρρησία, δοξάζοντας και ευλογώντας τον
Κύριο, και ευχόμενοι υπέρ των εχθρών τους, παρέδωσαν ειρηνικά τις καθαρές ψυχές
τους, την 10η Οκτωβρίου μήνα το έτος 1274.
Η Αγία Εικόνα, από την οποία ο
Γέρων άκουσε την Θεομητορική φωνή που προειδοποιούσε τους Μοναχούς της Ζωγράφου
για την προσέγγιση των εχθρών, υπήρχε εντός με τους Οσιομάρτυρες, αλλά μετά από
αυτά την βρήκαν αδιάφθορη κάτω από τα ερείπια της πυρκαγιάς.
Οι απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα
και του Πατριάρχη Βέκκου, μετά την του Ζωγράφου Μονή πήγαν και στην Ιερά Μονή
Βατοπαιδίου, και επειδή τους έλεγξαν ως αιρετικούς, γι’ αυτό δέσανε τον
ηγούμενο με αλυσίδες και τον καταπόντισαν στην θάλασσα και έτερους δώδεκα
Μοναχούς τους απαγχόνισαν σε τόπο λεγόμενο Φουρκόβουνο. Τα ίδια περίπου έλαβαν
χώρα και στην Ιερά Μονή των Ιβήρων, οι μεν καταποντίστηκαν με το πλοίο, οι δε
απήχθηκαν ως αιχμάλωτοι.
Επίσης, και στην Σκήτη των
Καρυών, επειδή δεν τους δέχτηκαν, τον μεν Πρώτο Άγιο Κοσμά απαγχόνισαν , του
υπόλοιπους όμως με διά ξίφους φόνευσαν, τα άγια λείψανα των οποίων οι Πατέρες
εναπόθεσαν στην είσοδο του Ιερού Ναού του Πρωτάτου. Ας δούμε όμως και τι
επακολούθησε σ’ αυτούς που τους αποδέχτηκαν φιλικά και που συλλειτούργησαν.
Στην Μεγίστη Λαύρα όπου τους
υποδέχτηκαν με κωδωνοκρουσίες, καθώς και η αψευδής παράδοση διέσωσε ως και τις
μέρες μας. Ο μεν Ιεροδιάκονος Λαυριώτης, που συλλειτούργησε σ’ αυτή τη
λειτουργία, καταλήφθηκε από θεήλατο οργή και σταμάτησε η ζωή του αναλωμένος
όπως το κερί που φλέγεται από φωτιά. Οι συλλειτουργήσαντες Ιερομόναχοι επτά
(7), κατ’ άλλους ένδεκα (11), μετά θάνατον βρέθηκαν άλυτοι, τυμπανιαίοι,
αφορισμένοι, των οποίων μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα τα λείψανα τα είχαν στο νάρθηκα του Κοιμητηρίου
«Οι Άγιοι Απόστολοι» σε κοινή θέα, από τη μία για σωφρονισμό των εκείνων
γεγονότων, και από την άλλη για να τους σπλαχνίζονται όσοι τους βλέπουν και να
εύχονται υπέρ αυτών, να τους συγχωρήσει
ο Κύριος και να διαλύσει τα τυμπανιαία τους σώματα από την γη που ελήφθησαν.
Για τα τυμπανιαία (άλυτα) αυτά σώματα που γίνεται εδώ λόγος, διασώθηκε μέχρι
σήμερα και διασώζεται μέχρι σήμερα κάποιο επεισόδιο.
Οι ημιονηγοί
κάποτε που βρέθηκαν σε ευθυμία από μέθη, έβαλαν στοίχημα με κάποιο γενναίο
χρηματικό ποσό, εκείνος ου θα είχε το θάρρος και την ψυχραιμία να λάβει ένα
πτώμα αφορισμένο και να το μεταφέρει εκεί που διασκέδαζαν, να κερδίσει χρήματα.
Και πράγματι, βρέθηκε ένας τολμηρός, ο οποίος με το πιστόλι του στα χέρια
μετέφερε αυτό το απαίσιο λείψανο και κέρδισε το καταβληθέν ως στοίχημα
χρηματικό επίδομα. Επίσης η παράδοση διασώζει ότι κάποιος προσκυνητής, που ήταν
ευαίσθητος, καθώς πλησίασε και είδε τα κατάμαυρα και τυμπανιαία σώματα, με τα
μαλλιά, με τα μεγάλα γαμψά νύχια, με τα στόματα ανοικτά, όπου ελεύθερα
μπαινόβγαιναν ποντικοί, τόσο φοβήθηκε, ώστε την ίδια ώρα πέθανε από συγκοπή της
καρδιάς. Αυτό έγινε αιτία να τους απομακρύνουν από την Μονή και να τους πάν στα
παράλια της Ρουμανικής Σκήτης, και έφραξαν με κτιστούς λίθους την πόρτα και
έγινε τελείως αγνώριστο αυτό το σπήλαιο, το περικλείον τους αφορισμένους
ενωτικούς Λατινόφρονες.
Ένας αδελφός
άκουσε για τους αφορισμένους που είναι στην Λαύρα του Άθωνα, οι οποίοι δέχθηκαν
και συλλειτούργησαν με τον Ιωάννη Βέκκο, τον Λατινόφρονα Πατριάρχη. Είχε και
πάντοτε ερευνούσε και ρωτούσε αν υπάρχει κανείς και τους είδε με τα μάτια του
ως αυτόπτης μάρτυρας για να πεισθεί από την αμφιβολία όπου είχε. Και από τους
πολλούς που ρώτησε του είπαν ότι ο Πνευματικός τους έχει δει και ήρθε και με
ρώτησε εάν γνωρίζω και εάν τους είδα με τα μάτια μου (λέγει ο συγγραφέας) και
τον πληροφόρησα ότι τους είδα και είναι βεβαιότατο επειδή εγώ ήρθα στο Άγιο
Όρος το 1885, ετών είκοσι (20). Μετά από δύο έτη, επειδή έτυχε να πάρουμε
σιτάρι από τη Μονή Κωνσταμονίτου 1.200 οκάδες, πηγαίναμε δια θαλάσσης με την
βάρκα την δική μας να το παραλάβουμε, όταν ήμουν 22 ετών και ήταν το Σεπτέμβριο
δύο ημέρες μετά του Τιμίου Σταυρού
Πήγαμε την εσπέρα και μείναμε στον αρσανά
(λιμάνι) της Μεγίστης Λαύρας, για να εξακολουθήσουμε το πρωί το ταξίδι μας,
καθώς και έγινε. Μόλις, όμως, εξακολουθήσαμε λίγο διάστημα, από την Λαύρα ακούω
και μου λέει ο Γέρων μου Μελέτιος Μοναχός: «Παιδί μου, Γαβριήλ, εδώ παρεμπρός
υπάρχουν οι αφορισμένοι οι οποίοι δέχτηκαν τους Λατινόφρονες στην Μεγίστη Λαύρα
και συλλειτούργησαν με τον Ιωάννη Βέκκο και τους μετ’ αυτού, τους οποίους έχω
δει και άλλοτε, αλλά επειδή είσαι νέος και ίσως να γίνει κάποτε λόγος και να
λένε μερικοί ότι είναι ψέματα, δεν υπάρχει τίποτα, ούτε αφορισμένοι, αλλά τα
λένε για φοβέρα στους ανθρώπους, γι’ αυτό να πάμε να τους δεις με τα μάτια σου,
να μην πιστεύεις ότι κι αν σου λένε διότι και η Αγία Γραφή λέει ο οφθαλμός
είναι πιστότερος των ώτων. Λέγοντας ο Γέροντας αυτά, φτάσαμε σ’ έναν απότομο
γκρεμό, που μονάχα να τον δει άνθρωπος τρομάζει, και μου λέει: «εδώ είναι». Εγώ
περιεργαζόμουνα να τους δω και του λέω: «Με κοροϊδεύεις»; Γέλασε, και μου λέει:
«Τι νομίζεις, είναι Σταυρός ή εικόνες να βλέπουν οι άνθρωποι να κάνουν τον
Σταυρό τους; Ενώ έχουν του διαβόλου την μορφή, την οποία θα δεις και τότε θα
διαπιστώσεις».
Τότε, λοιπόν,
προσεγγίσαμε στην απότομη εκείνη χαράδρα και μετά κόπου πολλού βγήκαμε έξω και
με τα είκοσι νύχια ανεβήκαμε πέντε- έξι μέτρα και έπειτα είδα ένα σπήλαιο και
εισήρθαμε και βλέπω ελεεινό θέαμα: τρεις ανθρώπους ακουμπισμένους στον βράχο,
όρθιοι με τα ρούχα και τα ζωστικά, οι οφθαλμοί ανοιχτοί, η κόμη και το γένι και
των τριών μακρύ και κατάλευκο, τα πρόσωπα τους όπως είναι το χρώμα της φούμας
(μαύρο), ομοίως και τα χέρια προς τα κάτω, τα δάχτυλα κλειτά προς τα μέσα, τα
νύχια των χειρών έως 2-4 πόντους μεγάλα, των ποδιών όμως δεν φαίνονταν, επειδή
ήταν καλυμμένα με τις κάλτσες και τα παπούτσια. Μάλιστα θέλησα να τους ψηλαφίσω
για να δω αν πραγματικά το σώμα ήταν μαλακό ή μόνο ξερό δέρμα και οστά, αλλά
δεν με άφησε ο Γέρων μου λέγοντας: «Μη βάλλεις χέρι στην οργή του Θεού». Σε
όλα, όμως, τα άλλα έβαλα μεγάλη επιμέλεια. Μόνο χέρι δεν έβαλα. Και τότε διόλου
δεν δείλιασα, τώρα, όμως, όταν τους ενθυμούμαι, ταράζεται η ψυχή μου και δεν
μπορώ ούτε να κοιμηθώ ημερόνυχτα ούτε να φάω δυο και τρεις μέρες, ενώ τότε που
τους είδα ούτε έβαλα τίποτε στο νου μου.
Αγαπητοί αναγνώστες,
από όσα παρατέθηκαν ανωτέρω για την δράση των Λατινοφρόνων στο Άγιο Όρος,
Πατριάρχου Ιωάννη Βέκκου και Αυτοκράτορα Μιχαήλ παλαιολόγου του Αζυμίτη,
ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι ο Παπισμός είναι αίρεση και ο Οικουμενισμός
παναίρεση, σύμφωνα με τις θείες διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων και ομολογητών
της Ορθόδοξης Αγίας Εκκλησίας μας.
Τα φρικτά μαρτύρια
των Οσιομαρτύρων πατέρων των υπό των Λατινοφρόνων και Λατίνων αναιρεθέντων,
είναι ένα φωτεινό παράδειγμα και ένα φρένο για όλους μας προς αποφυγή κάθε
νεωτερισμού και καινοτομίας στην ορθόδοξη Εκκλησία. Ο μαρτυρικός τους θάνατος
σε όλους μας διασαλπίζει την μέγιστη διαφορά Ορθοδοξίας από τον παπισμό, δεν
τυγχάνει παρανυχίδα, όπως θέλουν να μας παρουσιάσουν οι οικουμενιστές σήμερα.
Από άποψη θεολογική και σωτηριολογική, οι διαφορές είναι τόσο μεγάλες όση η
απόσταση η που χωρίζει τον Παράδεισο από την κόλαση. Γι’ αυτό οι Οσιομάρτυρες
Άγιοι Πατέρες προτίμησαν τα φρικτά μαρτύρια και τον θάνατο από τον εκλατινισμό
έστω και στο ελάχιστο, λέγοντας: «Εμείς προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να γίνουμε
Λατίνοι (παπικοί) ποτέ.». Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας για τους λόγους αυτούς
τιμά γεραίρει την μνήμη τους εντός του
έτους, δοξάζοντας τον Τριαδικό μόνο αληθινό Θεό, τον «θαυμαστόν εν τοις αγίοις
αυτού». ("Θηβαϊκή Φωνής" Εκκλησίας Γνησίων Ορθοδόξων)