Κατά κόσμον Εμμανουήλ
Σηφάκης, γεννήθηκε το 1909 στην Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου Κρήτης, από γονείς ευσεβείς,
τον Γεώργιο και την Χρυσούλα. Μετά τις εγκύκλιες και γυμνασιακές σπουδές ασχολήθηκε
στην ιδιαιτέρα του πατρίδα με το επάγγελμα του υποδηματοποιού.
Από την νεανική του ηλικία ήταν ζηλωτής των πατρώων παραδόσεων και γι’ αυτό μαζί με την οικογένειά του δεν δέχθηκαν την αλλαγή του ημερολογίου, αλλά έμειναν πιστοί στην Γνήσια Ορθοδοξία.
Το 1946 ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο, εντασσόμενος στην Ι. Μ. Μεταμ. Σωτήρος Κουβαρά Αττικής, υπό τον συμπατριώτη του Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο (+ 1950). Την 20. 10. 1946 χειροτονήθηκε Διάκονος και στη συνέχεια Πρεσβύτερος από τον Γέροντά του. Το 1949 εστάλη στην Κρήτη, για την εξυπηρέτηση των εκεί αγωνιζομένων Γνησίων Ορθοδόξων.
Ήταν ο πρώτος Κρητικής καταγωγής κληρικός πού χειροτονήθηκε μετά την αλλαγή του ημερολογίου (1924). Μέχρι και την κοιμήση του υπήρξε ο ιεραπόστολος, ο Ιερεύς, ο Διάκονος, ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας στην Αποστολική Εκκλησία της Μεγαλονήσου, όπου διακρίθηκε για τον ζήλο και την προθυμία.
Για τον ζήλο του υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας και την προθυμία του στην εξυπηρέτηση των διωκομένων πιστών διώχθηκε με πολλή μανία από τούς καινοτόμους Αρχιερείς και ιδίως από τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο Ψαλιδάκη, από το 1949 πού διορίσθηκε εφημέριος στην Κρήτη, μέχρι και την δεκαετία του ’60, οπότε αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μεταξύ άλλων:
Στη γενέτειρά του Αγία Βαρβάρα έκτισε με πολλούς κόπους τον Ι. Ν. των Αγίων Πάντων, τον οποίο όμως κατέλαβε με την βία ο Μητροπολίτης Ευγένιος και τον εγκαινίασε με την προστασία των… πολυβόλων της Χωροφυλακής!
Σύρθηκε στα Δικαστήρια 11 φορές, με την κατηγορία της «αντιποιήσεως αρχής»!
Φυλακίσθηκε και έμεινε 8 χρόνια περιορισμένος σωματικά στην κατοικία του!
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1956, τον συνέλαβαν στον Ι. Ν. Αγίων Αναργύρων Ρεθύμνου, με εντολή του καινοτόμου Επισκόπου Αθανασίου, μαζί με το «τεκμήριο» του «εγκλήματός» του, τον Επιτάφιο!!! Τελικά, τον μεν π. Ευμένιο έκλεισαν στο κρατητήριο, τον δε Επιτάφιο φύλαξαν στο Αστυνομικό Τμήμα και τελικά τον κατέστρεψαν!!! (όπως καταθέτει μεταξύ άλλων μαρτύρων και η κ. Ευαγγελία Τσανιδάκη από τον Κάτω Πόρο Ρεθύμνης).
Ο π. Ευμένιος ιερουργούσε κυρίως στο προσκύνημα της Παναγίας της Αλμυρής, αρκετές φορές όμως και σε διάφορα ξωκλήσια για την καλύτερη εξυπηρέτηση των Ορθοδόξων. Κάποτε στην περιοχή του Ρεθύμνου, με τον Ι. Ναό των Αγίων Αναργύρων σφραγισμένο, ηγήθηκε μιας κοπιαστικής πορείας 300 περίπου πιστών (μεταξύ αυτών γερόντων, γυναικών και παιδιών), προς την κορυφή του Ψηλορείτη (υψόμετρο 2. 456 μ.), στο αρχαίο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, για να λειτουργήσει εκεί. Ενώ ο όρθρος είχε αρχίσει, κατέφθασαν κληρικοί από την Μονή Αρκαδίου και του ζήτησαν να φύγει, διότι «τέτοιες εντολές είχαν από τον Δεσπότη» (τον Ρεθύμνης Ν.Ε. Αθανάσιο). Ο π. Ευμένιος με δάκρυα τούς ζήτησε να τον αφήσουν να λειτουργήσει για να κοινωνήσουν οι Χριστιανοί και μετά να τούς ακολουθήσει στο Ρέθυμνο για να συλληφθεί ,αλλά εκείνοι επέμεναν να φύγει. Ταλαιπωρημένος ο ηρωικός Ιερομόναχος ξεκίνησε με τούς πιστούς για την Αλμυρή, όμως στο χωριό Κουρούτες έπεσε από την κούραση και κάποιοι χωρικοί φιλοτιμήθηκαν και εξοικονόμησαν ένα ζώο. Οι πιστοί, τελικά, κοινώνησαν στο προσκύνημα της Αλμυρής, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι μετά από πορεία ενός ημερονυκτίου!
Όταν ήταν δυνατόν να τελεσθεί κάπου Θεία Λειτουργία, οι πιστοί αξιοποιούσαν την ευκαιρία για να τελέσουν Μυστήρια Γάμου και Βαπτίσεως. Κάποτε στην Αλμυρή, κατά την διάρκεια μιας ολονυκτίας έγιναν οι βαπτίσεις 26 παιδιών! Άλλοτε, στην περιοχή των Αγίων Δέκα, σε πρωινή Λειτουργία, οι άρτοι διαβάστηκαν έξω από την εκκλησία, διότι οι Χριστιανοί είχαν φέρει 1500 αρτοκλασίες!
Ακόμη και μετά το τέλος των διωγμών, ο μακαριστός Ιεράρχης λειτουργούσε κρυφά, «διά τον φόβον των Ιουδαίων», σε απομακρυσμένα ξωκλήσια Λ.χ. στην περιοχή των Χανίων χρησιμοποιούσε το ιδιωτικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στα Περιβόλια.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 υποχρεώθηκε από τούς διωγμούς να έρθει στην ηπειρωτική Ελλάδα. Από τότε και μέχρι της εκλογής του σε Επίσκοπο (1973), υπηρέτησε σαν εφημέριος του Ι.Ν. Άγ. Κων/νου και Ελένης Καπαρελίου Θηβών.
Η Ιερά Σύνοδος της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, είχε γίνει κατ’ επανάληψιν δέκτης της επιθυμίας – ψήφου του Ορθοδόξου πληρώματος της Κρήτης, διά την ανάδειξιν του Ιερομονάχου Ευμενίου σε Επίσκοπο. Η πάγκοινη αυτή επιθυμία υλοποιήθηκε το έτος 1973, κατά την τρίτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης έγινε την 4ην Φεβρουαρίου 1973, στην Μονή της μετανοίας του, στο Παρεκκλήσιο των Οσίων 99 Πατέρων Κρήτης, από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ανδρέα.
Ως Επίσκοπος ο Σεβασμιότατος Ευμένιος, παρά την κακή του υγεία και την ηλικία του, εργάσθηκε με αυταπάρνηση, αξιοποιώντας την σχετική ελευθερία την οποία απολάμβαναν οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι της Κρήτης, μετά τον θάνατο του διώκτη της Γνήσιας Ορθοδοξίας Νεοημερολογίτη Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Ψαλιδάκη. Με πολλές θυσίες ανήγειρε τον Ι. Ν. Αγίας Τριάδος Ηρακλείου, τον οποίο εγκαινίασε το 1980, συμπαραστατούμενος από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα και τον Σεβ. Κοζάνης Τίτο. (Ο ναός αυτός ήταν ο πρώτος Ορθόδοξος ναός πού εγκαινιάστηκε στην Κρήτη μετά το Σχίσμα του 1924. Ακόμη, εκείνη η λαμπρή τελετή των εγκαινίων, με την συμμετοχή τριών Αρχιερέων και πεντάδος κληρικών, ήταν η πρώτη μεγάλη δημόσια εκκλησιαστική εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης, κατά την περίοδο των 56 – τότε - ετών του Νεοημερολογιτισμού).
Ευτύχησε ακόμη να δει κληρικό το πνευματικό του τέκνο Κων. Σελληνιωτάκη (Ιερομόναχο Καλλίνικο, ο οποίος τον στήριξε στο γήρας και την ασθένεια του) και την ανέγερση και λειτουργία και άλλων ναών (Τριών Ιεραρχών - Αγίου Νεκταρίου Μεγάλης Βρύσης, Αγίων Πάντων Άνω Ζάρου, Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου Κάτω Ζάρου, κ.α.).
Κοιμήθηκε την 2α Δεκεμβρίου 1981, μετά από πολύμηνη ασθένεια – την οποία υπέμεινε με μεγάλη υπομονή και καρτερία – και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, προεξάρχοντος του πρώην Αρχιεπισκόπου Ανδρέου συμπαραστατουμένου από τούς Σεβ. Αρχιερείς Αττικής Ματθαίου και Πειραιώς Νικολάου και πεντάδος κληρικών. Επικηδείους λόγους εκφώνησαν ὁ πρώην Αθηνών Ανδρέας και ο Σεβ. Πειραιώς.
Από την νεανική του ηλικία ήταν ζηλωτής των πατρώων παραδόσεων και γι’ αυτό μαζί με την οικογένειά του δεν δέχθηκαν την αλλαγή του ημερολογίου, αλλά έμειναν πιστοί στην Γνήσια Ορθοδοξία.
Το 1946 ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο, εντασσόμενος στην Ι. Μ. Μεταμ. Σωτήρος Κουβαρά Αττικής, υπό τον συμπατριώτη του Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο (+ 1950). Την 20. 10. 1946 χειροτονήθηκε Διάκονος και στη συνέχεια Πρεσβύτερος από τον Γέροντά του. Το 1949 εστάλη στην Κρήτη, για την εξυπηρέτηση των εκεί αγωνιζομένων Γνησίων Ορθοδόξων.
Ήταν ο πρώτος Κρητικής καταγωγής κληρικός πού χειροτονήθηκε μετά την αλλαγή του ημερολογίου (1924). Μέχρι και την κοιμήση του υπήρξε ο ιεραπόστολος, ο Ιερεύς, ο Διάκονος, ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας στην Αποστολική Εκκλησία της Μεγαλονήσου, όπου διακρίθηκε για τον ζήλο και την προθυμία.
Για τον ζήλο του υπέρ της Γνήσιας Ορθοδοξίας και την προθυμία του στην εξυπηρέτηση των διωκομένων πιστών διώχθηκε με πολλή μανία από τούς καινοτόμους Αρχιερείς και ιδίως από τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο Ψαλιδάκη, από το 1949 πού διορίσθηκε εφημέριος στην Κρήτη, μέχρι και την δεκαετία του ’60, οπότε αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μεταξύ άλλων:
Στη γενέτειρά του Αγία Βαρβάρα έκτισε με πολλούς κόπους τον Ι. Ν. των Αγίων Πάντων, τον οποίο όμως κατέλαβε με την βία ο Μητροπολίτης Ευγένιος και τον εγκαινίασε με την προστασία των… πολυβόλων της Χωροφυλακής!
Σύρθηκε στα Δικαστήρια 11 φορές, με την κατηγορία της «αντιποιήσεως αρχής»!
Φυλακίσθηκε και έμεινε 8 χρόνια περιορισμένος σωματικά στην κατοικία του!
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1956, τον συνέλαβαν στον Ι. Ν. Αγίων Αναργύρων Ρεθύμνου, με εντολή του καινοτόμου Επισκόπου Αθανασίου, μαζί με το «τεκμήριο» του «εγκλήματός» του, τον Επιτάφιο!!! Τελικά, τον μεν π. Ευμένιο έκλεισαν στο κρατητήριο, τον δε Επιτάφιο φύλαξαν στο Αστυνομικό Τμήμα και τελικά τον κατέστρεψαν!!! (όπως καταθέτει μεταξύ άλλων μαρτύρων και η κ. Ευαγγελία Τσανιδάκη από τον Κάτω Πόρο Ρεθύμνης).
Ο π. Ευμένιος ιερουργούσε κυρίως στο προσκύνημα της Παναγίας της Αλμυρής, αρκετές φορές όμως και σε διάφορα ξωκλήσια για την καλύτερη εξυπηρέτηση των Ορθοδόξων. Κάποτε στην περιοχή του Ρεθύμνου, με τον Ι. Ναό των Αγίων Αναργύρων σφραγισμένο, ηγήθηκε μιας κοπιαστικής πορείας 300 περίπου πιστών (μεταξύ αυτών γερόντων, γυναικών και παιδιών), προς την κορυφή του Ψηλορείτη (υψόμετρο 2. 456 μ.), στο αρχαίο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, για να λειτουργήσει εκεί. Ενώ ο όρθρος είχε αρχίσει, κατέφθασαν κληρικοί από την Μονή Αρκαδίου και του ζήτησαν να φύγει, διότι «τέτοιες εντολές είχαν από τον Δεσπότη» (τον Ρεθύμνης Ν.Ε. Αθανάσιο). Ο π. Ευμένιος με δάκρυα τούς ζήτησε να τον αφήσουν να λειτουργήσει για να κοινωνήσουν οι Χριστιανοί και μετά να τούς ακολουθήσει στο Ρέθυμνο για να συλληφθεί ,αλλά εκείνοι επέμεναν να φύγει. Ταλαιπωρημένος ο ηρωικός Ιερομόναχος ξεκίνησε με τούς πιστούς για την Αλμυρή, όμως στο χωριό Κουρούτες έπεσε από την κούραση και κάποιοι χωρικοί φιλοτιμήθηκαν και εξοικονόμησαν ένα ζώο. Οι πιστοί, τελικά, κοινώνησαν στο προσκύνημα της Αλμυρής, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι μετά από πορεία ενός ημερονυκτίου!
Όταν ήταν δυνατόν να τελεσθεί κάπου Θεία Λειτουργία, οι πιστοί αξιοποιούσαν την ευκαιρία για να τελέσουν Μυστήρια Γάμου και Βαπτίσεως. Κάποτε στην Αλμυρή, κατά την διάρκεια μιας ολονυκτίας έγιναν οι βαπτίσεις 26 παιδιών! Άλλοτε, στην περιοχή των Αγίων Δέκα, σε πρωινή Λειτουργία, οι άρτοι διαβάστηκαν έξω από την εκκλησία, διότι οι Χριστιανοί είχαν φέρει 1500 αρτοκλασίες!
Ακόμη και μετά το τέλος των διωγμών, ο μακαριστός Ιεράρχης λειτουργούσε κρυφά, «διά τον φόβον των Ιουδαίων», σε απομακρυσμένα ξωκλήσια Λ.χ. στην περιοχή των Χανίων χρησιμοποιούσε το ιδιωτικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στα Περιβόλια.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 υποχρεώθηκε από τούς διωγμούς να έρθει στην ηπειρωτική Ελλάδα. Από τότε και μέχρι της εκλογής του σε Επίσκοπο (1973), υπηρέτησε σαν εφημέριος του Ι.Ν. Άγ. Κων/νου και Ελένης Καπαρελίου Θηβών.
Η Ιερά Σύνοδος της Γνήσιας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, είχε γίνει κατ’ επανάληψιν δέκτης της επιθυμίας – ψήφου του Ορθοδόξου πληρώματος της Κρήτης, διά την ανάδειξιν του Ιερομονάχου Ευμενίου σε Επίσκοπο. Η πάγκοινη αυτή επιθυμία υλοποιήθηκε το έτος 1973, κατά την τρίτη ανασυγκρότηση της Ιεράς Συνόδου. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης έγινε την 4ην Φεβρουαρίου 1973, στην Μονή της μετανοίας του, στο Παρεκκλήσιο των Οσίων 99 Πατέρων Κρήτης, από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ανδρέα.
Ως Επίσκοπος ο Σεβασμιότατος Ευμένιος, παρά την κακή του υγεία και την ηλικία του, εργάσθηκε με αυταπάρνηση, αξιοποιώντας την σχετική ελευθερία την οποία απολάμβαναν οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι της Κρήτης, μετά τον θάνατο του διώκτη της Γνήσιας Ορθοδοξίας Νεοημερολογίτη Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Ψαλιδάκη. Με πολλές θυσίες ανήγειρε τον Ι. Ν. Αγίας Τριάδος Ηρακλείου, τον οποίο εγκαινίασε το 1980, συμπαραστατούμενος από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα και τον Σεβ. Κοζάνης Τίτο. (Ο ναός αυτός ήταν ο πρώτος Ορθόδοξος ναός πού εγκαινιάστηκε στην Κρήτη μετά το Σχίσμα του 1924. Ακόμη, εκείνη η λαμπρή τελετή των εγκαινίων, με την συμμετοχή τριών Αρχιερέων και πεντάδος κληρικών, ήταν η πρώτη μεγάλη δημόσια εκκλησιαστική εκδήλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Κρήτης, κατά την περίοδο των 56 – τότε - ετών του Νεοημερολογιτισμού).
Ευτύχησε ακόμη να δει κληρικό το πνευματικό του τέκνο Κων. Σελληνιωτάκη (Ιερομόναχο Καλλίνικο, ο οποίος τον στήριξε στο γήρας και την ασθένεια του) και την ανέγερση και λειτουργία και άλλων ναών (Τριών Ιεραρχών - Αγίου Νεκταρίου Μεγάλης Βρύσης, Αγίων Πάντων Άνω Ζάρου, Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου Κάτω Ζάρου, κ.α.).
Κοιμήθηκε την 2α Δεκεμβρίου 1981, μετά από πολύμηνη ασθένεια – την οποία υπέμεινε με μεγάλη υπομονή και καρτερία – και κηδεύθηκε στη γενέτειρά του Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, προεξάρχοντος του πρώην Αρχιεπισκόπου Ανδρέου συμπαραστατουμένου από τούς Σεβ. Αρχιερείς Αττικής Ματθαίου και Πειραιώς Νικολάου και πεντάδος κληρικών. Επικηδείους λόγους εκφώνησαν ὁ πρώην Αθηνών Ανδρέας και ο Σεβ. Πειραιώς.
Από τα εγκαίνια του Ι.Ν. Αγίας Τριάδος Ηρακλείου προεξάρχοντος του Σεβ. Ευμενίου συμπαραστατούμενου από τον πρώην Αθηνών Ανδρέα και του Σεβ. Σερβιών και Κοζάνης Τίτου |