ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ: Από το παραπάνω κείμενο του Ευαγγελίου φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι είχαν διαμορφώσει μια εικόνα λαθεμένη για το πρόσωπό Του. Πίστευαν ότι ήταν ένα «θρησκευτικό» πρόσωπο με χαρισματικές ικανότητες και τον ταύτιζαν με συγκεκριμένες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης. Η παρεξήγηση αυτή δεν ήταν ηθελημένη, αλλά είχε την αιτία της στην άγνοια ή στη συνήθεια να αποδίδεται προφητικό χάρισμα σε κάθε άξιο πνευματικό άνδρα ή στην άδολη ευσέβεια που επιτρέπει τέτοιου είδους παρεξηγήσεις. Ο ίδιος ο Χριστός συγχώρεσε αυτές τις παρανοήσεις με το λόγο Του πάνω στο σταυρό: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ: Στην κατηγορία των ανθρώπων που σκόπιμα παρερμήνευσαν ή παρεξήγησαν το πρόσωπο και την αποστολή του Χριστού ανήκουν και οι θρησκευτικοί άρχοντες των Ιουδαίων της εποχής Του. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι καθώς και οι Σαδδουκαίοι δε θέλησαν να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν το μεσσιανικό χαρακτήρα του προσώπου και του έργου Του. Γι' αυτό και τον αντιμετώπισαν ως σφετεριστή και διαστροφέα της μεσσιανικής προσδοκίας. Αρκετοί σύγχρονοί του Ιουδαίοι παρεξήγησαν το πρόσωπο και την αποστολή του Χριστού εντάσσοντάς τα στα εθνικιστικά τους πλαίσια. Κι αυτό γιατί ανέμεναν το Μεσσία ως ισχυρό ηγεμόνα που θα αποκαθιστούσε το έθνος τους στο παλιό του μεγαλείο. Σ' αυτήν την κατηγορία εντάσσεται και η περίπτωση του Ιούδα, του οποίου η συμπεριφορά έναντι του Ιησού έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας (θρησκειολογικής, ψυχολογικής, ιστορικής, κοινωνιολογικής).
Ο Ιούδας ήταν από τις περιπτώσεις εκείνες που ηθελημένα ίσως παρερμήνευσαν το ρόλο του Χριστού και τον είδαν σαν ένα «ραββί», επαναστάτη δάσκαλο, που όφειλε να μεταφέρει ηθικά διδάγματα στους Εβραίους τοποθετημένα μέσα στα εθνικιστικά τους πλαίσια. Η άρνηση του Ιούδα να συμμετάσχει ως το τέλος στο πασχάλιο Δείπνο εξέφραζε την αδυναμία να δεχτεί το Χριστό ως Σωτήρα, παρά το γεγονός ότι πάντοτε βρισκόταν μαζί Του και είχε λάβει μέρος σε συζητήσεις για το πρόσωπό Του.
Οι εισηγητές των αιρέσεων αμφισβήτησαν ή και αρνήθηκαν τη θεανθρώπινη υπόσταση του Χριστού, γιατί προσπάθησαν με το λογικό να κατανοήσουν το υπέρλογο δόγμα της υποστατικής ένωσης. Είναι γνωστές οι λεγόμενες χριστολογικές αιρέσεις (Αρειανισμός, Δοκητισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός κ.ά.). Όλες τις αντιμετώπισε η Εκκλησία αφενός μεν με τα συγγράμματα των εκκλησιαστικοί συγγραφέων και Πατέρων, αφετέρου δε με τις Συνόδους και μάλιστα τις Οικουμενικές.
Η πρώτη συστηματική άρνηση της θεότητας του Χριστού διαπιστώθηκε μέσα σε τρεις αιρέσεις που είναι γνωστές στην ιστορία σαν Αρειανισμός, Νεστοριανισμός και Μονοφυσιτισμός.
Ο Αρειανισμός, που τ' όνομά του το πήρε από τον πρεσβύτερο της Αλεξανδρείας Άρειο (4ος αιώνας), ο οποίος διακήρυξε ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι Θεός και «ομοούσιος» με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα του Θεού.
Ο Νεστοριανισμός, που τ' όνομά του το πήρε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο (5ος αιώνας), ο οποίος προβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη του Ιησού Χριστού κατά την ουσία ή τη φύση της. Ο Χριστός κατά το Νεστόριο είναι ένας καλός, χαρισματούχος άνθρωπος.
Ο Μονοφυσιτισμός, που τον πρωτοδιατύπωσε ο πρεσβύτερος Ευτυχής στην Κωνσταντινούπολη (5ος αιώνας) και εκφράζει την άποψη ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ένα «φάντασμα» ανθρώπου. Στην πραγματικότητα ήταν μόνο Θεός που απλά φαινόταν να είναι άνθρωπος.
ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ Ή ΛΑΘΕΜΕΝΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ: Πέρα από τις τάσεις αυτές υπήρξαν και διάφορες απόψεις γύρω από το πρόσωπο του Χριστού, που προσπάθησαν να δώσουν μια λογική εξήγηση για το πρόσωπό Του. Τις πρώτες μη θεολογικές, φαινομενικά τουλάχιστον, εκτιμήσεις για τον Ιησού Χριστό εμφανίστηκαν να έχουν από το 17ο αιώνα οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού. Όπως είναι γνωστό από την ιστορία, ο Διαφωτισμός διακήρυξε ότι βασικό όργανο για την κατανόηση κάθε ανθρώπινου προβλήματος θα έπρεπε να είναι η λογική. Η λογοκρατία των εκπροσώπων της Διαφώτισης άσκησε λεπτομερή έλεγχο στα δόγματα της Εκκλησίας. Κύριοι εκπρόσωποι αυτής η τάσης ήταν οι John Locke και T. Hobbes στην Αγγλία, ο Spinoza στη Γερμανία και οι γνωστοί σαν Εγκυκλοπαιδιστές στη Γαλλία. Έτσι ως το δικό μας αιώνα οι απόψεις της Διαφώτισης πέρασαν τόσο στον επιστημονικό τομέα σαν έρευνα γύρω από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και τις αρχές της γένεσης του Χριστιανισμού όσο και σαν εκλαϊκευτικά έργα που στόχευαν να δώσουν μια αρνητική ερμηνεία για τον Ιησού και την Εκκλησία Του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σ' αυτή την προσπάθεια διάκρισης ανάμεσα στον Ιησού της ιστορίας και στον Χριστό της πίστης (η ιστορία Τον αρνείται κατά Διαφωτισμό, ενώ μόνο η πίστη Τον δέχεται) αναμείχθηκαν και επιφανείς θεολόγοι, οι οποίοι τελικά αρνήθηκαν τον ιστορικό Ιησού.
α) Σύμφωνα με την άποψη του H. Reimarus (18ος αιώνας) ο Χριστός ήταν ένας δάσκαλος, που δίδαξε τη Βασιλεία του Θεού σαν μια εγκόσμια βασιλεία, μια νέα τάξη πραγμάτων. Η κραυγή Του πάνω στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνατί με εγκατέλειπες» δείχνει την απογοήτευσή Του για την αδυναμία επιβολής αυτής της Βασιλείας. Βασική αδυναμία των θεωριών του Reimarus ήταν ότι δεν μπόρεσε να εξηγήσει την εμφάνιση του Χριστιανισμού σαν ιστορικού φαινομένου.
β) Ο David Strauss με βάση τη μέθοδο του Εγέλου υποστήριξε ότι καθετί που γνωρίζουμε για τον Ιησού είναι μύθος. Ανεξάρτητα όμως απ' αυτό, ο Χριστός παραμένει αιώνια αλήθεια. Η άρνηση της ιστορικότητας δε μειώνει τις θρησκευτικές αλήθειες. Οι διηγήσεις των θαυμάτων είναι χριστιανικοί θρύλοι που έχουν τις ρίζες τους στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Strauss αρνείται το θαύμα για λόγους φιλοσοφικούς (επηρεασμένος από τον Έγελο) κι όχι ιστορικούς. Αγνοούσε επίσης ότι όταν απλοί άνθρωποι εκθέτουν διάφορες εντυπώσεις ή εμπειρίες τους, δεν μπορεί η έρευνα να αρνείται στο είδος αυτό οποιαδήποτε ιστορική βάση.
γ) Η περίπτωση του Ερνέστου Ρενάν (+1892) είναι ίσως η πιο γνωστή. Ο Χριστός κατ' αυτόν είναι ιστορικό πρόσωπο που αυτοπαρουσιάσθηκε ως Υϊός του Θεού και περίμενε την μετάνοια των ανθρώπων. Κέντρο της διδασκαλίας Του ήταν η αγάπη. Λόγω της αντίδρασης των θρησκευτικών αρχών, από κήρυκας της αγάπης μετατράπηκε σ' ένα είδος κοινωνικού επαναστάτη με τη μορφή του Μεσσία. Τελικά προδόθηκε και με την επέμβαση των ρωμαϊκών αρχών συνελήφθη και εκτελέστηκε. Ο Ρενάν έδωσε μια λυρική εικόνα για τον Ιησού και έδειξε μεγάλη αδυναμία στη χρησιμοποίηση των πηγών του, που ήταν τα Ευαγγέλια. Η αδυναμία αυτή συνίσταται στο ότι ερμήνευσε το Χριστό μ ένα τρόπο συναισθηματικό και λιγότερο ρεαλιστικό.
δ) Ο Αλβέρτος Σβάϊτσερ, γνωστός ως ανθρωπιστής και ιεραπόστολος, γράφοντας την «Ιστορία της έρευνας του Βίου του Ιησού» έδωσε και τη δική του εξήγηση για το πρόσωπο του Χριστού. Ενώ καταδίκασε αμείλικτα κάθε παραχάραξη του προσώπου του Ιησού από τους προηγούμενους ερευνητές, παραβίασε με το δικό του τρόπο τα κείμενα και από το πρόσωπο του Ιησού έφτιαξε κάτι που δεν ήταν. Τον Ιησού που είναι εξουσιαστής της ανθρώπινης ιστορίας, αδιαφορώντας για τον ιστορικό Ιησού. Η εικόνα του Σβάϊτσερ τόνισε την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον Ιησού που είναι αίνιγμα και ξένος για μας και στον Ιησού που είναι κυρίαρχος, απευθύνεται σε μας και ζητά την υπακοή μας.
Όλες οι παραπάνω θεωρίες από τη μια πλευρά έδωσαν αφορμή να μελετηθεί περισσότερο ό,τι σχετικό με το πρόσωπο του Ιησού και να ενεργοποιήσει θετικότερα τις συνειδήσεις των χριστιανών και από την άλλη πλευρά αποτέλεσαν το κύριο έναυσμα για την αποχαλίνωση της ανθρώπινης φαντασίας. Από τότε, και ειδικά μέσα στον αιώνα, γράφτηκαν οι πλέον περίεργες απόψεις γύρω από το πρόσωπο του Ιησού.
ΑΛΛΕΣ ΛΑΘΕΜΕΝΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ: Πέρα από το θεολογικό χώρο δημιουργήθηκε πλούσια φιλολογία γύρω από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που απηχεί τις απόψεις των ιδεολογικών ρευμάτων, από τα οποία ήταν επηρεασμένοι οι συγγραφείς. Αφορμή βέβαια τις περισσότερες φορές για τέτοιου είδους γενικεύσεις έδιναν στους συγγραφείς συγκεκριμένες αρνητικές εμπειρίες που είχαν από Εκκλησία και τους εκπροσώπους της ή ακόμη και εκ των προτέρων αρνητική στάση τους απέναντι στην Εκκλησία.
α) Έτσι οι ρομαντικοί, του περασμένου και των αρχών του 20ού αιώνα έβλεπαν στο πρόσωπο του Χριστού τον «γλυκύ Ιησού», ένα πρότυπο ευσέβειας και καλοσύνης, που κήρυξε μέσα στη φύση την αδελφοσύνη των ανθρώπων. Αυτή την αντίληψη έχουν για τον Ιησού πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα. Είναι ο Χριστός πολλών λογοτεχνών, ποιητών, ανθρώπων της τέχνης και της διάδοσης ανθρωπιστικών ιδεωδών.
β) Οι θιασώτες του κοινωνισμού προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Ιησού ως επαναστάτη. Κατ' αυτούς ο Ιησούς παρατήρησε εις βάθος τις τρομερές καταχρήσεις που γίνονταν από το εβραϊκό κατεστημένο και με τη διδασκαλία Του διαμαρτυρήθηκε ενάντια σ' αυτές ανοιχτά και πολλές φορές με επιτυχία. Μετά το θάνατό του οι οπαδοί του τον έκαμαν Θεό και ιδρυτή της θρησκείας τους. Ο μεγάλος Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας και στοχαστής Μπερνάρ Σω στο βιβλίο του «Κοινωνικά συστήματα» τονίζει ότι ο Χριστός ως θεάνθρωπος είναι κατασκεύασμα των ανθρώπων, οι οποίοι αρχίζουν λέγοντας «Αυτός δεν είναι ο γιος του μαραγκού» και τελειώνουν λέγοντας «Ιδού ο Αμνός του Κυρίου».
γ) Μια άλλη εικόνα για το Χριστό δίνουν οι ερευνητές από το χώρο της ψυχανάλυσης. Ευαισθητοποιημένοι από την έννοια της ελευθερίας και της ανάγκης απελευθέρωσης του ανθρώπου από ψυχαναγκασμούς ερμηνεύουν την παρουσία του Χριστού στη γη σαν προσπάθεια του ανθρώπου να απελευθερωθεί από το σύνδρομο του «σαδιστή πατέρα» (Φρόϋντ), δηλαδή του Θεού των Εβραίων που ενέπνεε το φόβο, όπως ο σαδιστής πατέρας στα παιδιά του. Έτσι το δόγμα για το Χριστό θεωρείται απ' αυτούς ως αποτέλεσμα εσωτερικής ψυχικής σύγκρουσης (Θεόδωρος Ράϊκ). Διαφωνώντας ο γνωστός μαθητής του Φρόϋντ, Έριχ Φρομ στην παραπάνω άποψη, τονίζει ότι η δημιουργία του δόγματος για το Χριστό από τους Χριστιανούς είναι περισσότερο αποτέλεσμα μιας ιστορικής εξέλιξης.
δ) Δε θα έπρεπε να παραλείψουμε και αυτούς που επηρεασμένοι από τις αντιλήψεις του Κ. Μαρξ για τη θρησκεία, μορφοποίησαν ένα δικό τους πορτραίτο για τον Ιησού. Πρόκειται, κατ' αυτούς, για το Μεσσία που απέρριψε ο ισραηλιτικός λαός και πέθανε σαν σκλάβος πάνω στο σταυρό. Δεν έφερε στη γη την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία και τη δύναμη. Πολλοί προσπάθησαν να τον δουν σαν τον προλετάριο, τον κομμουνιστή της εποχής του, που χτυπάει την καταπίεση των Ρωμαίων κατακτητών και των Εβραίων συνεργατών τους. Ο Χριστός γι' αυτούς απευθύνθηκε στο εξαθλιωμένο προλεταριάτο της εποχής του. Το κήρυγμά του μπορεί να κατανοηθεί μόνο αν γνωρίζει κανείς την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική καιι ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που τον πλαισίωναν (Ι. Κάουτσκυ).
ε) Οι τελευταίες γενιές προσπάθησαν να τον δουν ακόμα και ως αναρχικό της εποχής του (η γενιά της pop), ενώ οι φοιτητές του Μάη του '68 στο Παρίσι ονόμαζαν το Χριστό (στα συνθήματα που έγραφαν «τσαρλατάνο της Ναζαρέτ» ή «μάγο της Ναζαρέτ κ.ά.
Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: Όταν οι μαθητές του Χριστού έδωσαν σ' Αυτόν την εικόνα που είχαν αποκομίσει από τις γνώμες του κόσμου για τον Ίδιο, τότε Εκείνος τους ρώτησε «σεις ποιος λέτε ότι είμαι;». και ο Πέτρος του αποκρίθηκε «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16,15-16).
Ας δούμε λοιπόν την άποψη της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού, όπως διατυπώνεται στο σχετικό όρο της Δ' Οικουμενικής Συνόδου: Εἷς καί ὁ αὐτός Χριστός ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν, ἕνα καί τόν αὐτὀν υἱόν καί μονογενῆ, τόν Θεόν Λόγον».
Σχολιάζοντας το παραπάνω κείμενο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.) διακήρυξε ότι συνυπάρχουν στον Ιησού Χριστό δύο φύσεις, η μία θεία και η άλλη ανθρώπινη. Σύμφωνα με τη θεϊκή Του φύση ο Χριστός είναι ομοούσιος με το Θεό Πατέρα και σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση Του είναι ομοούσιος με μας τους ανθρώπους. Δηλαδή σύμφωνα με τη θεϊκή Του φύση είναι πλήρης και τέλειος Θεός, είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο μοναδικός «μονογενής» και αιώνιος Υϊός του αιώνιου Πατέρα, που γεννήθηκε από τον Πατέρα «προ πάντων των αιώνων». Σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση Του είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος. Αφού γεννήθηκε στη Βηθλεέμ από την Θεοτόκο Μαρία, δεν έχει μόνο ένα ανθρώπινο σώμα σαν το δικό μας, αλλά και μια ψυχή ανθρώπινη και νου. Όμως αν και ο σαρκωμένος Χριστός υφίσταται «με δύο φύσεις», είναι ένα πρόσωπο, μόνο και αχώριστο, και όχι δύο πρόσωπα που συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα.
Είναι πρόσωπο ιστορικό και η γέννησή Του έχει υπερφυσικό χαρακτήρα σύμφωνα και με το άρθρο 3 του Συμβόλου της Πίστεως «Τόν δι' ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα». Οι Πατέρες και η ορθόδοξη υμνογραφία με πλούσιο λεξιλόγιο υμνούν και εγκωμιάζουν το μέγα και ανεπανάληπτο αυτό γεγονός της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων, γιατί έχει κοσμολογικές και ανθρωπολογικές συνέπειες. Εξαγιάζει τη δημιουργία και την ύλη, ενώ παράλληλα ανυψώνει την ανθρώπινη φύση και της δίνει τη δυνατότητα να φθάσει μέχρι τη θέωση. Όπως αναφέρεται στο ίδιο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως, σκοπός της ενανθρώπησης του Λόγου του Θεού είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός ως Θεάνθρωπος λυτρωτής προσφέρει στον άνθρωπο τα μέσα της απαλλαγής του από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος. Μ' αυτόν τον τρόπο αποκαθίστανται οι αρμονικές σχέσεις με το Θεό, τη φύση, το συνάνθρωπο και τον εαυτό του. Η θεανθρώπινη φύση του Χριστού προβάλλει ως μια πρόσκληση και πρόκληση για το σύγχρονο άνθρωπο να συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα για την πραγματοποίηση της θέωσης.
Πηγή: "Ορθόδοξοι Ορίζοντες: Χριστιανισμός και Θρησκεύματα"