2018/04/21

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Στίς Μυροφόρες καί στή θεόσωμο ταφή τοῦ Κυρίου

Ἁγίου Γρηγορίου Πατριάρχου Ἀντιοχείας



Δεσπότης Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Μονογενής, ἀπό δική του πρωτοβουλία, χωρίς νά ἀναγκασθεῖ ἀπό κάποιον ‒ἀφοῦ ἀνέβηκε στό Σταυρό, καί ἁπλώνοντας τά χέρια, ἀποκατέστησε τή δικαιοσύνη ὑπέρ ὅλης τῆς κτίσεως, καί ἀφοῦ ἔτσι κατετρόπωσε ὅλες τίς ἀόρατες καί πονηρές δυνάμεις μέ τό Πάθος στό ὁποῖο ὑπέβαλε τό σῶμα του‒ θέλησε νά γευθεῖ ἡ ἁγία του σάρκα τήν τριήμερη νέκρωση γιά χάρη ὅλης τῆς φύσεως, ὥστε νά χαρίσει διά μέσου αὐτῆς στό νεκρωμένο γένος τήν ἀθανασία. Καί μάλιστα, ἀφοῦ ἔγειρε τήν ἁγία κεφαλή του, διέταξε σάν δοῦλο τό θάνατο νά προσέλθει στή σάρκα.

φθασε ἀμέσως ὡς δοῦλος ὁ θάνατος, ὑπηρετώντας τό δεσποτικό πρόσταγμα, καί κράτησε τό σῶμα, πού τοῦ δόθηκε ἄδεια νά λάβει. Ὅταν δέ κρατήθηκε ἀπό τό θάνατο τό σῶμα ἐκεῖνο, τό φοβερό γιά τά Χερουβίμ καί φρικτό γιά τά Σεραφίμ, ὅπως θέλησε ὁ Κύριος τοῦ σώματος, ἔτρεξε ἡ ψυχή τοῦ Σωτήρα νά εὐαγγελισθεῖ στίς ψυχές τήν ἀπολύτρωσή τους.

δέ Θεότης του ἔμενε καί στό σῶμα καί στήν ψυχή, διότι δέν χωρίσθηκε κατ’ οὐδένα τόπο καί τρόπο ἡ θεότητα ἀπό τήν ἀνθρωπότητα μετά τήν ἕνωσή τους. Ἀλλά καί στούς οὐρανούς ἦταν καί στόν τάφο παρευρίσκετο, χωρίς νά ἐπηρεασθεῖ καθόλου, διατηρώντας ἄφθαρτη τήν περιβολήν της.

Μετά τή φρικτή αὐτή οἰκονομία, κάποιος εὐγενής καί πλούσιος ἄνδρας, ὁ Ἰωσήφ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία καί εἶχε γίνει μαθητής τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀποδίδοντας στό διδάσκαλό του, τό τελευταῖο χρέος μετά τήν τελευτή του, παρουσιάσθηκε στόν Πιλάτο παρακαλώντας τον καί λέγοντας: Γιά ἕνα νεκρό κάμω αὐτή τήν παράκληση, συκοφαντημένο ἀπό τούς ἐχθρούς καί, στόν καιρό τοῦ πάθους, ἐγκαταλελειμμένο ἀπό τούς φίλους.

Γιά ἕνα νεκρό ἱκετεύω, πού δέν ἔχει ἀποκτήσει οὔτε χρυσάφι οὔτε ἀσήμι οὔτε στρατιῶτες οὔτε συμμάχους οὔτε σωματοφύλακες, παρά μόνο μιά φτωχή μητέρα, ἡ ὁποία πλούτισε μέ τόν τοκετό της. Γιά ἕνα νεκρό πρεσβεύω πού πέθανε μέ τήν θέλησή του. Ἐπειδή, ἄν δέν ἤθελε, δέν θά εἶχε πεθάνει.

ς κατεβεῖ λοιπόν ἀπό τόν σταυρό αὐτός πού σέ τίποτε κανέναν δέν ἀδίκησε, ἀλλά ἀντίθετα μυριάδες ἀνθρώπους εἶχε τιμήσει μέ εὐεργεσίες. Χάρισέ μου ἕνα δῶρο, ἀπό τό ὁποῖο δέν ἔχεις καλύτερο. Χάρισέ μου ἕνα δῶρο πού θά κάνει εὐτυχισμένο ἐμένα πού θά τό δεχθῶ. Δώρησέ μου τοῦτο τόν ζωοποιό νεκρό, καί ἐγώ παίρνοντάς Τον, νά τόν καλύψω στή γῆ. Δώρησέ μου τό τρισμακάριο σῶμα, τοῦ ὁποίου τόν θάνατο πένθησε ἡ κτίση.

Δώρησέ μου τό σῶμα ἀπό τό ὁποῖο σχίσθηκαν οἱ πέτρες, ἐκδηλώνοντας μέ τό ρῆγμα τό πένθος τους. Νά καταφιλήσω τά τραύματα τῶν ἁγίων χεριῶν, ἀπό τά ὁποῖα θεραπεύθηκαν τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας. Νά ψηλαφήσω ἐκείνη τήν ἄχραντη πλευρά, ἀπό τήν ὁποία πήγασε αἷμα μυστικό καί ὕδωρ ἀναγεννήσεως.

Νά ἐνταφιάσουν τά χέρια αὐτά ἐκεῖνον πού πρόκειται νά λύσει τοῦ θανάτου τά σπάργανα. Νά κηδεύσουν τά ἁμαρτωλά τοῦτα δάκτυλα ἐκεῖνον πού ἔπραξε καί δίδαξε κάθε δικαιοσύνη. Νά ἀγγίξω τήν ἀναμάρτητη σάρκα, πού τρισμακάριος εἶναι αὐτός πού τήν ἀγγίζει μέ πίστη. Νά ὁδηγήσω στό μνῆμα αὐτόν πού θά ἀνοίξει τά μνημεῖα τῶν νεκρῶν. Νά δώσω σ’ αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή, τήν πηγή τῆς Ἀναστάσεως. Νά ἀνάψω καί σ’ αὐτούς πού κρατεῖ ὁ Ἅδης τό λύχνο τῆς Ἀναστάσεως.

Αὐτά ἔλεγε ὁ Ἰωσήφ σεβαστικά, καί ὁ Πιλάτος ὑπάκουσε μέ εὐμένια, ἐπειδή ἡ Θεία δύναμη τοῦ νεκροῦ πού τοῦ ζητοῦσε ὁ Ἰωσήφ ἐνεργοῦσε στούς ἁρμόδιους γιά τό θέμα θεοπρεπῶς, καί ἔτσι μάλαξε τήν ψυχή τοῦ Πιλάτου, ὥστε νά ὑπακούσει. Καί ἀμέσως ὁ πρεσβευτής ἀποδείχθηκε ἐνταφιαστής. Διότι παίρνοντας τό σῶμα πού ποθοῦσε, τό ἀγκάλιαζε καί τό καταφιλοῦσε, ἀκουμπώντας τά χείλη στά ἅγια μέλη, μέ τή σκέψη ὅτι «ἐάν ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του μέ πίστη, καταξήρανε τήν πηγή τοῦ αἵματος, ἐγώ πού πιάνω αὐτό τό ἴδιο τό Θεῖο Σῶμα, δέν θά πετύχω δωρεές;».

πειτα, τυλίγοντας μέ καθαρό σεντόνι τόν καθαρό μαργαρίτη, τόν ἀπέθεσε στό δικό του καινούργιο μνῆμα, καί τοποθετώντας μιά πέτρα στό στόμιο τοῦ τάφου, γεμάτος δάκρυα, ἐπέστρεψε, γυρίζοντας συχνά πυκνά πρός τόν τάφο καί θρηνώντας τοῦ διδασκάλου τή στέρηση.

λλά ἔφθασε τοῦ Ἰωσήφ τήν εὐσέβεια τῶν Ἰουδαίων ἡ ἀσέβεια. Ἐπειδή πάλι οἱ θεομάχοι συγκεντρώθηκαν τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, καί προσῆλθαν στόν Πιλάτο λέγοντας: «Κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ὁ πλάνος ἐκεῖνος ἔτι ζῶν εἶπε: μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τόν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας. Μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ νυκτός, κλέψωσιν αὐτόν, καί εἴπωσι τῷ λαῷ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν. Καί ἔστω ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης».

Τί λές ἐσύ πλάνε καί παράνομε Ἰουδαῖε; Ἦταν πλάνος αὐτός πού θεράπευσε τούς ὁμοεθνεῖς σου λεπρούς; Ἦταν πλάνος αὐτός πού ἀπάλλαξε τούς τυφλούς πατριῶτες σου ἀπό τήν νύκτα πού εἶχε γεννηθεῖ μαζί τους; Πλάνος ἦταν αὐτός πού ἐλευθέρωσε τούς δαιμονισμένους ἀπό τήν μανία τῶν δαιμόνων; Πλάνος ἦταν αὐτός πού στήν ἔρημο σοῦ πρόσφερε γεῦμα χωρίς καμιά καλλιέργεια; Πλάνος ἦταν αὐτός πού κάλεσε τόν Λάζαρο νά βγεῖ ἀπό τόν τάφο, καί μέ τόν λόγο του ξύπνησε τόν νεκρό σάν αὐτός νά κοιμόταν; Ἦταν πλάνος ὁ Χριστός; καί ποιός ἄλλος εἶναι ἀληθινός; Ἦταν πλάνος ὁ Χριστός;

Γιατί λοιπόν φοβᾶσαι αὐτά πού εἶπε ὁ πλάνος; Πλάνος ἦταν; Καί φοβᾶσαι τοῦ νεκροῦ τή φωνή; Ἀλήθεια, μήπως εἶπε κάτι γιά τήν Ἀνάσταση, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε; Μήπως πιστεύεις αὐτά πού προεῖπε; Γιατί λοιπόν ἄδικα ταλαιπωρεῖσαι γιά τήν ἔκβαση; Ἄν λοιπόν δέν ἀναστηθεῖ ὁ νεκρός γιά τόν ὁποῖο μεριμνᾶς, τότε εἶναι πλάνος, ὅπως βλασφημεῖς.

Τί τούς ἀποκρίθηκε λοιπόν ὁ Πιλάτος; «Ἔχετε κουστωδίαν. Ὑπάγετε, ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε». Ἐάν γιά τόν ἀντίθεο καί παράνομο, ὅπως τόν ἀποκαλεῖτε, τόσο πολύ ἔχετε φρίξει· ἄν ἐσεῖς οἱ ζωντανοί φοβᾶσθε τόσο τόν νεκρό, φρουρά ἔχετε, στρατιῶτες ἔχετε. Ἐκστρατεῦστε οἱ πολλοί κατά τοῦ Ἑνός. Ἀσφαλίστε τόν νεκρό, πού τόσο φοβᾶσθε, ὅπως γνωρίζετε.

Θέλετε νά σφραγίσετε τόν τάφο; Σφραγίστε τον. Θέλετε νά τόν περιβάλετε μέ σιδερένιες ἁλυσίδες; Κάντε το κι αὐτό. Μήν πῆτε ὕστερα: ἄν μᾶς ἄφηνες νά φρουρήσουμε τόν τάφο δέν θά χάναμε τόν νεκρό. Πηγαίνετε, ἀσφαλίστε τον, ὅπως γνωρίζετε.

ν φανεῖ ἐκεῖ ὁ Πέτρος, θανατῶστε τον μέ τά ὅπλα σας. Ἄν ἔλθει κάποιος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ναζωραίου, σηκωθῆτε ἀμέσως καί σκοτῶστε τον. Ἐπιμείνετε νά τόν φυλάσσετε μέ προσοχή καί ἀκρίβεια, μήν κατορθώσει κάποιος ὕποπτος νά κλέψει τόν ἐχθρό σας.

Μέ τέτοια λόγια καί ὅπλα καί στρατιῶτες ἐφοδιασμένοι οἱ ἐχθροί τοῦ Σωτήρα, ἔφθασαν μέ πολλή προθυμία καί μανία στόν τάφο, καί βάζοντας σιδερένιες σφραγίδες στό μνῆμα κάθισαν ἐκεῖ καί τόν φρουροῦσαν γιά τόσο διάστημα ὅσο θέλησε Ἐκεῖνος πού φυλασσόταν ἀπό αὐτούς.

ν τῷ μεταξύ ἔφθασε ἡ δεύτερη μέρα. Καί τήν μέν πρώτη μέρα ὁ θάνατος ἀναμασοῦσε τό θήραμά του, καί θέλοντας νά τό δαγκώσει μέ τά δόντια τῆς διαφθορᾶς του, στάθηκε ἀδύνατο.

Καί πάλι τήν δεύτερη ἡμέρα θέλησε νά τό φάγει, ἀλλά δέν μποροῦσε. Ἀποροῦσε λοιπόν μόνος του καί ὅπως ἦταν φυσικό, κάτι τέτοιο σκεφτόταν μέσα του: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἀκαταμάχητος καί παράδοξος νεκρός; Ποιός εἶναι αὐτός πού νεκρώθηκε σύμφωνα μέ τό φυσικό νόμο καί μένει ἄφθαρτος ξεπερνώντας τό νόμο; Θεός δέν εἶναι ἐπειδή, ἄν ἦταν, δέν θά πέθαινε, ἀφοῦ θά ἦταν ἀσώματος. Ἄγγελος δέν εἶναι, ἀφοῦ ἔχει ἀνθρώπινη μορφή. Ὑπέκυψε σέ μένα, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλά δέν ὑποκύπτει στή φθορά, ὅπως ὁ Ἀδάμ. Σάν ἄνθρωπος ὑποχώρησε ἐνώπιόν μου, ἀλλά δέν ἀνέχεται νά πάθει ὅσα παθαίνουν οἱ θνητοί. Ἡ σάρκα του ἀποδεικνύεται ἀνώτερη ἀπό τή διαφθορά. Κανένας ἀπό τούς νεκρούς στούς ὁποίους ἔχω βασιλεύσει τόσους αἰῶνες, δέν φάνηκε ἐδῶ μέ σῶμα ὅπως αὐτό.

ραγε μήπως τό σῶμα αὐτό εἶναι ἔνδυμα τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά τό μασήσω; Ἄραγε μήπως αὐτή εἶναι ἡ σκηνή τοῦ Λόγου; Ἄραγε μήπως αὐτός εἶναι ὁ ναός ἐκείνου πού εἶπε στούς Ἰουδαίους: «Λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν»;

ραγε μήπως τό νά μένει ἀδιάφθορος σημαίνει ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖ; Ἄραγε μήπως ὁ παράδοξος αὐτός νεκρός ἦλθε νά κατασκοπεύσει τούς νεκρούς; Ἄραγε μήπως πάρει καί τούς νεκρούς πού ἀπό παλαιά ἔχω καταπιεῖ καί τούς ἀνεβάσει ἐκεῖ ἐπάνω μαζί του;

ραγε μήπως, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς στήν κοιλιά τοῦ κήτους ἔζησε χωρίς νά κινδυνεύσει, ἔτσι καί αὐτός μένει ἐδῶ σέ μένα περιμένοντας τήν τρίτη ἡμέρα, γιά νά ἀναστηθεῖ πρῶτος αὐτός καί νά ἀνοίξει καί στούς ἄλλους νεκρούς τόν δρόμο;». Αὐτά ἔλεγε ὁ θάνατος, ὄχι μέ λόγια, ἀφοῦ μιλοῦσαν τά γεγονότα.

νῶ συνέβαιναν αὐτά, καί οἱ φύλακες τῶν Ἰουδαίων ἦσαν καθισμένοι κοντά στό μνῆμα, «ὀψέ Σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων», ξημερώνοντας Κυριακή, «ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τόν τάφον».

παράξενα καί παράδοξα θαύματα! Ὁ Πέτρος, ὁ πρῶτος στρατηγός τοῦ Χριστοῦ, φοβήθηκε το λόγο τῆς παιδίσκης καί ἀρνήθηκε ζωντανό τόν Κύριό του, καί γυναῖκες τόσο ἀδύνατες καί δειλές ἦλθαν νά τιμήσουν νεκρό τόν δάσκαλό τους.

λθαν νά δοῦν τόν τάφο. Διότι δέν εἶχαν ἀκόμη πιστεύσει ὅτι θά ἀναστηθεῖ. Ἦλθαν νά δοῦν τόν τάφο, ὥστε νά παρηγορήσουν λίγο τήν λύπη τους μέ τήν θέα τοῦ μνήματος. Διότι ὁ τάφος γνωρίζει νά παρηγορεῖ τίς πονεμένες ψυχές μέ τή θέα του, καθώς κάνει καί τό δάκρυ ὅταν χύνεται.

λθαν νά δοῦν τόν τάφο, καί πλησίαζαν, ὄχι ὅμως ὅσο ποθοῦσαν, ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων. Πότε-πότε πλησίαζαν κοντύτερα καί κρυφά. Ἔρραιναν τόν τάφο μέ μύρα καί πάλι ἔφευγαν χωρίς νά γίνουν ἀντιληπτές.

Στέκονταν ἔτσι ἀπό μακριά, καί ἀτενίζοντας τόν τάφο μέ μάτια δακρυσμένα, μέ στεναγμούς καί ὀδυρμούς, νόμιζαν ὅτι ὑπηρετοῦν τόν Κύριο. Κάπου-κάπου κατηγοροῦσαν καί τούς Ἰουδαίους μέ σιγανή φωνή, λέγοντας ἡ μιά στήν ἄλλη, ὅπως εἶναι φυσικό: «Πῶς τόλμησαν αὐτά τά πράγματα ἐναντίον ἑνός τέτοιου Δεσπότη, χωρίς νά ἔχουν καμμιά δίκαιη κατηγορία ἐναντίον του;

Πῶς δέν ἔφριξαν καρφώνοντάς τον στό Σταυρό; Αὐτόν τόν ὁποῖο βλέποντας ὁ ἥλιος νά σταυρώνεται ἔφυγε; Πῶς δέν φοβήθηκαν νά παραδώσουν στό θάνατο αὐτόν πού τίποτε ἄξιο θανάτου δέν ἔπραξε;

Πῶς δέν χόρτασαν τήν ὠμότητά τους οὔτε μετά τό θάνατο, πού μάταια τόν προεκάλεσαν; Ἔστω, τόν καιρό πού ζοῦσε, εἶχαν τόση μανία ἐναντίον του. Γιατί ὅμως καί μετά τόν θάνατο στέκονται στό μνῆμα, ἐμποδίζοντας καί τούς εὐεργετημένους νά εἰσέλθουν καί μέ θάρρος νά προσκυνήσουν τόν τάφο, καί νά τοῦ ἀποδώσουν μέ τά δάκρυα μικρή ἀμοιβή γιά τή χάρη πού ὁ καθένας ἔχει λάβει;»

Μέ παρόμοιους ὀδυρμούς πενθοῦσαν οἱ γυναῖκες σάν νεκρό τόν Χριστό, ὅταν αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ πενθούμενος Δεσπότης, διαφεύγοντας τήν προσοχή τῶν φυλάκων καί ἀφήνοντας τόν τάφο σφραγισμένο, εὐθύς βρέθηκε ἔξω ἀπ’ αὐτόν, ὅπως μόνος Αὐτός γνωρίζει, καί ἔστειλε ἕναν ἄγγελο λέγοντάς του: «πήγαινε σ’ αὐτές τίς γυναῖκες τίς ἀνδρεῖες καί πιστές, πού πενθοῦν καί μέ νομίζουν ἀκόμη νεκρό, καί πληροφόρησέ τες ὅτι νίκησα τό θάνατο καί, ὅπως βλέπεις, ζῶ. Μετάβαλε τή σκυθρωπότητά τους σέ φαιδρότητα. Μετακίνησε μέ τό χέρι σου τό λίθο, τόν ὁποῖο ἀσφάλισαν πολλά χέρια μαζί.

Δεῖξε τους πόσα μπορεῖ ἕνας νόμιμος στρατιώτης νομίμου Βασιλιά, ἐναντίον πολλῶν ἀνόμων στρατιωτῶν ἑνός τυράννου. Βάλε τίς γυναῖκες μέσα στό θάλαμο τοῦ τάφου, ὥστε ἐρευνώντας τόν τόπο ὅπου μέ τήν θέλησή μου εἶχα τοποθετηθεῖ νεκρός, νά ἀνυμνήσουν τή δύναμή μου.

Νά φανεῖς καί στούς φύλακες τοῦ μνήματος φοβερός, καί κατάπληξέ τους ὅλους μέ τήν ὄψη σου, γιά νά μάθουν ἀπό τή δύναμή σου ὅτι ὄχι ἀπό ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό φιλανθρωπία ὑπέμεινα τό θράσος τους. Σύ νά προπορευθεῖς ἀναγγέλλοντας τόν βασιλικό θρίαμβο, καί ἐγώ, ἐρχόμενος μαζί σου, θά σαλεύσω πάλι τή γῆ, γιά νά γίνει ὁ σεισμός συνήγορος τῆς ἀναγγελίας σου».

φθασε λοιπόν γρήγορα στό δεσποτικό τάφο ὁ ἄγγελος. Δέν τόλμησε νά παρακούσει τοῦ Κυρίου τό πρόσταγμα. Καί πρῶτα μέν, ὅταν ἔφθασε, ταρακούνησε τή γῆ γιά νά ξυπνήσει τούς φύλακες, καί ἔχοντάς τους μάρτυρες νά τούς φανερώσει τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἦλθε.

Κατόπιν, καθώς αὐτοί κοιτοῦσαν, κύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου καί κάθισε πάνω της καταγελώντας τίς σιδερένιες σφραγίδες, καί βλέποντας ἐπιτιμητικά τούς Ἰουδαίους πού ἐμπιστεύθηκαν στήν πέτρα τήν ἀσφάλεια.

«Ἦν δέ ἡ μορφή αὐτοῦ ὡς ἀστραπή». Πράγματι, ὅπου δέν ὑπάρχει νέφος ἁμαρτίας γιά νά σκιάσει, ἐκεῖ ἡ λαμπρότητα τῆς μορφῆς εἶναι πολλή. «Καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». Διότι εἶχε τή μορφή καί τή στολήν ἀντάξια τῶν γεγονότων πού ἐπρόκειτο νά διακηρύξει. Ἐπειδή ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ χαρμόσυνου γεγονότος νά εἶναι σέ ὅλα του χαροποιός.

φοῦ κατέπληξε ἀπό τόν πολύ φόβο τούς φύλακες καί σχεδόν νέκρωσε ὅλους τούς παρόντες Ἰουδαίους, «γιατί φοβεῖστε», τούς λέγει, «Φαρισαῖοι, γιατί τρέμετε καί πέσατε ὅλοι μέ τά πρόσωπα κάτω σάν νεκροί; Σ’ ἐμένα τό δοῦλο νεκροί καί στόν Δεσπότη τολμηροί; Ἐγώ ὁ στρατιώτης σᾶς φάνηκα φοβερός, καί ὁ Βασιλιᾶς τῶν Οὐρανῶν εὐκαταφρόνητος;

Τήν παρουσία ἑνός ἀγγέλου δέν τήν ἀντέχετε, καί πῶς φανταστήκατε ὅτι θά ἀποδυναμώσετε τήν ἐνέργεια τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ἀγγέλων; Ἀφοῦ δέν εἶστε σέ θέση νά ἐμποδίσετε ἐμένα τόν οὐράνιο ἐργάτη νά μετακινήσω τήν πέτρα, πῶς θά μπορούσατε νά ἐμποδίσετε τόν τεχνίτη ὅλης τῆς κτίσεως πού θέλει νά ἀνακαινίσει τό ναό τοῦ σώματός του;

Δέν μπορεῖτε νά ἐμποδίσετε τό δημιούργημα καί ἐπιχειρεῖτε νά ἀντισταθῆτε στόν ποιητή; Ἀλλά σηκωθῆτε καί κοιτάξτε γύρω σας προσεκτικά: Μήπως ὁ Πέτρος εἶναι τώρα μαζί μου; Μήπως κάποιος ἀπό τούς ἁλιεῖς κλέβει μαζί μέ ἐμένα τόν νεκρό; Μήπως ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη βοηθοῦ; Μήπως χρειάζεται συνεργάτη ὁ Θεός Λόγος γιά τήν ἀνάσταση τοῦ σώματός του;».

Αὐτά εἶπε στούς Φαρισαίους καί τούς φύλακες καί, ἀφήνοντάς τους νά σπαρταροῦν στό ἔδαφος, ἔστρεψε πρός τίς γυναῖκες τό πρόσωπο. Καί πρῶτα μέν τίς κύτταξε μέ βλέμμα ἥμερο καί ἱλαρό. Ἔπειτα ἔδιωξε τό φόβο τῆς ψυχῆς τους φωνάζοντάς τους: «Μή φοβεῖσβε ὑμεῖς».

Αὐτοί νά δειλιάσουν καί νά φοβηθοῦν, ἐπειδή εἶναι ἐχθροί καί πολεμοῦν. Σεῖς ὅμως μή φοβεῖσβε, ἀλλά νά σκιρτᾶτε καί νά χαίρετε, ἐπειδή οἱ πράξεις σας ἀξίζουν βραβεῖα. Σεῖς μή φοβεῖσθε. Ἀφοῦ σέ μία Δεσποτία ἀνήκουμε, δοξάζουμε τόν ἴδιο Κύριο. «Οἶδα ὅτι Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε». Δέν εἶπε «Ἰησοῦν τόν νεκρόν».

φοῦ τότε δέν ἦταν νεκρός, ἀλλά «Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον», αὐτόν πού γιά σᾶς κατεφρόνησε τήν αἰσχύνην τοῦ σταυροῦ. Ζητεῖτε Ἐκεῖνον πού ζητεῖ αὐτούς πού τόν ζητοῦν. «Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν». Ζητεῖτε αὐτόν πού εἶναι «ἐγγύς τῶν ἐπικαλουμένων αὐτόν». Γνωρίζω ὅτι τόν Ἰησοῦν τόν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε. «Οὐκ ἔστιν ὧδε», δέν εἶναι ἐκεῖ πού νομίζετε. Δέν εἶναι ἐκεῖ ὅπου τόν εἶχαν τοποθετήσει.

Τί λέγεις, ἄγγελε; Δέν εἶναι ἐδῶ ὁ Δεσπότης μας καί Κύριος; Δέν εἶναι ἡ ἀφορμή τῶν δακρύων μας ἐδῶ; Μάταια τόν πενθήσαμε; Μάταια τοῦ προσφέραμε αὐτά πού ἁρμόζουν στούς νεκρούς; Δέν εἶναι ἐδῶ; Τόν μετέφεραν πάλι κάπου ἀλλοῦ οἱ πονηροί; Φθόνησαν καί τήν ταφή του, αὐτοί πού εἶχαν φθονήσει τήν ζωή του; Δέν εἶναι ἐδῶ; Ἀλλά ποῦ εἶναι; Εἰπέ μας, σέ παρακαλοῦμε, γρήγορα.

Στήριξε τίς ψυχές μας πού τρέμουν. Μή προσθέσεις πένθος ἄλλο στό πένθος μας. Δεῖξε μας τόν τόπο τοῦ νεκροῦ πού ἀναζητοῦμε, ὥστε τρέχοντας γρήγορα ἐκεῖ νά ἀφήσωμε τή λύπη νά ξεχυθεῖ ἀπό τά μάτια μας.

Καί ὁ ἄγγελος εἶπε: «Θέλετε νά μάθετε πού εἶναι αὐτός πού ἀναζητεῖτε καί πῶς ἀναστήθηκε; Θά σᾶς διηγηθῶ ἐγώ, ἐπειδή γι’ αὐτό μέ ἔστειλε σέ σᾶς ὁ Ἴδιος ὁ νεκρός πού ζητᾶτε, γιά νά σᾶς διδάξω τήν Ἀνάσταση, καί νά θεραπεύσω τίς ψυχές σας καί τά δάκρυα νά σταματήσω καί νά σᾶς τονώσω εὐφραίνοντάς σας μέ τή διήγηση. «Ἠγέρθη, καθώς εἶπε». Ἀλήθευσε καί τώρα ὅπως συνήθως ἡ Ἀλήθεια, καί αὐτά πού εἶπε μέ τά λόγια, τά ἐξεπλήρωσε μέ τά ἔργα.

ἀθάνατος θεότητά Του δέν ἔπαψε νά ζῆ. Καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου τῆς σάρκας, τό θνητό του σῶμα, κλείνοντας τά σωματικά του μάτια, δέχθηκε τόν ὕπνο τοῦ θανάτου. «Ἀναπεσῶν γάρ ἐκοιμήθη ὡς λέων» βασιλικά, ξέφυγε ὅμως καί ἐξῆλθε ἀπό ἐδῶ θεοπρεπῶς. Δέν ἀντιλήφθηκαν οἱ φύλακες τήν διέλευση Ἐκείνου πού φρουροῦσαν. Διότι δέν ἦσαν ἄξιοι αὐτόν τόν ὁποῖο πολεμοῦσαν νά τόν δοῦν ἀναστημένο. Δέν ἐμπόδισε ὁ τάφος τήν Ἀνάσταση τοῦ Παντοδύναμου. Δέν μπόρεσε ὁ θάνατος νά δέσει αὐτόν πού δέν ἔχουν δέσει οἱ ἁμαρτίες. Ὑπεχώρησε χωρίς νά θέλει ὁ τύραννος στό Βασιλιά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅδης ἔτρεμε ἀπό τόν φόβο του.

Οἱ θυρωροί τοῦ Ἅδου, πετώντας τά κλειδιά καί ἀνοίγοντας τίς πύλες, δέν τόλμησαν νά ποῦν τίποτε σέ κανένα ἀπό ἐκείνους πού ἀναστήθηκαν μαζί του. Ἀναστήθηκε, λοιπόν, καθώς εἶπε. Πῶς νά σᾶς διηγηθῶ τά ἀνέκφραστα; Πῶς νά κηρύξω αὐτά πού νικοῦν κάθε λόγο καί νοῦ; Πῶς νά ἐξηγήσω τῆς Δεσποτικῆς Ἀναστάσεως τό μυστήριο;

Καί ὁ Σταυρός μυστήριο εἶναι. Καί ὁ τριήμερός του θάνατος μυστήριο. Καί ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τόν Σωτήρα εἶναι μυστήρια. Διότι, ὅπως γεννήθηκε «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» τῆς παρθενίας, ἔτσι ἀναστήθηκε μέ κλεισμένο τόν τάφο. Καί ὅπως γεννήθηκε πρωτότοκος ἀπό τήν μητέρα ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔτσι μέ τήν Ἀνάστασή του ἔγινε πρωτότοκος τῶν νεκρῶν.

πως, λοιπόν, δέν ἔλυσε τήν παρθενία τῆς Παρθένου μητέρας μέ τήν γέννησή του, ἔτσι δέν ἔλυσε τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος μέ τήν Ἀνάστασή του. Οὔτε λοιπόν τήν γέννησή του μπορῶ σέ λέξεις νά περιλάβω, οὔτε τήν φυγή ἀπό τό μνῆμα νά καταλάβω. Βλέπω τόν τόπο τῆς Ἀναστάσεως, καί προσκυνῶ τήν Ἀνάσταση. Δέν πολυεξετάζω τήν Ἀνάσταση. Προσκυνῶ τόν τόπο τοῦ θαύματος, ἄν καί δέν ἀντιλαμβάνομαι τόν τρόπο τοῦ πράγματος. Αὐτά πού βλέπω, ἐκεῖνα θέλω νά σᾶς ὑποδείξω. «Δεῦτε, ἴδετε τόν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό μετετόπισα τόν λίθο. Ὄχι γιά νά χαρίσω πύλη ἐξόδου στόν Ἰησοῦ. Δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό τήν δική μου βοήθεια ἡ βοήθεια τῶν ἁπάντων. Ἐπειδή ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, πρίν ἀποκυλίσω τόν λίθο, ὅπως θέλησε, ἀναπήδησε. Ἀλλά τό ἔκαμα γιά νά ἐξετάσετε σεῖς τόν τόπο, καί νά ἀνυμνήσετε τόν ἀναστημένο Χριστό.

 «Δεῦτε ἴδετε τόν τόπο ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Ἴδετε τώρα τόν τόπο, καί σέ λίγο θά δῆτε καί τόν παράδοξο καρπό τοῦ τόπου. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο ὅπου ὁ διάβολος δέχθηκε τήν καίρια πληγή. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο στόν ὁποῖο γράφθηκε τό συμβόλαιο τῆς δικῆς σας ἀναστάσεως.

λᾶτε νά δῆτε τόν τόπο στόν ὁποῖο πέθανε ὁ θάνατος. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο στόν ὁποῖο σπάρθηκε ὁ ἄσπορος κόκκος τοῦ σώματος καί βλάστησε τό πλούσιο στάχυ τῆς ἀθανασίας. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο πού εἶναι πιό εὐχάριστος ἀπό ὅλους τούς παραδείσους. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τόπο πού εἶναι λαμπρότερος ἀπό κάθε βασιλικό νυμφικό κοιτώνα. Ἐλᾶτε νά δῆτε τόν τάφο πού χωρίς φωνή διακηρύττει τοῦ θαμμένου τή δύναμη. Σκύψτε νά δῆτε τό μνῆμα πού ἔγινε πύλη τῆς ἄφθαρτης ζωῆς.

Σκύψετε νά δῆτε τό σπήλαιο ἀπό τό ὁποῖο μεταφερθήκατε στόν οὐρανό. Σταματῆστε τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα. Πές τε στό θάνατο χορεύοντας: «Ποῦ σου θάνατε τό κεντρί; πού σου ἅδη τό νίκος;». «Καί ταχύ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν, καί ἰδού προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε. Ἰδού εἶπον ὑμῖν».

Κοιτάξτε μήν κρύψετε τό θαῦμα στή σιωπή. Δέν εἶναι ἀκίνδυνος γιά τούς δούλους ἡ ἀποσιώπηση τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου. «Καί ἐξελθοῦσαι ταχύ ἀπό τοῦ μνημείου μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης, ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν καί ἰδού προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν».

Τίς γυναῖκες αὐτές προέτρεπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά τρέχουν πιό γρήγορα, λέγοντας μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα: «Γυναῖκες ἐρχόμεναι ἀπό θέας, δεῦτε. Οὐ γάρ λαός ἔστιν ἔχων σύνεσιν».

Καθώς λοιπόν ἔτρεχαν οἱ μυροφόρες γυναῖκες μέ φόβο καί πόθο πολύ, καί συνηγωνίζονταν μεταξύ τους γιά τήν ταχύτητα τῆς ὁδοιπορίας, ἀφοῦ ἡ κάθε μιά ἤθελε νά φθάσει πρώτη καί νά φέρει στούς Ἀποστόλους τό Εὐαγγέλιο πού τούς ἐμπιστεύθηκαν, ξαφνικά τούς παρουσιάσθηκε ὁ Σωτήρας, ἐπισφραγίζοντας τά λόγια τοῦ ἀγγέλου μέ τήν σφραγίδα τῆς μορφῆς Του.

Καί ἀνεπτέρωσε τίς ψυχές τους λέγοντάς τους «Χαίρετε…». Ἡ κατάκριτη Εὔα δικαιώθηκε. Ὁ ἐξόριστος Ἀδάμ ἀνακλήθηκε. Ἡ ἀπόφαση ἔχει πλέον λυθεῖ. Ὁ πονηρός ὄφις καταπατήθηκε, ὁ διάβολος ἔχει πλέον καταπέσει, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου καταισχύνθηκαν. Οἱ ἐχθροί κατατροπώθηκαν. Οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦν ἀπαρηγόρητα.

Οἱ Φαρισαῖοι θρηνοῦν γι’ αὐτό πού τόλμησαν. Ὁ σταυρός φάνηκε συνήγορός μου. Ὁ τάφος ἔγινε μάρτυρας τῆς δύναμής μου. Ὁ θάνατος ὁμολογεῖ τήν ἥττα του. Ὑπογράφηκε γιά τούς ἀνθρώπους ἡ ἀθανασία. Μαζί μου ἀνακαινίσθηκε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων. Μαζί μέ ἐμένα θά ξαναζήσουν ὅλοι αὐτοί πού πέθαναν.

Μαζί μέ ἐμένα βασιλεύει αὐτός μέ τόν ὁποῖο ἔχω ἑνωθεῖ. Στό πρόσωπό μου στεφανώθηκε ἡ εἰκόνα μου. Αὐτοί εἶναι οἱ καρποί τῆς τριήμερης ταφῆς μου. Αὐτοί εἶναι οἱ στέφανοι τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. Αὐτοί εἶναι οἱ βασιλικοί μαργαρίτες τῆς δικῆς μου βασιλείας, τούς ὁποίους παίρνοντας ἀπό τό βυθό τοῦ Ἅδη τούς ἔφερα στούς ἐραστές μου.

Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν νά χαίρετε, νά χορεύετε, νά ἀγάλλεσθε, νά πανηγυρίζετε. Πηγαίνετε νά τά ἀναγγείλετε στούς ἀδελφούς μου. Βλέπετε πόσον ἀμνησίκακος εἶμαι καί φιλάνθρωπος. Ὀνομάζω ἀδελφούς ἐκείνους πού μέ ἐγκατέλειψαν ἐπάνω στό σταυρό. Ἐπειδή γνωρίζω νά μακροθυμῶ, ὅταν ὑβρίζωμαι.

Γνωρίζω νά ὑπομένω τήν ἀχαριστία. Γνωρίζω νά ἀνέχωμαι τίς ἀδυναμίες τῶν φίλων μου. Γνωρίζω νά ἐλεῶ καί νά δέχωμαι ὅσους ἁμαρτάνουν καί δακρύζουν γι’ αὐτό. «Ὑπάγετε, ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τήν Γαλιλαίαν, κακεῖ με ὄψονται». Ἀναγγείλατε στούς μαθητές μου τά μυστήρια πού σεῖς εἴδατε.

Γίνετε πρῶτες διδάσκαλοι τῶν διδασκάλων. Ἄς μάθει ὁ Πέτρος, πού μέ ἀρνήθηκε, ὅτι μπορῶ καί γυναῖκες νά ἀναδείξω ἀποστόλους. Ἄς πορευθοῦν καί στήν ἄλλη Γαλιλαία νά δοῦν τήν πτωχή λίμνη ἀπό τήν ὁποία τούς ἁλίευσα, γιά νά ἁλιεύσουν κι αὐτοί τά λογικά ψάρια. Ἄς δοῦν τή λίμνη ἀπό τήν ὁποία τούς μετέθεσα στήν ἀνθρώπινη θάλασσα.

Αὐτά ἔλεγε στίς γυναῖκες ὁ Κύριος. Αὐτός καί τώρα παρίσταται ἀοράτως στήν κολυμβήθρα γιά ἐκείνους πού πιστεύουν. Αὐτός ἀγκαλιάζει τούς νεοφώτιστους ὡς φίλους καί ἀδελφούς καί τούς λέγει: Χαίρετε. Αὐτός γεμίζει μέ χαρά καί εὐφροσύνη τίς καρδιές καί τίς ψυχές τους. Αὐτός ἀποπλύνει τούς ἀκάθαρτους μέ τό ὕδωρ τῆς χάριτος. Αὐτός χρίει ἐκείνους πού ἀναγεννιῶνται μέ τό μύρο τοῦ Πνεύματος. Αὐτός προσφέρει στούς δούλους του τό πνευματικό συμπόσιο. Αὐτός λέει πρός ὅλους τούς εὐσεβεῖς: «Λάβετε, φάγετε τόν οὐράνιον ἄρτον. Λάβετε τήν πηγή τῆς πλευρᾶς μου, πού ἀντλεῖται συνεχῶς καί ποτέ δέν ἐξαντλεῖται. Ὅσοι πεινᾶτε, χορτάστε. Ὅσοι διψᾶτε, μεθύστε σωτήριο καί σώφρονα μέθη».

λλά ὤ Βασιλιᾶ τῶν Οὐρανῶν, πού κάθεσαι στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης ἐκεῖ ψηλά, ὁ Κύριος τῶν Ἀσωμάτων δυνάμεων, Σύ πού ὅπως θέλεις καθοδηγεῖς τήν κτίση, πού κυβερνᾶς μέ καλωσύνη τήν ἀνθρωπότητα, Σύ πού μᾶς χάρισες τήν ἡμέρα καί τήν πανήγυρη αὐτή, ἐλέησέ μας, ὅπως ἐλέησες τήν πόρνη· μή μᾶς ἀποδιώξεις, ἄν μέ τό θάρρος πού ἔχουμε στήν φιλανθρωπία σου τολμήσουμε μέ χέρια ἁμαρτωλά νά κρατήσουμε τό ἅγιό σῶμα σου. Καί ὅπως δέν ἀπόδιωξες ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή, τήν πόρνη πού κράτησε τά ἄχραντα πόδια σου, νά ἀνεχθεῖς, σέ παρακαλοῦμε, καί ἐμᾶς τούς ἀνάξιους πού σέ κρατοῦμε, καί ὡς φιλάνθρωπος, περιποιήσου ὅλους ἐμᾶς καί σαγήνευσέ μας στά δίκτυα τοῦ φόβου σου. Ὅπως συνέλαβες τόν τρισμακάριο Παῦλο ἀπό τόν οὐρανό καί τόν ἀνέδειξες Ἀπόστολο, ἀξίωσε καί ἐμᾶς νά γιορτάζουμε μέ καθαρή συνείδηση τήν ἡμέρα τῆς τριήμερης καί ζωοποιοῦ Ἀναστάσεώς σου.

Διότι Σύ εἶσαι ὁ μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Δεσπότης, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν. «Καί σοί πρέπει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία σύν τῷ Παναχράντῳ σου Πατρί καί τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

2018/04/06

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Christ is Risen! Indeed, He is Risen!- Christus ist auferstanden! Er ist wahrhaftig auferstanden!- Christus is opgestaan! Hij is waarlijk opgestaan!- Kristus het opgestaan! Hom het waarlik opgestaan!- Christus resurrexit! Resurrexit vere!- Cristo è risorto! È veramente risorto!- Le Christ est ressuscité! Vraiment Il est ressuscité!-Cristo ressuscitou! Verdadeiramente ressuscitou!- Hristos a înviat! Adevărat a înviat!- Cristo ha resucitado! Verdaderamente, ha resucitado! - Христос Воскресе! Воистину Воскресе! - Христос Воскрес! Воістину Воскрес!- Христос Воскресе! Ваистину Воскресе! - Kristus vstal zmŕtvych! Skutočne vstal!- Chrystus Zmartwychwstał! Prawdziwie Zmartwychwstał! - Krishti u ngjall! Vërtet u ngjall!- Քրիստոս յարեաւ ի մեռելոց՜ Օրհնեալ է յայտնութիւնն Քրիստոսի - Hristós diril-Dí! Hakíkatén diril-Dí! - Si Cristo ay nabuhay! Siya nga ay nabuhay! - KrÍstus tÉlah Bangkit! Benár día têlah Bángkit!- Kristus aq ungwektaq! Pichinuq ungwektaq! - ハリストス復活!実に復活 - Kristo Amefufukka! Kweli Amefufukka! - ქრისტე აღსდგა! ჭეშმარიტად აღსდგა! - Kristus nousi kuolleista! Totisesti nousi! - Krisztus feltámadt! Valóban feltámadt!


Λόγος εις την Αγίαν του Χριστού Ανάστασιν

 Αγίου Επιφανίου Αρχιεπισκόπου Κύπρου




Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ τριήμερος ἀνέτειλε σήμερα κι᾽ ὁλόκληρη ἐφώτισε τήν πλάση. Ὁ τριήμερος καί προαιώνιος Χριστός, τό τσαμπί τοῦ σταφυλιοῦ, βλάστησε καί τόν κόσμο πλημμύρισε ἀπό χαρά. Τήν ἀβασίλευτην αὐγή ἄς δοῦμε. Πρίν ἔρθη ἡ αὐγή, ἄς τή δοῦμε σήμερα καί ἀπ᾽ τή φωτοπλημμύρα ἄς γεμίσουμε ἀπό χαρά. Τίς πόρτες τοῦ Ἅδη ἀνοίγει ὁ Χριστός καί οἱ νεκροί σηκώθηκαν σά νά κοιμοῦνταν. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού ἀνασταίνει τούς πεσμένους καί ἀνάστησε μαζί Του τόν Ἀδάμ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Αὐτός πού ἀνασταίνει ὅλους καί ἐλευθέρωσε τήν Εὔα ἀπ᾽ τήν κατάρα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού Αὐτός μόνος ἀνασταίνει καί χαροποίησε τόν ἀκατάστατο πρῶτα κόσμο, σέ ὅλα τό ρυθμό καί τήν τάξη ἐγκαθιστῶντας. Σηκώθηκε ὁ Κύριος, ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται, καί τούς ἐχθρούς Του ὅλους τούς χτύπησε καί τούς ντρόπιασε. Ἀναστήθηκε κι᾽ εἶναι ἡ χαρά τό δῶρο Του σ᾽ ὅλη τήν χτίση. Ἀναστήθηκε κι᾽ ἄνοιξε τοῦ Ἅδη ἡ φυλακή. Ἀναστήθηκε καί τή φθορά τῆς φύσης σέ ἀφθαρσία τή μετάλλαξε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κι᾽ ἀποκατάστησε τόν Ἀδάμ στήν παλιά δόξα τῆς ἀθανασίας.

νέα χτίση, πού φέρνει ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του ἀνανεώνεται. Μέ τή νέα ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἄς στολισθοῦμε· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ καινούργιος οὐρανός γίνεται σήμερα, ἕνας οὐρανός πιό λαμπρός ἀπό τόν οὐρανό πού ἀντικρύζομε. Γιατί δέν περιμένει τόν ἥλιο πού κάθε μέρα βασιλεύει, ἀλλά τόν Ἥλιο πού ὑψωμένο στό Σταυρό τόν ντράπηκε τοῦτος ὁ δοῦλος ἥλιος καί χάθηκε. Ἔχει τόν ἥλιο, πού γι᾽ αὐτόν εἶπε ὁ προφήτης· θ᾽ ἀνατείλῃ γιά τούς φοβισμένους τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ, Ἥλιο πού τήν Ἐκκλησία καταυγάζει φωτεινός καί αἰώνιος. Γι᾽ αὐτόν λέει ἡ Γραφή· Ἥλιος βγῆκε στή γῆ καί Λωτός φύτρωσε, γιά νά ὑποτυπώσῃ τό νόμο, μπῆκε στή Σιγώρ, πού σημαίνει μικρότητα. Αὐτός ὁ Ἥλιος κάνει σοφούς τούς ἀσόφους καί αὐτός ὁ Ἥλιος στήν ἀκλόνητη πέτρα μαζί μέ τήν πίστι μας ἔχει ρίξει θεμέλιο. Γι᾽ αὐτόν τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τό Χριστό, ἔχει γίνει οὐρανός ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἔχει φεγγάρι πού μεγαλώνει καί μικραίνει παρά τή χάρη πού λάμπει πάντα. Δέν ἀνατέλλει κάποια ἀστέρια πλανητικά ἀλλά ἀστέρια νεοφώτιστα μέσα ἀπό τήν κολυμβήθρα. Δέ βγάζει σύννεφα πού προκαλοῦν τή βροχή· ἔχει ἡ Ἐκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δέν κρέμεται πάνω σέ θολά νερά, ἀλλά ἔχει θεμελιωθῆ πάνω στά ἱερά δόγματα. Δέν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή καί συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ κρωγμούς ἀγριοπουλιῶν ἀλλά μέ τίς ὁμιλίες τῶν δασκάλων.

Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου. Ἄς νιώσωμε τήν πνευματική της ἀναγαλλιὰ καί τή θεϊκή εὐφροσύνη της. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἡ πιό γιορτινή ἀπ᾽ ὅλες τίς ἑορτές. Αὐτή εἶναι ἡ ἑορτή, γιά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς προτρέπει καί μᾶς λέει: Ἑτοιμάσετε ἑορτή μέ πυκνόφυλλα, χαρούμενα κλαδιά ὥς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου· αὐτή εἶναι ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ἑορτή, πού τόν ἀνακαινίζει καί τόν σώζει. Αὐτή ἡ ἑορτή εἶναι ὅλων τῶν ἑορτῶν ἡ κορυφή καί ἡ ἀκρόπολη· αὐτή εἶναι ἡμέρα πού τήν εὐλόγησε ὁ Θεός καί τήν ἁγίασε, γιατί αὐτή τή μέρα σταμάτησε ἀπό ὅλα τά ἔργα Του, ὁλοκληρώνοντας τή σωτηρία τῶν ζωντανῶν μαζί καί τῶν νεκρῶν. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τῶν μολυσμένων εἰδωλολατρῶν τίς τελετές καί τούς χορούς. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τή δύναμη ὅλων τῶν ἀνηθίκων. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τήν κνίσσα καί τίς θυσίες τῶν εἰδωλικῶν αἱμάτων· αὐτή τή μέρα σταμάτησε τή δύναμη τοῦ τυράννου καί τό κεντρί πού κέντρωνε τούς ἀνθρώπους. Σ᾽ αὐτή σταμάτησε τίς Ἰουδαϊκές θυσίες καί τίς πρωτομηνιές· σ᾽ αὐτή ἔβαλε καινούργιους νόμους καί κανόνες στή χτίση· σ᾽ αὐτή σταμάτησε τό Πάσχα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί τῶν Ἰουδαίων· σ᾽ αὐτήν ὁλοκλήρωσε κάθε τύπο, σκιά καί προφητεία.

Κατά τό Πάσχα μας, τό Πάσχα τό ἀληθινό, θυσιάστηκε ὁ Χριστός καί ἰδού ἡ καινούργια χτίση τοῦ Χριστοῦ, ἡ καινούργια πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ καινούργιοι νόμοι, ὁ καινούργιος λαός τοῦ Θεοῦ. Καινούργιος, ὄχι παλιός Ἰσραήλ καί νέο Πάσχα, νέα καί πνευματική περιτομή· νέα καί ἀναίμακτη θυσία· νέα καί θεϊκή διαθήκη. Σήμερα ἀνανεωθῆτε καί ἴσιο φρόνημα, νέο ἐγκαταστῆστε στίς καρδιές σας καί γιά νά δεχθῆτε τῆς νέας κι ἀληθινῆς ἑορτῆς τά μυστικά καί νά δοκιμάσετε σήμερα τρυφήν οὐράνια, πραγματική καί νά φύγετε φωτισμένοι στά μυστικά τοῦ νέου Πάσχα καί πού δέν παλιώνουν, καί πῆραν τή θέση τῶν ἀντίστοιχων μυστικῶν τοῦ παλιοῦ, γιά νά ἀντιληφθῆτε πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση καί ἡ διαφορά τῶν δικῶν μας ἀπό τά Ἰουδαϊκά καί ποιά σύγκριση μπορεῖ νά σταθῆ τῶν ἄδειων τύπων μέ τήν ἀλήθεια. Ἄς ἀρχίσουμε τό λόγο γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐμφάνισή Του ἀπ᾽ αὐτό τό σημεῖο.

στειλε κάποτε ὁ Θεός ἀπό ψηλό βουνό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ τό νομοθέτη Μωυσῆ, γιά νά φέρη τόν τύπο τοῦ νόμου. Στάλθηκε κι ὁ νομοθέτης Κύριος, Θεός ἀπό Θεό, ὄρος ἀπό ὄρος τῆς οὐράνιας ὀροσειρᾶς γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ μας, πού εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλά ὁ Μωυσῆς ἔδωσε ἐλευθερία ἀπό τόν Φαραώ καί τούς Αἰγυπτίους, ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό διάβολο καί τούς δαίμονες. Ὁ Μωυσῆς ἐσκότωσε κι ἔθαψε στήν ἄμμο ἐκεῖνον πού ἐνίκησε τόν Ἰουδαῖο. Ἔδωσε κι ὁ Χριστός τόν θάνατο στό διάβολο, στήν ἄβυσσο ἐξαποστέλλοντάς τον. Συμφιλίωσε ὁ Μωυσῆς τούς δύο ἀδελφούς του πού φιλονικοῦσαν· συμφιλίωσε κι ὁ Χριστός τούς δύο λαούς Του, ἑνώνοντας τά οὐράνια μέ τά γήϊνα. Ἐκεῖ ἡ κόρη τοῦ Φαραώ ἦρθε νά λουστῆ καί βρῆκε τό Μωυσῆ καί ἡ Ἐκκλησία, κόρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Βάπτισμα παίρνει τό Χριστό, ὄχι τριῶν μηνῶν ἀπό τό κοφίνι, ὅπως τό Μωυσῆ, ἀλλά τριῶν ἡμερῶν ἀπό τόν τάφο ἀντί τοῦ Μωυσῆ. Ἐκεῖ τυπικά καί σέ νυχτερινό σκοτάδι ἔκαμε ὁ Ἰσραήλ τό Πάσχα του, ἐδῶ φωτεινά καί μέσα στήν ἡμέρα τό Πάσχα ἑορτάζομε. Ἐκεῖ στῆς ἡμέρας τό βράδιασμα· ἐδῶ στό βράδιασμα τοῦ χρόνου καί τῶν καιρῶν. Ἐκεῖ τά πορτόφυλλα σημαδεύτηκαν μέ τό αἷμα· ἐδῶ τῶν πιστῶν οἱ καρδιές σφραγίζονται μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἦταν θυσία νυχτερινή καί σέ ὥρα νύχτας ἔγινε τῆς Ἐρυθρᾶς τό πέρασμα· ἐδῶ εἶναι σωτηρία καί φωτερή ἡ Ἐρυθρά θάλασσα τοῦ Βαπτίσματος καί μέ τή φωτιά τοῦ Πνεύματος φωτίζει, ἐδῶ ἀληθινά Πνεῦμα Θεοῦ πνέει καί φανερώνεται πάνω στό ἴδιο νερό καί συντρίβει τήν κεφαλή τοῦ δράκοντα ἄρχοντα τῶν δρακόντων, τῶν δαιμονικῶν λαῶν τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς σώζει τούς Ἰσραηλῖτες μέ νυχτερινό βάπτισμα· ἐκεῖ τό σύννεφο γίνεται σκέπη τοῦ λαοῦ· στό λαό τοῦ Χριστοῦ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ρίχνει τόν εὐεργετικό ἴσκιο της. Ἐκεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ χόρεψε ἡ Μαρία, τοῦ Μωυσῆ ἡ ἀδελφή: ἐδῶ πού γίνεται ἡ σωτηρία τῶν Ἐθνικῶν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό σύνολό της γιορτάζει. Ἐκεῖ στήν πέτρα τή φυσική καταφεύγει ὁ Μωυσῆς· ἐδῶ στήν πέτρα τῆς πίστεως καταφεύγει ὁ λαός. Ἐκεῖ οἱ πλάκες τοῦ νόμου συντρίβονται καί μηνᾶνε συνάμα τό πέρασμα τοῦ νόμου καί τό πάλιωμα, ἐδῶ ἀρράγιστοι οἱ θεϊκοί νόμοι σώζονται. Ἐκεῖ τό μοσχάρι καιγόταν στή φωτιά γιά τιμωρία τοῦ λαοῦ· ἐδῶ θυσιάζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ γιά τοῦ λαοῦ τή σωτηρία. Ἐκεῖ μέ τό ραβδί ἡ πέτρα δέχεται κτύπημα· ἐδῶ ἡ Πέτρα, ὁ Χριστός δέχεται τρύπημα στήν πλευρά. Ἐκεῖ βγαίνει ἀπ᾽ τήν πέτρα νερό· ἐδῶ Αἷμα καί νερό πηγάζει ἀπ᾽ τή ζωοποιό πλευρά. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν ἀπ᾽ τόν οὐρανό τό κρέας τῶν ὀρτυκιῶν· ἐμεῖς ἀπ᾽ τά ὕψη δεχόμαστε τό περιστέρι τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ἐφήμερο μάννα ἔφαγαν καί πέθαναν· ἐμεῖς τόν Ἄρτο τρῶμε γιά νά ζοῦμε στόν αἰῶνα.

Μά ἐκεῖνα, παλιά πράγματα καί ἴσκιοι ψεύτικοι πάλιωσαν καί τελείωσαν· τοῦ δικοῦ μας λαοῦ ἡ πίστη αὐξάνει καί θάλλει καί μένει παντοτεινά. Αὐτή εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ δικοῦ μας Πάσχα· τό σκιερό πέρασμα τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ἔτσι πρέπει νά κοιτάξης τήν ἑορτή καί ἔτσι νά ἐξετάσης τά ὅσα ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆτες λένε γιά τήν ἡμέρα καί ἡ Ἀνάσταση θά σέ πείση, γιατί ὅλους τούς ἔχει ἡ ἀπιστία τυλίξει. Εἶναι πολλοί οἱ τύποι τῆς ἑορτῆς καί ἀπερίγραπτοι γιά τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς καί τή συνέχιση τῆς ζωῆς. Μάρτυράς της, πού ἀξίζει νά τόν πιστέψης, εἶναι ἡ σφαγή τοῦ Ἰσαάκ· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν ἔρριξαν τ᾽ ἀδέλφια του καί ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀθάνατος· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἱερεμία, ὅπου μιά φορά ἀπό τή φθορά καί τό βόρβορο βγῆκε. Τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάσταση ὑποτυπώνει τό κῆτος τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπό ὅπου βγῆκε σέ τρεῖς μέρες. Ἔχεις στή διάθεσή σου κι ἄλλο σημάδι γιά τό δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, τό δεσμωτήριο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν κατασφάλισε ἡ παράνομη συναγωγή κι ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀπείρακτος ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια, ὅπως βγῆκε ὁ Χριστός σέ τρεῖς μέρες ἀπό τούς νεκρούς. Μαζί μ᾽ αὐτούς κι ὁ Δανιήλ μέ τό λάκκο τῶν λεόντων προτυπώνει τόν τάφο τοῦ Σωτήρα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὁ Ἰησοῦς καί σώθηκε ἀπό τόν Ἅδη καί τό θάνατο, ὅπως ἀπό λεοντάρια. Μέ αὐτά νά ἐλέγξης τούς Ἰουδαίους καί νά τούς ἐπιτιμήσης. Ἔτσι ν᾽ ἀπολογηθῆς γιά τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά τά ὅπλα σύμμαχος σοῦ χαρίζει ο λόγος· αὐτά τά μυστήρια σοῦ διδάσκει ἡ ἑορτή.

Καί ἔπειτα τί ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτά; Ἐμεῖς γιορτάζομε μόνο ἤ θά φροντίσωμε καί γιά τόν ἀδελφό μας; Ἐμεῖς θά πανηγυρίσωμε ἤ θά μιλήσωμε καί γιά τούς ἄλλους; Εἶναι ἀνάγκη μέσα στή δική μας ἑορτή ν᾽ ἀκουσθῆ ἕνας θεάρεστος καί καλόδεκτος, κοινός στεναγμός τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Θεό κι ἄς θυμηθοῦμε τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκες, τούς δικούς μας πού βασανίζονται ἀπό τίς στερήσεις στίς ἐρημιές.

ς μποῦμε στά δεσμά τῶν δεσμωτῶν, ἄς ἀναδεχτοῦμε τόν πόνον ὅσων πονοῦν· γιατί ἄν ὑποφέρη ἕνα μέλος, ὑποφέρουν μαζί ὅλα τά μέλη. Ἄς συμμεριστοῦμε λοιπόν τό πάθος τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν ἴδιων τῶν μελῶν μας· ἄλλοι μέ χρήματα, ἄλλοι μέ λόγους, ἄλλοι μέ εὐεργεσίες, ὅλοι μέ τήν ἱκεσία μας γι᾽ αὐτούς στό Θεό. Ἄς γίνωμε πρεσβευταί, παρακαλῶ, ὅλοι ἀπό κοινοῦ σήμερα πρός τό Θεό, γιατί κοινή εἶναι ἡ αἰχαμαλωσία μας. Κοινή παρακαλῶ ἄς εἶναι ἡ δέησή μας, ἀφοῦ κοινή εἶναι καί ἡ τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε αὐτόν πού λέει: προσευχηθῆτε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά σωθῆτε. Ἄς ἀκούσωμε τό Χριστό πού λέει· ἄν δύο ἤ τρεῖς συμφωνήσουν στήν προσευχή, κάθε αἴτημα πού θά ζητήσουν, θά τούς δοθῆ. Μεγάλο ὅπλο, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας· μεγάλο τεῖχος ἀδελφοί, ἡ σύμφωνη προσευχή ὅλων πρός τόν Θεό καί μάλιστα τοῦ λαοῦ πού στήν αἰχμαλωσία του ἔμεινε πιστός. Κανείς ἄς μήν τολμήση νά πῆ ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς. Περισσότερο δέχεται τή δέηση τῶν ταπεινῶν καί μάλιστα ἐκείνων πού καταπονοῦνται γιά τό ὄνομά Του, πού μαστιγώνονται, πού φυλακίζονται, πού θλίβονται, πού τούς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί τους κι ὅμως δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ αὐτούς ὑπάρχουν πολλοί καί πολλές μέσα στίς τάξεις μας κι ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογηταί, καί πού Ἐκεῖνος ἀμέσως τούς ἀκούει. Μεγάλο ὅπλο, ἀγαπητοί, ἡ εὐχή ἐκείνων· ὅλους αὐτούς τούς λογαριάζει ὁ Χριστός γιά τούς κινδύνους πού καθημερινά διατρέχουν.

Γι᾽ αὐτό καί θαρραλέοι ἐμεῖς ἀπό τίς προσευχές τους καί βλέποντας τό θάρρος πού ἔχουν μπροστά στό Θεό αὐτοί, ἀπό κοινοῦ, μ᾽ ἐπιμονή ἄς προσευχηθοῦμε γιά τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σέ ἀνάγκες. Γιατί πολλές φορές ἡ βασιλική φιλανθρωπία κατά τίς ἑορτές σέ πολλούς καταδίκους χαρίζει τήν ἄφεση καί τήν ἀπελευθέρωση. Μεγάλη, τό ξαναλέω, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡ πίστη πού δέν χάνεται κατά τήν αἰχμαλωσία. Γιατί κι ὁ βασιλιάς πολλές φορές λογαριάζει τήν παράκληση τοῦ λαοῦ καί χαρίζει τούς καταδίκους στόν ὄχλο πού παρακαλεῖ. Γι᾽ αὐτό παρακαλοῦμε τήν ἀγάπη ὅλων σας μ᾽ ἐπιμονή νά θυμᾶστε (στίς προσευχές σας) τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκη· ἀκόμα καί ἐκείνη τήν ὥρα τήν φρικτή, πού τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θά δεχτοῦμε στά χέρια μας.

τσι μ᾽ ἐπιμονή γιά τούς ἀδελφούς μας ἄς προσευχηθοῦμε καί ἄς ποῦμε στό Χριστό: «Σύ ὁ μόνος καί τότε καί τώρα ἀγαθός Θεός καί φιλάνθρωπος κυρίαρχος, πού μέ τό Πάσχα τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου ἔσωσες καί μέ τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ τούς χάρισες τήν ἐλευθερία, Σύ καί τήν ὥρα τούτη μέ τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τό ἀκριβό Σου Αἷμα δώρησε στόν κόσμο Σου ἐλευθερία ἀπό τήν πικρή σκλαβιά. Σύ πού δέχτηκες τά κλάματα τῆς ἁμαρτωλῆς πόρνης, δέξου σήμερα καί τῆς Ἐκκλησίας Σου τό στεναγμό τῆς αἰχμαλωσίας της. Σύ πού δέχτηκες τοῦ πιστοῦ ληστῆ τήν παράκληση, δέξου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου τήν δέηση. Σύ πού δέχτηκες τή μετάνοια καί τούς στεναγμούς τοῦ Πέτρου, δέξου καί μᾶς τῶν φτωχῶν τό κλάμα, Σύ πού δέν ἔστρεψες τό πρόσωπο στά δάκρυα τῆς Χαναναίας, δέξου καί τή μικρή Ἐκκλησία νά πρεσβεύη γιά μεγάλη αἰχμαλωσία καί κραυγάζοντας σέ Σένα τό Θεό σήμερα νά λέη· Θεέ μου, πού σέ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκες ἀπό τούς νεκρούς, σήκωσε τόν πεσμένο ἀπ᾽ τῶν ἐχθρῶν τά χτυπήματα πιστό λαό Σου. Σύ πού τόν Ἀδάμ ἀπ᾽ τούς νεκρούς ἀνάστησες, τόνωσε τό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, Σύ ὁ τότε καί τώρα Θεός, πού πῆρες τή μορφή τοῦ δούλου Σου, λύτρωσε ἀπ᾽ τούς ἄλλους τόν ταπεινό λαό Σου. Σύ πού ἔκρινες ἄξιο νά γίνης παιδί γιά μᾶς, σῶσε ἀπό τό μαχαίρι τό πλῆθος τῶν παιδιῶν μας.

Σύ ὁ τότε Θεός, πού ξενιτεύθηκες μέ τή μητέρα Σου στήν Αἴγυπτο, φέρε πίσω ἀπό τήν ξενιτειά τίς μάννες καί τά παιδιά τους. Σύ πού θεληματικά πουλήθηκες γιά τήν σωτηρία τῶν πολλῶν σταμάτησε τήν ἀγοραπωλησία τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν. Σύ πού δέχτηκες στήν πλάτη γιά μᾶς τό μαστίγωμα, τοῦ Πιλάτου τίς φοβέρες, Σύ πού κοπίασες γιά μᾶς μέ ὁδοιπορίες, παῦσε τά βάσανα τοῦ λαοῦ Σου καί τίς ταλαιπωρίες. Σύ πού φώναξες στό Σταυρό ‘Διψῶ’ δρόσισε ψυχές πού διψοῦν καί πεινοῦν φοβερά, Σύ πού μαζί μέ τούς ἀνόμους ἀπό ἀνόμους καταδικάστηκες σῶσε καί ἐμᾶς ἀπ᾽ τό συνέδριο τῶν ἀνόμων. Σύ πού γυμνώθηκες ἀπό τούς ἀνόμους σάν κακοῦργος, Σύ ὁ Ἴδιος Κύριε, πού φυλακίστηκες ἀπό τούς ἀνόμους ἐλευθέρωσε τούς ριγμένους στῆς φυλακῆς τά δεσμά. Σύ πού ἔδωσες παράκληση στή μητέρα Σου ἀπό τό θρῆνο καί τό κλᾶμα τοῦ Σταυροῦ, Σύ πού τότε κραύγασες στίς Μυροφόρες τό ΄Χαίρετε΄ Σύ φώναξε καί τώρα ‘Χαίρετε’ στίς Ἐκκλησίες Σου. Σύ πού καρφώθηκες μέ τά τίμια καρφιά στά πόδια καί τά χέρια, ἐλευθέρωσε χέρια καί πόδια λαῶν σιδηροδεμένων. Ναί, Κύριε, φιλάνθρωπε, πού εἶπες ‘περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή μου ὡς τό θάνατο’, λύτρωσε τό λαό Σου ἀπό τή λύπη καί τό θάνατο. Σύ πού ἡ λόγχη τρύπησε τήν πλευρά Σου, σπάσε τή λόγχη τῶν ἐχθρῶν Σου μέ τό χέρι Σου τό δυνατό καί θυμήσου, Κύριε, ὅπως τόν πιστό ληστή καί τό λαό Σου. Σύ πού ἔχυσες τό ἄχραντο Αἷμα Σου γιά μᾶς, σταμάτησε τό ἄφθονο χύσιμο τοῦ αἵματός μας. Σῶσε τό λαό Σου Δέσποτα, λυπήσου τούς κληρονόμους Σου. Σηκώσου, γιατί, Κύριε, ἔχεις παραδοθῆ στόν ὕπνο; Γιατί δείχνεις μακροθυμία στούς ἐχθρούς; Γιατί παίρνεις ἀπό μᾶς τό πρόσωπό Σου; Σηκώσου, μή μᾶς κρατᾶς σ᾽ ἀπόσταση ὡς τό τέλος· μή μᾶς παραβλέπης ὁλότελα. Θυμήσου τό Σταυρό Σου, θυμήσου τό λαό Σου, θυμήσου τήν εὐσπλαγχνία Σου. Σύ, Κύριε, πού βάσταξες γιά χάρι μας σαράντα ἡμέρες τόν πειρασμό, θυμήσου τούς λαούς Σου πού πειράζονται στήν ἀπάτη καί ξηρή ἐρημία. Αὐτούς θυμήσου μαζί μέ μᾶς, Κύριε, καί πρίν ἀπό μᾶς, φιλάνθρωπε. Σ᾽ αὐτούς δῶσε πρίν ἀπό μᾶς τή βοήθειά Σου· ἐκείνους τέλος νά ἐπισκεφθῆς. Ἐκείνους τούς πιό ἀξιολύπητους ἀπ᾽ ὅλους, πού εἶναι ἀπ᾽ ὅλους πιό ταπεινοί πάνω στῆ γῆ· ἐκείνους πού στήν ἔρημο ξεχάστηκαν ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους· πού ἀπό τό χέρι Σου διώχτηκαν μακρυά πρίν ἀπό τό θάνατό τους. Αὐτούς πού βαριά τούς παίδεψε ὁ θυμός Σου κι ἡ ὀργή Σου τούς ἤλεγξε· ἐκεῖνοι πού σάν νεκροί ἀπό τούς ἀνθρώπους λησμονήθηκαν, πού καταδικάστηκαν καί ζοῦν μέ τ᾽ ἄγρια θηρία. Αὐτοί πού τή στένεψή τους κανείς δέν παρατηρεῖ παρά μόνο τ᾽ ἀκοίμητό Σου μάτι· πού τήν ἀνάγκη τους, Σύ, Κύριε, γνωρίζεις καί κανείς ἄλλος δέν ἄκουσε, ἀφοῦ χωρισμένοι ἀπό τούς δικούς τους, μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ζοῦνε ἔχοντας ξεχάσει τίς ἐκκλησίες καί μή ξέροντας τίς μέρες τῶν ἑορτῶν.

Λίγη καλοσύνη σ᾽ αὐτούς δεῖξε, Κύριε· δέ γυρεύω πολλή. Ἔλα σ᾽ ἐκείνους, Θεέ μου, πού τούς ἐπαίδεψες· ἔλα στά ἄλλοτε παιδιά Σου, γιατί κι αὐτοί κάποτε ἦσαν κοντά Σου, ἦσαν κι αὐτοί Χριστιανοί, κι αὐτοί κοπάδια Σου κι αὐτοί μέλη τοῦ Σώματός Σου κι αὐτοί κοινωνοῦσαν τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τώρα κοινωνοῦν τό Σῶμα ἀλόγων ζώων. Γι᾽ αὐτό, Κύριε, ρίξε σ᾽ αὐτούς τό βλέμμα Σου γεμᾶτο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία. Κοίταξε αὐτῶν τῶν ἀθλίων τή στένεψη καί δεῖξε τους τή σωτηρία· κοίταξε τή βαθειά ἐρημιά τους καί κάμε τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν καί δίκαια τούς παίδεψες, σῶσε τους ὅμως. Ἄν καί τούς παρέδωσες στόν ἐχθρό ἄξια, ὅμως μάζεψέ τους. Τούς ἐχτύπησες, παρηγόρησέ τους· τούς παρέδωσες, λύτρωσέ τους. Ἄν πολλές φορές ἁμαρτήσαμε, ὅμως ξαναθυμήσου μας πάλι, καί πάλι σκῦψε στή δέησή μας καί πιό πολύ ἄκουσε ὅσους βρίσκονται στίς ἐρημιές, στά σπήλαια καί τά βαθουλώματα τῆς γῆς, σ᾽ ἀπάτητους τόπους, ἀδελφούς μας χριστιανούς καί λαό δικό Σου. Γιατί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε στίς Ἐκκλησίες μαζί μέ τούς πιστούς, ἐκεῖνοι ζοῦν στήν ἐρημιά μαζί μέ τούς ἐχθρούς· ἄν ἐμεῖς χαιρώμαστε τίς ἑορτές, ἐκεῖνοι βρίσκονται σέ μέγα σκότος. Ὑπέρμετρη εἶναι ἡ δυστυχία τους, μεγάλος ὁ φόβος τους, τό τραῦμα τους φοβερό, πικρή ἡ συμφορά τους, ἀνεκδιήγητη ἡ καταστροφή τους, μεγάλο τό ἀγκάθι, πολλή ἡ τραγωδία τους, Κύριε.

Μή μᾶς ἀφήσης γιά πάντα ἔξω, ἀλλά μαζί μέ τήν παιδεία δεῖξε μας καί τή φιλανθρωπία Σου, γιά νά μή μείνη ἡ τελευταία καύχηση στούς Ἰουδαίους, γιά νά μήν ποῦν γιά μᾶς οἱ εἰδωλολάτρες: ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους, δέν εἶναι ὁ Χριστός τους, δέν εἶναι ὁ Σταυρός τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τους; Ποῦ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν; Γιά νά μήν τά ποῦνε αὐτά, γρήγορα ἄς δοῦν τά ἐλέη Σου σ᾽ ἐμᾶς. Ἄς μᾶς προφτάση γρήγορα ἡ εὐσπλαγχνία Σου Κύριε, Κύριε, γιατί εἴμαστε πολύ φτωχοί, γιατί εἴμαστε πολύ ταπεινοί, γιατί λιγοστέψαμε πολύ. Ἄς φτάση λοιπόν ὡς Ἐσένα ὁ στεναγμός τῶν δεομένων· θά Σέ μαλακώσουν τά δάκρυα τῶν ἄκακων νηπίων, πού τά κατασφάζουν, θά Σέ συγκινήση ὁ θρῆνος τῶν μητέρων πού χάνουν τά παιδιά τους.

Εἶναι παρακλήσεις τά ὅσα λέμε, Κύριε, κι ὄχι ἀντιλογίες. Σέ παρακαλοῦμε, δέν ἀντιδικοῦμε μέ Σένα. Παρακαλοῦμε, γιατί οἱ ἄνομοι μᾶς βρίζουν καί οἱ Ειδωλολάτρες μᾶς καταπονοῦν. Δέ φιλονικοῦμε, ἐξομολογούμαστε, κλαῖμε γιατί καί οἱ ἄλλοι εἶναι σέ κίνδυνο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἴμαστε καί Χριστιανοί. Εἴμαστε τιποτένιοι ἀλλά ὁπαδοί τῆς δικῆς Σου πίστεως. Δέν ἀξίζομε τή φιλανθρωπία Σου ἀλλά εἴμαστε πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας Σου στήν ἴδια μάντρα μαζεμένοι. Αὐτήν τήν ἱκεσία σέ Σένα οἱ φτωχοί γιά τόν ἀμέτρητο λαό τῆς αἰχμαλωσίας προσφέρομε στήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου, κλῆρος καί λαός, νέοι καί νέες, γέροντες μέ νεώτερους, τά παιδιά μέ τίς μητέρες τους, κάθε ψυχή ὅσων πιστεύουν σέ Σένα. Αὐτούς ὅλους λύτρωσέ τους ἀπό τή φοβέρα πού σιμώνει, καί κάνε τους, ἄξιους τῆς Βασιλείας Σου μέ τή Χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καί κυριάρχου Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τό Πανάγιο καί ζωοποιό Του Πνεῦμα. Τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν.»

2018/04/05

ΑΓΙΟΣ ΤΟΝΟΥΜ Ο ΜΑΡΤΥΣ

Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΠΟΥ "ΒΑΠΤΙΣΘΗΚΕ"ΔΙΑ ΤΟΥ 
ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ

Στην Ιερά Μονή της Μεγάλης Παναγίας στα Ιεροσόλυμα, την καλουμένη και Μονή των ‘’Σπουδαίων Μοναχών’’, η οποία είναι κτισμένη εκεί που σύμφωνα με την παράδοση στάθηκε η Υπεραγία Θεοτόκος και είδε  τη Σταύρωση του Χριστού, εκεί σ’ αυτή την Ιερά Μονή, φυλάσσονται ανάμεσα στα λείψανα άλλων Αγίων και τα λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Τούνομ του εμίρη, ο οποίος μαρτύρησε από τους Τούρκους, επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό.  Αυτόν το Μάρτυρα εορτάζει η Εκκλησία μας στις 18 Απριλίου.
Όταν το έτος 1579 μ. Χ. κατάφεραν οι αντιχαλκηδόνιοι Αρμένιοι να πάρουν άδεια από τους Τούρκους, για να εισέλθουν στον Πανάγιο Τάφο για να πάρουν αυτοί το Άγιο Φως, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος και οι Ορθόδοξοι πιστοί, μαζεύτηκαν  στην Αγία Αυλή του Ιερού Ναού της Αναστάσεως.  Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων προσευχόταν μπροστά από τη μεγάλη εξωτερική αριστερή κολώνα του Ναού.  Αίφνης η κολόνα εσχίσθη και εξήλθε από εκεί το Άγιο Φως.  Ο εμίρης Τούνομ εκείνη τη στιγμή ήταν ψηλά στον απέναντι μιναρέ.

Μόλις είδε το θαύμα του Αγίου Φωτός ο εμίρης Τούνομ, αρνήθηκε την βλάσφημη και αντίθεη πλάνη του Ισλάμ και ομολογώντας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως αληθινόν Θεόν,  έπεσε από τον  ‘’λογχίζοντα’’ τoν ουρανό μιναρέ και δεν έπαθε τίποτε.  Η ομολογία του στον Χριστό τον οδήγησε στον δια πυρός θάνατο από τους Τούρκους.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί  αμφισβητούν το Άγιο Φως, κατ’ ουσία προσπερνούν και αυτή την ιστορική μαρτυρία, που το Άγιο Φως εξήλθε από την εξωτερική κολώνα  του Ναού της Αναστάσεως και κατ’ επέκταση αμφισβητούν και τον  Άγιο Μάρτυρα Τούνομ.  Τους αμφισβητούντας «τον θεασάμενον ως πυρ το Φως το Άγιον, επ’ Ορθοδόξους κατεβαίνον», όπως το Κοντάκιον του Αγίου Τούνομ αναφέρει, δεν είναι εύκολο κανείς να πείσει, γιατί η αιτία της αμφισβήτησης των δεν είναι απλά η ιστορική άγνοιά των. 
Τον «ως ληστήν μνήσθητί μου κραυγάσαντα την ενδεκάτην ώραν, και εις την πίστιν του Χριστού προσχωρήσαντα, εμίρην Τούνομ» (Απολυτίκιον του Αγίου), κατ’ ουσία τον αμφισβητούν  Αυτή όμως η σημαντική ιστορική μαρτυρία, έγινε άλλος στηριγμός για πολλούς ολιγοπίστους. 
Οι αφισβητούντες όμως δεν διερωτούνται γιατί από τότε εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο  εδικαιούντο μόνο οι Έλληνες Ορθόδοξοι να εισέρχονται στον Πανάγιο Τάφο για την Τελετή της αφής του Αγίου Φωτός.  Αυτή αποτελεί αδιάψευστη ιστορική μαρτυρία, την οποία και οι αντιχαλκηδόνιοι Αρμένιοι παραδέχονται.  Οι αφισβητούντες δεν διερωτούνται γιατί το δικαίωμα των Ορθοδόξων Ελλήνων δεν αμφισβητήθηκε ούτε και όταν οι Σταυροφόροι καταδυνάστευσαν τους Αγίου Τόπους, όπως αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στο βιβλίο του ‘’Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων’’. (Πηγή: "ΑΚΤΙΝΕΣ")

«Χαίροις ο το όνομα του Χριστού καθομολογήσας, ότε είδες το Θείον Φώς,
Τούνομ καλλιμάρτυς» (Από το Μεγαλυνάριον του Αγίου Μάρτυρος Τούνομ).