2016/10/23

ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Άρθρο του αξιότιμου δημοσιογράφου κ. Γιάννη Μαύρου με τίτλο "Ο καθήμενος ιεράρχης και οι αντιδράσεις" σχετικά με το γνωστό θέμα που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Ο κ. Μαύρος, καίτοι δηλώνει άθεος, αποδεικνύεται με μεγαλύτερο σεβασμό, ανεκτικότητα και προοδευτικότητα από άλλους του χώρου της Καινοτομίας που άδραξαν- ανευ λόγου και αιτίας- την ευκαιρία να συκοφαντήσουν την Γνήσια Ορθόδοξο Εκκλησία.

Η περιφορά του κεκοιμημένου ιεράρχη των παλαιοημερολογιτών σε καθήμενη στάση, θέαμα σπάνιο και παράξενο για τους πιο πολλούς, καθώς και η ανάρτηση φωτογραφιών από την εξόδιο ακολουθία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πυροδότησαν τις γνωστές υστερικές αντιδράσεις κάποιων υπερφιλελεύθερων ηρακλέων του κοσμικού κράτους που σκανδαλίστηκαν από τον «μεσαιωνισμό», τον «ανορθολογισμό» και τη «βαρβαρότητα» τέτοιων εθίμων.
Στη δημόσια συζήτηση κυριάρχησαν πομπώδεις υπερβολές, κούφιες μεγαλοστομίες, φτηνοί εκδραματισμοί και τραβηγμένες από τα μαλλιά συγκρίσεις: «γίναμε Ιράν» είναι η αγαπημένη επωδός αυτών των knee-jerk αντιδράσεων, βαρετά προβλέψιμων πλέον, που δήθεν αντικρίζουν με τρόμο την εισβολή του σκοταδισμού αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι ελάχιστα παραπάνω από προσποίηση και υποκριτική αγανάκτηση που λειτουργεί ως διαπιστευτήριο κοσμοπολιτισμού και διαφωτισμένου πνεύματος για μια αυτοαναγορευμένη ελίτ.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: δεν χρειάζεται να είσαι πιστός για να μπορείς να αποδεχθείς κάτι που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς τοπικών κοινωνιών ή θρησκευτικών ομάδων με μακρά και αναγνωρισμένη παρουσία στον τόπο μας. Ξεχνούν ίσως οι διαπρύσιοι κήρυκες του κοσμικισμού ότι σε πολλά μέρη της Ελλάδας γίνεται η λιτάνευση των ιερών σκηνωμάτων των αγίων σε όρθια στάση, π.χ. στην Κέρκυρα του Αγίου Σπυρίδωνος κατά το Μέγα Σάββατο και άλλες περιστάσεις ή στην Κεφαλονιά του Αγίου Γερασίμου. Μήπως να τα καταργήσουμε και αυτά εν ονόματι της νεωτερικότητας; Γιατί εκεί δεν αντιδρά κανείς; Στην πραγματικότητα τίποτα δεν εμποδίζει έναν άθεο –όπως ο γράφων– να σταθεί με σεβασμό απέναντι στο κοινωνικό συναίσθημα των πιστών όπως αυτό εκδηλώνεται στις τελετουργίες τους. Η κοινωνικότητα είναι το άλλο όνομα της ιερότητας, όπως δίδαξε ο γάλλος θεμελιωτής της κοινωνιολογίας Εμίλ Ντυρκέμ. Είναι εξωφρενικό και βαθιά υποκριτικό, από μια γνήσια αθεϊκή σκοπιά, να αποδέχεσαι (έστω προσχηματικά) τη δογματική διδασκαλία της Ανάστασης, το μέγα σκάνδαλο της κατάργησης των φυσικών νόμων, αλλά να εξεγείρεσαι με το «πταίσμα» της περιφοράς ενός νεκρού χωρίς φέρετρο.
Η πλάκα και η καζούρα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι βέβαια αναμενόμενη, ακόμα και καλοδεχούμενη θα λέγαμε. Η ζωή συνεχίζει τον δρόμο της και το χιούμορ είναι ανεξάλειπτο όσο και απαραίτητο. Ενα ιντερνετικό meme που εμφανίζει τον κεκοιμημένο δεσπότη να λέει «δεν μπορώ να σηκωθώ, είμαι πτώμα», είναι ένα πανέξυπνο και εντέλει αθώο σατιρικό εύρημα που προκαλεί γέλωτα χωρίς να επιτίθεται με κακεντρέχεια και χωρίς να δαιμονοποιεί το διαφορετικό εξ ονόματος μιας ψευδοφιλελεύθερης βουλγάτας. Η σάτιρα των ιερών κειμένων και τελετουργιών αποτελεί δομικό τμήμα της χριστιανικής παράδοσης από τους πρώιμους χρόνους. Μάλιστα υπό προϋποθέσεις μπορεί να έχει όχι μόνο ψυχαγωγική αλλά και παιδαγωγική λειτουργία. O Oυμπέρτο Εκο στο «Όνομα του Ρόδου» έκανε ευρύτερα γνωστή την Coena Cipriani («Δείπνον Κυπριανού»), μια ανώνυμη πρόζα γραμμένη στα λατινικά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που αποτελεί συμποτική παρωδία βιβλικών μορφών και εξηγητικών σχημάτων. Το ίδιο έργο μνημονεύεται από τον Μιχαήλ Μπαχτίν στο πλαίσιο της ανάλυσης του καρναβαλικού, που αντιστρέφει συμβολικά την πραγματικότητα σε προσωρινή βάση. Το παρωδιακά βέβηλο συμβιώνει από αιώνων με το ιερό και το συμπληρώνει διαλεκτικά.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους κατ’ επάγγελμα θρησκειομάχους που καραδοκούν να αναδείξουν την προσήλωση τους στη φιλελεύθερη ανεκτικότητα και ανεξιθρησκία κάνοντας σφοδρές επιθέσεις σε μορφές θρησκευτικότητας που δεν ταιριάζουν στο λεπτό γούστο τους. Η λογοκριτική τους νοοτροπία αποκαλύφθηκε όταν καταδίκασαν όχι τόσο την περιφορά καθαυτή αλλά την αναπαραγωγή της στα social media: «Κάντε ό,τι είναι να κάνετε αλλά τουλάχιστον μην υποχρεώνετε τα ευαίσθητα ματάκια μας να υποστούν αυτό το αποτρόπαιο θέαμα». Κάτι αντίστοιχο με το πάνυ αφελές «όποιος θέλει τους πρόσφυγες να τους πάρει σπίτι του». Μήπως θα έπρεπε να ζητούν την άδεια κάποιου «μεταρρυθμιστικού» ιερατείου οι ΓΟΧ ή οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική ομάδα πριν ανεβάσουν κάτι στο φέισμπουκ;
Η λογική συνέπεια δεν είναι το φόρτε των εν λόγω θρησκειομάχων. Ενώ εξαντλούν την αυστηρότητα τους στα χριστιανικά έθιμα, οι περισσότεροι διαλέγουν με πολλή προσοχή και επιμέλεια τις εκφράσεις τους όταν πρόκειται να αναφερθούν σε μουσουλμανικά «βάρβαρα» τελετουργικά, όπως την αυτομαστίγωση των σιιτών στον Πειραιά που θρηνούν τη σφαγή του ιμάμη Χουσεΐν στη μάχη της Κερμπάλα το 680 μ.Χ. Είναι προσεκτικοί όταν πρόκειται για μουσουλμάνους διότι φοβούνται μην προκαλέσουν την μήνι ενός αριστερού διεθνιστικού κοινού, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένου σε ζητήματα μετανάστευσης. Ο φόβος αυτός εκλείπει στην περίπτωση στηλίτευσης χριστιανικών «αναχρονιστικών» εθίμων, καθώς εκεί βρίσκουν αντικληρικαλικό κοινό τόπο με την Αριστερά των ιακωβίνικων παραδόσεων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσφέρει έναν εύκολο σάκο του μποξ για να επιδεικνύουμε ανέξοδα τα κοσμικά μας φρονήματα∙ κάπως σαν τον βάναυσο σύζυγο που ξεσπά εκ του ασφαλούς τα νεύρα του στην ανυπεράσπιστη γυναίκα του, γνωρίζοντας ότι εκτός σπιτιού δεν τον παίρνει για πολλούς τσαμπουκάδες.
Συναφής περίπτωση αντιθρησκευτικής δυσανεξίας εκ μέρους «πεφωτισμένων» ήταν οι ασύμμετρες αντιδράσεις στην απεικόνιση ελληνορώσου επιχειρηματία και της οικογένειας του σε τοιχογραφία εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη, ως δωρητών σε παράσταση Δέησης (Τρίμορφο). Η πράξη καταγγέλθηκε ως μέγιστη αλαζονεία και ένδειξη βαρβαρικού ύφους και ήθους. Ελάχιστοι επεσήμαναν ότι τέτοιες κτητορικές παραστάσεις, όπου ο ιδρυτής ιστορείται ως προσφέρων το σκαρίφημα του ναού στα ιερά πρόσωπα, αποτελούν δόκιμη εικονογραφική πρακτική των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Μια τελευταία γενικότερη παρατήρηση αφορά την απώθηση του θανάτου από τις νεωτερικές κοινωνίες της ευμάρειας. Σε παλαιότερες εποχές ο θάνατος ήταν δημόσιο θέαμα και οι δημόσιες εκτελέσεις μαζική διασκέδαση, όπως έχει δείξει μεταξύ άλλων ο Μισέλ Φουκώ. Το προσδόκιμο ζωής ήταν πολύ χαμηλότερο και οι άνθρωποι πολύ περισσότερο εξοικειωμένοι με το θάνατο εξαιτίας των επιδημιών, των πολέμων και των ατυχημάτων. Για αυτό και κάποτε τα νεκροταφεία βρίσκονταν εντός των οικισμών, όχι σε διακριτούς χώρους, και η «συνοίκηση» ζώντων και τεθνεώτων ήταν ο κανόνας. Σήμερα η υπόμνηση της θνητής φύσης μας ενοχλεί και μας ξεβολεύει. Μόνο η Εκκλησία με τη διδασκαλία και τα τελετουργικά της έχει μείνει να υπενθυμίζει το αναπόφευκτο και αυτός ο ρόλος της προκαλεί αμφιθυμίες. Στη μορφή του περιφερόμενου ιεράρχη Καλλινίκου, κάτωχρου και στερεωμένου στην ιερατική πολυθρόνα από τους ομοδόξους του, το Πραγματικό εισβάλλει στο εύτακτο και κατηγοριοποιημένο σύμπαν μας.