Ἡ αἰτία, πού ἔγινε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων1 καί χωρίς αὐτή τήν ἀνάγκη λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων δέν θά γινόταν ἄνθρωπος. Εἶναι λοιπόν γενητός ὁ Χριστός ἀλλά γιά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Αγένητος ὅμως γιά τό ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι δημιούργημα.
Ἡ «προκοπή» γιά τήν ὁποία μιλᾶ ἡ Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει τήν ἀνθρώπινη φύση του. Ὑπάρχει μία θέση τῶν ἀντιπάλων τοῦ Μ. Ἀθανασίου, πού ὑποστηρίζει ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁμοούσιο μέ τή θεότητα τοῦ Λόγου. Ἄν συνέβαινε ὅμως αὐτό τότε θά ἦταν περιττή ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Μαρία, ἀφοῦ θά προϋπῆρχε αἰωνίως. Αὐτό ὅμως δέ συμβαίνει ἄρα εἶναι ἄτοπη ἡ θέση τους. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἀναφέρει περί ἀϊδιότητος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε ἀνθρώπινο σῶμα, καί οἱ ἀποφάσεις τῶν συμμετεχόντων ἐπισκόπων στή Σύνοδο τῆς Νικαίας δηλώνουν ὅτι εἶναι ὁ Υἱός ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κι΄ ὄχι τό σῶμα του. κι΄ ὅτι ἔλαβε σῶμα ἀπό τή Μαρία.
Ἀκόμη, ἄν συνέβαινε νά εἶναι ὁμοούσιο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τή θεότητά του, θά συνέβαινε τότε νά εἶναι ὁμοούσιος καί ὁ Πατήρ μέ τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἦλθε στή γῆ ὁ Υἱός του, κι΄ ὁ Πατήρ θά ἦταν ἴδιος μέ τά κτίσματα.
Οἱ φράσεις, πού ἀναφέρει ἡ Γραφή «πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί», «τίκτειν», «ἐσπαργάνωσεν», ὁ μακαρισμός τῶν μαστῶν, πού ἐθήλασε ὁ Χριστός, δηλώνουν τήν πραγματική ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Τό «γεννώμενον ἐκ σοῦ» κι΄ ὄχι «ἐν σοί» δηλώνει τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Μαρία, τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν πραγματική ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐξ΄ ἀνθρώπου ἀληθινοῦ γεννημένου. Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι τό σῶμα του εἶναι ὄχι ὁμοούσιο μέ τή θεότητά του ἀλλά ὅτι εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση του.
Λέγοντας οἱ αἱρετικοί ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁμοούσιο μέ τή θεότητά του σημαίνουν ἄλλη ὑπόσταση στήν Τριάδα, «ἕτερον πρός ἕτερον σημαίνετε» ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος. κι΄ ὅταν λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα δηλώνει ὅτι εἶναι μέν ὁμοούσιος ἀλλά ἄλλος εἶναι ὁ Υἱός καί ἄλλος ὁ Πατήρ. ἡ σύγκριση στή φράση «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» αὐτό δηλώνει. Ἐπειδή λοιπόν τό σῶμα, ὅπως ὑποστηρίζουν, εἶναι ὁμοούσιο μέ τό Λόγο, δέν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος ἀλλά κάποια ἄλλη ὑπόσταση. κι΄ ἐπειδή εἶναι κάποια ἄλλη ὑπόσταση τότε θά εἶναι τετράδα ἡ Τριάς. Ἡ Τριάς ὅμως δέν μεταβάλλεται «ἀλλ΄ ἀεί τελεία ἐστι».
Ὑπάρχει ὅμως καί κάποια ἄλλη θέση τῶν ἐχθρῶν τοῦ Μ. Ἀθανασίου. ὅτι ὁ Λόγος μετατράπηκε σέ σάρκα, καί ὀστά καί τρίχες καί νεῦρα «καί ὅλον τό σῶμα μεταβεβλῆσθαι τόν Λόγον, καί ἠλλάχθαι τῆς ἰδίας φύσεως3». Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ἀναλλοίωτος καί ἄτρεπτος. Στή συνάφεια αὐτή ὁ ἅγιος Πατήρ ἀναφέρει τό Μαλ. 3, 6, πού λέει. «Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμί καί οὐκ ἠλλοίωμαι» καί τό Ἑβρ. 13, 8, πού λέει. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός, καί εἰς τούς αἰῶνας». Ἄν συνέβαινε μετατροπή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τότε δέν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη νά μπεῖ σέ τάφο ἀλλά θά πήγαινε νά κηρύξει στόν ἅδη στίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Ὅμως αὐτό τό σῶμα τό τυλίγει στή σινδόνα ὁ Ἰωσήφ καί τό τοποθετεῖ στό Γολγοθά4 Ὁρισμένοι πάλι διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός εἶχε καί πρίν ἀπό τή Μαρία τό σῶμα του κι΄ ὅτι πρίν ἀπ΄ αὐτήν εἶχε κάποια ἀνθρώπινη ψυχή. Τούς ἀποστομώνει ὅμως τό «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο».
Ἄλλοι πάλι, πού θεωροῦν ὅτι δέν ἦταν δεκτικό τοῦ θανάτου τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί ἀποστομώνονται μέ τό «ὅτι Χριστός ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατά τάς Γραφάς». Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἕνα φανταστικό, «κατά δόκησιν» σῶμα ἀλλά πραγματικό. Ἐφόσον ἔγινε ἀληθινός ἄνθρωπος ὁ Σωτήρας ἔγινε πραγματικότητα καί ἡ σωτηρία, ὅλης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως∙ καί ἄν «θέσει» ὑπῆρχε ὁ Λόγος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ κι΄ ὄχι «φύσει» τότε εἶναι φανταστική καί «κατά δόκησιν» καί ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως εἶναι πραγματικότητα ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅλου. ψυχῆς καί σώματος, διά τοῦ Λόγου. δέν εἶναι φαντασία.
Πηγή: ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΕΚΛΙΩΜΗΣ "Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ"
με ΣΥΜΒΟΥΛΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ τον π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ