Ὅτι ἡ ὁρολογία τῆς διαστάσεως καὶ τῆς διαιρέσεως ἀπαντᾶται καὶ
μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν ἐργασιῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε μία καὶ δὲν δύναται ποτὲ νὰ ὑπάρξη διάστασις ἢ διαίρεσις -μέ τὴν ἔννοιαν τῆς συνυπάρξεως δύο ἀλληλομαχουμένων μερίδων μὲ προφανῶς ἀντίθετες καὶ ἀντιφατικὲς ὁμολογίες- εἰς τὸ σῶμα της.
Ἐν τούτοις, ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς συχνὰ ἀναφέρονται σὲ αἱρέσεις ἢ σὲ σχίσματα ὡς προκαλοῦντα διαιρέσεις «ἐν τῇ Ἐκκλησία». Τοιαῦτες ἐκφράσεις δὲν ἀποσκοποῦσαν εἰς τὴν ὑποστήριξιν τῆς ἰδέας, ὅτι δύνανται νὰ συνυπάρχουν δύο ἐξωτερικῶς διηρεμένες κοινότητες ἐντός τῆς ἰδίας ἀοράτου Ἐκκλησίας. Μᾶλλον ἐκφράζουν τὴν ἱστορικὸ-κανονικὴν διάστασιν τῆς πραγματικότητος εἰς τὴν ὁρολογίαν τῆς ἀνθρώπινης νοήσεως: ὅτι δύο κοινωνιολογικῶς ἐννοούμενες ὁμάδες ἰσχυρίζονται ἀνταγωνιστικῶς, ὅτι εἶναι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία.
Ὅτι αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία τῶν ἐν λόγῳ ἐκφράσεων συλλαμβάνει τὸν ἀληθῆ σκοπὸν τῶν συγγραφέων, καὶ συνεπῶς εἶναι ὀρθότερη τῆς πρώτης, ἀποδεικνύεται ἀπό τὸ γεγονὸς, ὅτι παρόμοια ὁρολογία χρησιμοποιεῖται καὶ μετὰ τὴν καταδίκην μιᾶς αἱρέσεως ἀπὸ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ὅταν δὲν ἀμφισβητεῖται, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν χωριστή, ψευδῆ ἐκκλησία.
Αὐτὴ ἡ διαπίστωσις δηλώνει, ὅτι ἡ ὁρολογία τῆς διαιρέσεως καὶ τῆς διαστάσεως χρησιμοποιεῖται ἀδιακρίτως, ἀδιάφορα ἀπό τὸ ἂν μία αἵρεσις ἔχει καταδικασθεῖ ἢ ὄχι.
Ὅμως, τὸ γεγονὸς, ὅτι αὐτὴ ἡ ὁρολογία χρησιμοποιεῖται πρὶν ἀπὸ μίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον δὲν δύναται νὰ ἑρμηνευθῆ ὡς ἐπιδεικῦον, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἀνήκουν εἰς τὴν μίαν ἀλλὰ ... τάχα διηρεμένην Ἐκκλησίαν ὡς ἄκριτοι.
Εἰς τὸν Σλαβονικὸν βίον τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ἔζησε μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, διαβάζουμε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ταραγμένη, ἐν διχοφωνίᾳ, καὶ ἀποστερημένη ἱεραρχῶν ἀφοσιωμένων εἰς τὴν στήριξίν της».
Ὁμοίως, εἰς τὸν Σλαβονικὸν βίον τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου διαβάζουμε: «Ὁ βασιλεὺς τότε ἐξέδωσε διάταγμα εἰς ὅλην τὴν αὐτοκρατορίαν, διατάζοντας νὰ ἐκδιωχθοῦν ὅλοι οἱ Ἀρειανοὶ ἀπὸ τὰς πόλεις διὰ τῆς ἀπειλῆς καὶ τῆς βίας. Οὕτως, ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος καθάρισε τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.»
Ὅλα αὐτά, ὅμως, ἔγιναν μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἡ ὁποία εἶχεν ἤδη καταδικάσει τὸν Ἀρειανισμόν. Παρομοίαν ἔκφρασιν χρησιμοποίησαν οἱ Ἅγιοι Σάββας καὶ Θεοδόσιος γράφοντες πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον:
«…τούτων δὲ πάντων [τῶν ταραχῶν] ἀρχηγὸς καὶ αὐτουργὸς καθέστηκεν ὁ ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς Ἀκέφαλος καὶ Ἀποσχίστης Σευῆρος, ὁ τῆς Ἀντιοχέων πρόεδρος, ἐπ’ ὀλέθρῳ τῆς οἰκείας ψυχῆς καὶ τῆς κοινῆς πολιτείας κατὰ Θεοῦ συγχώρησιν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν προβληθείς…» (Κυρίλλου Σκυθοπόλεως, Βίος Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Kyrillos von Skythopolis, ed. E. Schwartz, Texte und Untersuchungen 49.2., (Leipzig: Hinrichs, 1939), 154.24-155.2.). Ἂν καὶ γράφουν πενῆντα χρόνια μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἀποκαλοῦν τὸν Σευῆρον ὡς «πρόεδρον τῆς Ἀντιοχέων [Ἐκκλησίας]», ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα ἦταν ἐπίσκοπος μόνον τῶν αἱρετικῶν, ὄχι τῶν Ὀρθοδόξων! Προφανῶς, τοιαῦτες ἐκφράσεις χρησιμοποιοῦνται συμβατικῶς, ἔχοντας ἀναφορὰ στὴν κοινωνιολογικὴν διάστασιν τοῦ σχίσματος.
Παρόμοια παραδείγματα ἔχουμε εἰς τὰ τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς τὸν ἀπολογητικὸν λόγον «Πρὸς τὸν Λαὸν» τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, πρὶν τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, καὶ εἰς Συνοδικὸν Ὄρον τοῦ 843 πού ἀναστύλωσε ἐκ νέου τὰς εἰκόνας.
Εἰς τὸ πρῶτον τροπάριον τῆς Α΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας, ψάλλεται:
"Μεγίστην εὐεργεσίαν βλέποντες, χεῖρας κροτήσωμεν, τὰ διεστῶτα μέλη τοῦ Χριστοῦ, συνηγμένα πρὸς ἕνωσιν, καὶ τὸν Θεὸν αἰνέσωμεν, τὸν τὴν εἰρήνην πρυτανεύσαντα."
Εἰς τὴν ΣΤ΄ ὠδήν, ψάλλεται:
"Γυμνοῦται, κατηφείας καὶ σκότους αἱρέσεως, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καὶ φορεῖ χιτῶνα τῆς εὐφροσύνης, καὶ τῇ θείᾳ, καὶ φωσφόρῳ πυκάζεται χάριτι."
Εἰς τὸ πρῶτον ἑξαποστειλάριον, βρίσκουμε καὶ τὰ ἑξῆς σχετικά:
"Σκιρτήσατε μετ' εὐφροσύνης ἄσατε, Ὡς θαυμαστά σου καὶ ξένα, Χριστὲ βοῶντες τὰ ἔργα! καὶ τὶς ἰσχύσει ἐξειπεῖν, Σῶτερ τὰς δυναστείας σου, τοῦ τὴν ἡμῶν ὁμόνοιαν, καὶ συμφωνίαν εἰς μίαν, ἑνώσαντος Ἐκκλησίαν;"
Ἴσως τὸ πιὸ ἀκραῖο παράδειγμα εἶναι αὐτὸ τῆς ἀπολογίας τοῦ Ἁγίου Ταρασίου «Πρὸς τὸν Λαὸν», εἰς τὴν ὁποίαν γίνεται λόγος διὰ τὴν διαίρεσιν τῆς «ἐπὶ τῆς πέτρας τεθεμελιωμένης» Ἐκκλησίας καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐκφράσεις ὥς τὸ «γενέσθαι μίαν καθολικὴν Ἐκκλησίαν»:
"Ὁρῶ καὶ βλέπω τὴν ἐπὶ τὴν πέτραν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν καὶ διηρημένην καὶ ἡμᾶς ἄλλοτε λαλοῦντας, καὶ τοὺς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν Χριστιανοὺς ἑτέρως.
Καὶ συμφωνοῦντας αὐτοῖς τῆς δύσεως, ἀλλοτριωμένους δὲ ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων, καὶ κάθ' ἑκάστην ὑπ' αὐτῶν ἀναθεματιζομένους. Δεινόν ἐστι τὸ ἀνάθεμα, πόρρω τοῦ Θεοῦ βάλλει καὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει, ἀπάγον εἰς σκότος τὸ ἐξώτερον. Οὐκ οἶδεν ὁ τῆς ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος ἔριν ἢ φιλονεικίαν, ἀλλ' ὥσπερ οἶδεν ὁμολογεῖν εὐσεβῶς ἓν βάπτισμα, μίαν πίστιν, οὕτω καὶ συμφωνίαν μίαν ἐπὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ πράγματος. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἐστὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐαπόδεκτον καὶ εὐάρεστον ὡς τὸ ἑνωθῆναι ἡμᾶς καὶ γενέσθαι μίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν, καθ' ἅ καὶ ἐν τῷ συμβόλῳ τῆς εἰλικρινοῦς ἡμῶν πίστεως ὁμολογοῦμεν." (Ἁγ. Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος Ἀπολογητικὸς πρὸς τὸν Λαόν, Πρακτικὰ τῶν Ἀγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Ἅγιον Ὅρος: Καλύβη Τιμίου Πρόδρομου, Σκήτη Ἁγίας Ἄννης, 1986), 224 (724).)
Ἐκφράσεις ὅπως «τὰ διεστῶτα μέλη τοῦ Χριστοῦ, συνηγμένα πρὸς ἕνωσιν», «γυμνοῦται, κατηφείας καὶ σκότους αἱρέσεως, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία», καὶ «τὴν ἡμῶν ὁμόνοιαν, καὶ συμφωνίαν εἰς μίαν, ἑνώσαντος Ἐκκλησίαν» δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν παρὰ μόνον στὰ πλαίσια ἀναφορᾶς εἰς τὴν κοινωνιολογικὴν διάστασιν τοῦ σχίσματος.
Εἰς τὰ ἴδια πλαίσια πρέπει νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, καθὼς τὸν κάθ' ὅλον δὲν ἐπιδέχεται μερισμὸν ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ μόνον εἶναι δυνατή ἡ ἔκπτωσις τῶν αἱρετικῶν ἐκ τῆς καθολικότητος.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἐκαλύπτετο ἀπὸ τὸ σκότος τῆς αἱρέσεως καὶ οὔτε ἐπινοεῖται τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ νὰ διΐστανται τῆς ἑνότητος.
Βέβαια ἡ ἀκρίβεια τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας διδάσκει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθαρὰ καὶ ἀμόλυντος, «μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων … ἁγία καὶ ἄμωμος». Καὶ τοῦτο, ἐκ τῶν προτέρων, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἡμέρα πού ἐκχύθηκε τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐπὶ τοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ νόημα τῶν ὑμνογραφικῶν παραδειγμάτων δὲν ἐξαντλεῖται εἰς τὴν ἐκκλησιολογικὴν διατύπωσιν.
Ἐπισημαίνουν καὶ τὴν αἴσθησιν τῆς λυτρώσεως καὶ καθάρσεως τῆς ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίας καὶ τῆς κάθε ψυχῆς ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πλάνην τῶν παθῶν διὰ τοῦ λουτροῦ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῶν μυστηρίων, πού ἐκφράζεται καὶ εἰς ἄλλα τροπάρια, ὅπως εἰς τὸ «Θύσω σοι, μετὰ φωνῆς αἰνέσεως Κύριε, ἡ Ἐκκλησία βοᾶ σοι, ἐκ δαιμόνων λύθρου κεκαθαρμένη, τῷ δι' οἶκτον, ἐκ τῆς πλευρᾶς σου ρεύσαντι αἵματι», ἔκφρασις τῆς ἐκπλήξεως τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κάθε ψυχῆς μπροστὰ εἰς τὸ θαῦμα τῆς διὰ τῆς Θείας Οἰκονομίας σωτηρίας καὶ λυτρώσεώς της.
Ὁ σκοπὸς ὅμως τῶν ἱερῶν ὑμνογράφων τείνει πρὸς τὸ παράδοξον εἰς τὸ ὁποῖον σημαίνεται τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς θείας πρόνοιας καὶ τοῦ θαύματος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἑνώσεως -τήν σωτηρίαν ἀπὸ τὴν διάστασιν καὶ τὴν διαίρεσιν- καί, κατ' οὐσίαν, ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν φθορά.
Διὰ τὸν Ἅγιον Ταράσιον, πέρα ἀπὸ τὴν κοινωνιολογικὴ διάστασιν τοῦ σχίσματος μεταξύ της Νέας Ρώμης καὶ τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ ἐντός της Μεγάλης Ἐκκλησίας, πρόκειται περὶ προτροπῆς, κάθ' ἥν ὁ προτρεπτικὸς λόγος χρησιμοποιεῖ τὰ ἐκ τῶν ἐναντίων, διὰ νὰ πείσῃ πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ἀνατρέποντας τὸ σχίσμα καὶ αὐξάνοντας ἔτσι ἐπιδεικτικῶς τὴν ἑνότητα. Ἴσως θὰ ἠδύνατο νὰ ἰσχυρισθῆ κανεὶς, ὅτι δέν γίνεται δεκτός ἔτσι καὶ ὁ μεγάλος θρίαμβος καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παραδειγματικὴν μετανοητικὴν ἔκφρασιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας.
Ὁ δὲ Συνοδικὸς Ὅρος τοῦ 843 ἀναφέρεται εἰς τὴν εἰρήνην τῶν ἐκκλησιῶν, τὴν τῶν ἐκκλησιῶν διάστασιν, τὴν ἕνωσιν τῶν διευζευγμένων, καὶ εἰς τὴν ἐφέκλυσιν πρὸς ἕνωσιν.
"Οὐκ ἀνεκτὸν ἢ φορητὸν ἡγήσαντο τὰ μὲν ἄλλα ὁμονοεῖν ἡμᾶς καὶ συμβιβάζεσθαι, περὶ δὲ τὸ τῆς ζωῆς ἡμῶν κεφάλαιον, ἤγουν τὴν εἰρήνην τῶν ἐκκλησιῶν, ἑαυτῶν ἀπορρήγνυσθαι καὶ ἀποσχίζεσθαι, καὶ ταῦτα Χριστοῦ κεφαλῆς ὄντος, ἡμεῖς δὲ καθεξῆς μέλη καὶ ἓν σῶμα διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμοδοξίας καὶ πίστεως. Διὸ τὴν ἱερὰν ἡμῶν ταύτην καὶ πολυάνθρωπον συναθροισθῆναι ἐκέλευσαν ὁμήγυριν ἐν ταύτῃ τῇ μεγίστῃ καὶ βασιλευούσῃ Κωνσταντίνου πόλει, ἵνα τὴν τῶν ἐκκλησιῶν διάστασιν ἀποσεισάμενοι, τὰ διεζευγμένα πρὸς ἕνωσιν ἐφελκύσωμεν καὶ τὴν ἔναγχος ὑφανθεῖσαν ἐξ ἀκανθίνων νημάτων συρφετώδη σηράν εἴτουν ψευδοδιδασκαλίαν διαρρῆξαι καὶ διασχίσαι καὶ τὸν τῆς ὀρθοδοξίας διαπλῶσαι χιτῶνα." (Συνοδικός Ὅρος, “Le Synodikon de l' Orthodoxie”, ed. J. Gouillard, Travaux et mémoires 2 (1967): 293-298.)
Κατὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς εὐσεβοῦς ὁμολογίας ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ ἐκπέση τῆς ἰδίας της τῆς ἑνότητος.
Ὅμως, οἱ εὐσεβέστατοι βασιλεῖς ἀναφέρονται εἰς κοινωνιολογικὴν διάστασιν τοῦ σχίσματος τῆς δευτέρας Εἰκονομαχίας. Ὁ σκοπός τους δὲν ἦταν μόνον ἡ καταδίκη, ἀλλ' ἡ ἕνωσις πάντων εἰς τοὺς κόλπους τῆς μίας Ἐκκλησίας, τόσο τῶν ὁμολογητῶν Ὀρθοδόξων, ὅσον καὶ τῶν μετανοούντων Εἰκονομάχων, (τὰ διεζευγμένα πρὸς ἕνωσιν), διὰ τῆ διαρραγῆς καὶ διασχίσεως τῆς «σήρας» τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς διαπλώσεως τοῦ χιτῶνος τῆς Ὀρθοδοξίας.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ''AΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ'', ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2018