2017/05/10

ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ ΨΥΧΩΝ

Είμαστε υποχρεωμένοι στις ιεραποστολικές χώρες να εφαρμόζουμε πάντοτε τους κανόνες της Εκκλησίας;


Παν. Ι. Μπούμη (Πάντα τα έθνη, Τεύχος 25, α΄Τρίμηνο 1988, σελ.8 -9)



Απάντηση: Η ερώτηση αυτή προέκυψε από τα προηγούμενα σημειώματα - απαντήσεις, όπου λέγεται, ότι πρέπει στις κρίσεις μας και στις απαντήσεις μας, στις αποφάσεις μας καις τις πράξεις μας, να βασιζόμαστε στην αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση, στην Αγία Γραφή και στις αποφάσεις (όρους - κανόνες) των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτές είναι σίγουρα αλάθητες και ορθές, και οδηγούν στην σωτηρία και στη θέωση. Για το λόγο αυτό και η απάντηση μας στο ανωτέρω ερώτημα, καθώς και η ανάγνωση του σημειώματος αυτού, πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, να γίνει με μεγάλη προσοχή.

* * *

Όπως θα είχε παρατηρήσει ο αγαπητός αναγνώστης της στήλης αυτής, στα προηγούμενα σημειώματα γράψαμε και επαναλάβαμε, ότι μπορούμε να προβούμε σε τούτο ή εκείνο το έργο ή την ενέργεια στους χώρους της εξωτερικής ιεραποστολής και γενικότερα μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, επειδή δεν έχουμε κανόνα της Εκκλησίας που να μας το απαγορεύει, ή που να μας υπαγορεύει το αντίθετο. Επειδή δηλαδή δεν έχουμε κανόνα της Εκκλησίας που να μας ορίζει, που να μας επιβάλλει, τι πρέπει να πράξουμε, γι' αυτό έχουμε ελευθερία κινήσεων. Γιατί και ο απ. Παύλος λέει: «Ου ουκ έστι νόμος, ουδέ παράβασις» (Ρωμ. 4, 15).

Αλλοιώς, αν έχουμε κανόνα της Εκκλησίας που μας καθορίζει, τι πρέπει να πράξουμε ή τι πρέπει να αποφύγουμε να πράξουμε, τότε δεν είμαστε ελεύθεροι να πράξουμε ότι θέλουμε, δεν έχουμε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Είμαστε υποχρεωμένοι και δεσμευμένοι να τον ακολουθήσουμε, γιατί αλλιώς κάνουμε παράβαση , κάνουμε παρανομία, αμαρτία.

Εν τούτοις μέσα στην Εκκλησία και στο Κανονικό Δίκαιο υπάρχει και η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία αν και «παραβαίνουμε», αν και παρεκκλίνουμε από ένα κανόνα, δεν κάνουμε αμαρτία, ή μάλλον δεν μας καταλογίζεται ως αμαρτία. Αυτή είναι η περίπτωση της εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας ή όπως απλώς λέμε: «αυτό γίνεται κατ' οικονομία». Για να είναι όμως οικονομία μία ενέργεια ή μία παράλειψη καθήκοντος, και να μην είναι παράβαση, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε ο θεσμός της οικονομίας να μην εκτραπεί της πορείας του και να μην καταντήσει αταξία, ακαταστασία και σύγχυση.

Πριν πάμε όμως στις προϋποθέσεις, ας δώσουμε τον ορισμό της οικονομίας και της ακριβείας:

« Οικονομία είναι η αρμοδίως και από χριστιανική διάθεση - αγάπη πρόσκαιρη και λογική παρέκκλιση από την ακρίβεια των κανόνων, χωρίς μετακίνηση των δογματικών ορίων, προς σωτηρία των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται εντός και εκτός της Εκκλησίας».

Ακρίβεια κατά πρώτον είναι το σύνολο της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως, όπως την είδαμε και παραπάνω. Είναι η επικυρωμένη από Οικουμενικές Συνόδους Εκκλησιαστική Παράδοση, η οποία αποτελεί τη βάση της Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας, της ορθής και ακριβούς πίστεως και ζωής.

Πολλοί λένε, ότι ακρίβεια είναι και οι λοιπές διατάξεις, οι εγκύκλιοι κ.τ.λ., γενικώς οι παραδόσεις, οι οποίες ισχύουν σε μία τοπική Εκκλησία. Όμως δεν μπορούμε να δεχθούμε το χαρακτηρισμό αυτό, παρά μόνο καταχρηστικώς, διότι, όπως είπαμε σε προηγούμενα σημειώματα, δεν είμαστε βέβαιοι, αν αυτές είναι αλάθητες, εάν δίνουν το απολύτως ακριβές, το ορθό.

Ακρίβεια επίσης είναι η ακριβής και πιστή τήρηση (διαφύλαξη και εφαρμογή) της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως. Τελικός σκοπός της ακρίβειας είναι η κατόρθωση της οικοδομής και σωτηρίας των πιστών.

* * *

Στο σημείο αυτό τίθεται και το εξής ερώτημα: Εκτός από την αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση (δόγματα και κανόνες) είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε και τις διατάξεις, εντολές κ.τ.λ., τις οποίες εκδίδουν οι διάφορες τοπικές εκκλησιαστικές Αρχές. Είναι δηλαδή αυτές υποχρεωτικές; Ή μπορούμε να τις αγνοήσουμε; Η απάντηση είναι η εξής: Βεβαίως είναι υποχρεωτικές για όσους ανήκουν στη δικαιοδοσία των αρχών αυτών και εφ΄ όσον δεν έρχονται σε αντίθεση προς την αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση. Ο απ. Παύλος παραγγέλλει: « Πείθεστε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αργυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες » (Εβρ. 13, 17).

Αν όμως ξέρουμε καλά, ότι αυτές οι γνώμες ή οι εντολές έρχονται σε αντίθεση προς την Παράδοση της Εκκλησίας, τότε οφείλουμε, με τον ενδεδειγμένο καλό τρόπο και με τον απαιτούμενο σεβασμό, να πούμε στους εκκλησιαστικούς και πνευματικούς ηγέτες, ότι σφάλλουν, ότι έρχονται σε αντίθεση προς την ορθόδοξη παράδοση, και, κατά συνέπεια, ότι δεν μπορούμε να συμμορφωθούμε και να ακολουθήσουμε τέτοιες ανθρώπινες υποδείξεις και εντολές. Το παράδειγμα σ' αυτό μας το έδειξαν οι απόστολοι, όταν είπαν: « Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις » (Πραξ. 5, 29).

Ας έλθουμε όμως και πάλι στο θεσμό της οικονομίας. Είπαμε προηγουμένως, ότι ο τελικός σκοπός της ακριβείας είναι η σωτηρία του ανθρώπου δια μέσου της Εκκλησίας. Όταν όμως η απαρέγκλιτη εφαρμογή ενός κανόνα σε μία δεδομένη περίπτωση εμποδίζει την επίτευξη αυτού του σκοπού, τότε εξετάζει η Εκκλησία, μήπως η προσωρινή και λογική αναστολή του εν λόγω κανόνα συμβάλλει στην επιτυχία του επιδιωκομέμου σκοπού. Εάν πράγματι τούτο συμβαίνει, τότε μπορούμε να προβούμε στην αναστολή αυτή, γιατί και τότε βρισκόμαστε στον ορθό δρόμο. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την εφαρμογή του μέτρου της εκκλησιαστικής «οικονομίας».

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει: «Δύο είδη κυβερνήσεως και διορθώσεως φυλάττονται εις την του Χριστού Εκκλησίαν. Το εν είδος ονομάζεται Ακρίβεια , το δε άλλο ονομάζεται Οικονομία και Συγκατάβασις, με τα οποία κυβερνούσι την σωτηρίαν των ψυχών οι του πνεύματος οικονόμοι (=κληρικοί), πότε μεν το ένα, πότε δε το άλλο» («Πηδάλιον» σελ. 53, υποσ.).

Παράδειγμα: Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία του ανθρώπου, όπως είναι γνωστό, είναι το βάπτισμα, δηλαδή η κατάδυση και η ανάδυση του φωτιζόμενου τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδος μέσα σε αγιασμένο νερό και από κανονικό ιερέα ή αρχιερέα. Στην περίπτωση όμως που ένα βρέφος πεθαίνει ξαφνικά, επιτρέπει η Εκκλησία χάριν της σωτηρίας του την παρέκκλιση από την ακρίβεια και την εφαρμογή της οικονομίας. Έτσι μπορεί και απλός πιστός λαϊκός (άνδρας ή γυναίκα) να ανυψώσει το παιδί τρεις φορές στον αέρα και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, για να θεωρηθεί αυτό βαπτισμένο (αεροβάπτισμα).

Στην περίπτωση αυτή, καθώς και σε όλες γενικώς, ισχύει εκείνο που ορίζει ο πη΄ καν. της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: « Ώστε δια πάντων προτιμητέαν ηγείσθαι την του ανθρώπου σωτηρίαν τε και απάθειαν ». Εφ' όσον με την οικονομία κατορθώνεται η σωτηρία του ανθρώπου, η οποία αποτελεί το σκοπό και της ακριβείας , μπορούμε να πούμε, ότι ακρίβεια και οικονομία είναι δύο όψεις της ίδιας ποιμαντικής διακονίας και εξουσίας της Εκκλησίας.

Έτσι, και βάσει των ανωτέρω, δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως παράβαση και ως παρανομία εκείνο που γίνεται κατ' οικονομία. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι παράβαση, γιατί η μη τήρηση της ακριβείας, ή μάλλον η χορήγηση της οικονομίας, δεν γίνεται αυθαιρέτως από τον οιονδήποτε ενδιαφερόμενο, αλλά πραγματοποιείται κατόπιν αποφάσεως και αδείας του αρμοδίου εκκλησιαστικού οργάνου.

Ποιο όμως είναι αυτό το αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο; Εν πρώτοις πρέπει να τονίσουμε, ότι δεν μπορεί να είναι το ίδιο με εκείνο που έχει ανάγκη της οικονομίας, εκείνο δηλ. που ζητάει την οικονομία, σε οποιοδήποτε βαθμό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και αν βρίσκεται.

Ευνόητο επίσης είναι, ότι το όργανο που παρέχει κάθε φορά την οικονομία πρέπει να είναι ανώτερο από εκείνο που ζητάει την οικονομία. Έτσι προκειμένου περί των πιστών και των κληρικών (πρεσβυτέρου, διακόνου κ.τ.λ.) την εφαρμογή της οικονομίας ασκεί συνήθως ο επίσκοπος. Περί δε των επισκόπων το λόγο έχει η ιερά σύνοδος κ.ο.κ. Δηλ. η οικονομία χορηγείται απαραιτήτως ιεραρχικώς , αλλιώς συνιστά παράβαση. Τελικώς, το δικαίωμα της εφαρμογής της οικονομίας περιέχεται από τις κατώτερες συνόδους στην οικουμενική.

Είναι βεβαίως φανερό, ότι όλα αυτά που αφορούν την εκκλησιαστική οικονομία συντελούνται εν Αγίω Πνεύματι «κατά θείαν χάριν». Τούτο καταγγέλλει και ο π΄(80 ος ) αποστολικός κανόνας. ’λλωστε πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η εφαρμογή της εκκλησιαστικής οικονομίας είναι μία συνέχεια και μία μίμηση της θείας οικονομίας, τ. ε. της θείας φιλανθρωπίας, και ενσαρκώσεως.

Ότι η οικονομία είναι μία συνέχεια της θείας Οικονομίας και μία συνέπεια της χριστιανικής εντολής της αγάπης και δεν οφείλεται σε πρόθεση καταλύσεως της κανονικής τάξεως, φαίνεται και από ορισμένες αρχές, οι οποίες (πρέπει να) ακολουθούνται κατά την εφαρμογή και χορήγηση της οικονομίας. Τέτοιες είναι οι εξής:

1) Η εκκλησιαστική οικονομία είναι - και πρέπει να είναι - μία έκφραση του πνεύματος της αγάπης, το οποίο διέπει την Εκκλησία. Κάθε άλλο κίνητρο ή σκοπιμότητα ή ωφελιμιστικό κριτήριο αποδοκιμάζεται. Όπως επίσης και η εφαρμογή της οικονομίας κάτω από την απειλή βίας .

2) Η απόκλιση από την ακρίβεια του κανόνα γίνεται προσκαίρως (ή έστω με την συνείδηση του πρόσκαιρου ) για ένε μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα ανάλογα με τις περιπτώσεις. Πρβλ. το υπό του Θεοδώρου του Στουδίτου λεγόμενο: «των οικονομιών αι μεν προς καιρόν γεγόνασι παρά των πατέρων, σι δε το διηνεκές έχουσι» (Επιστολή ΜΘ΄, ΠΓ 99, 1085). Από το πρόσκαιρο της οικονομίας αποδεικνύεται και το γεγονός, ότι δεν υπάρχει πρόθεση για την κατάλυση της ακριβείας. Η πρόσκαιρη αυτή οικονομία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κανονική ακρίβεια.

3) Η εκκλησιαστική οικονομία χορηγείται με μεγάλη περίσκεψη και σύνεση. Ο Θεόδωρος Στουδίτης πάλι λέει, ότι το αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο εφαρμόζει την οικονομία «κατά καιρόν και λόγον» (Επιστολή ΚΑ΄, PG 99, 981). Τούτο επιβάλλεται, για να μην προκύψει κάποια ψυχική βλάβη ή σκανδαλισμός αντί για ωφέλεια, είτε του αιτούντος την οικονομία είτε του υπολοίπου πληρώματος της Εκκλησίας.

4) Το αρμόδιο εκκλησιαστικό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και τον αριθμό των οπωσδήποτε ενδιαφερομένων. Όσο μεγαλύτερο είναι το πλήθος εκείνων που ζητούν την εκκλησιαστική οικονομία, τόσο ευκολότερη και μεγαλύτερη είναι και η συγκατάβαση του εκκλησιαστικού οργάνου. (Αρχή της αναλογίας). Πρβλ. α΄ καν. Μεγ. Βασιλείου.

5) επίσης οφείλει το εκκλησιαστικό όργανο να έχει υπόψη του την αρχή που διατύπωσε ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός ή Θεολόγος, κατά την οποία δεν επιτρέπεται «να προσλαμβάνωμεν το αλλότριο, φθείροντες το ημέτερον, ό κακών όντως εστίν οικονόμων» ( PG 35, 1124). Σύμφωνα με την αρχή αυτή δεν επιτρέπεται μετακίνηση των δογματικών ορίων, δηλαδή απόκλιση από τα δόγματα της πίστεως. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος έλεγε: «Τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλέπεται» ( PG 103, 953).

Εκτός από τις παραπάνω γενικές αρχές, παρά τη μεγάλη σπουδαιότητα και σημασία του μέτρου της οικονομίας και παρά το γεγονός, ότι εφαρμόσθηκε και εφαρμόζεται ανέκαθεν στην Εκκλησία σε μεγάλη έκταση τόσο στην τελετουργία, όσο και στη διοίκηση, εν τούτοις το παράδοξο είναι, ότι δεν διατυπώθηκαν επισήμως λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή της. Προφανώς το ακαθόριστο στην παροχή της εκκλησιαστικής οικονομίας οφείλεται και σ' αυτήν τη φύση της οικονομίας. Αυτή είναι, κατά την ορθόδοξη αντίληψη, έκφραση της εν Χριστώ ελευθερίας, η οποία υπάρχει μέσα στην Εκκλησία.

Μη νομισθεί όμως, ότι και η ακρίβεια, η πίστη και ακριβής τήρηση (διαφύλαξη και εφαρμογή) της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως, των όρων - κανόνων, δεσμεύει την ελευθερία και μας κάνει δούλους. Αντιθέτως: Και η ακρίβεια έχει ως αποτέλεσμα την ελευθερία. Γιατί και η γνώση, η επίγνωση και η βίωση της αληθείας, του ορθού, που είναι η ακρίβεια, προσφέρει και παρέχει την ελευθερία. Λέει ο Ιησούς Χριστός: «Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8, 32).