ΚΥΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ (1923-2009)
ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟΤΑΤΟΣ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΥ
π. ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΙΤΣΑΝΤΑ, ΝΥΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ Γ.Ο.Χ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Σεβασμιότατοι Άγιοι Αρχιερείς, Πατέρες και αδελφοί, Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.
Δεν ξέρω άμα θα μπορέσω να πω λόγο. Θα προσπαθήσω. Δεν είμαι καλός στους λόγους.
Ο πνευματικός μας Πατέρας είναι μπροστά μας και δεν μας μιλάει πλέον. Όχι μόνον Πατέρας του μοναστηριού και της Μεσσηνίας, άλλα όλης της Εκκλησίας μας, κλήρου και λαού. Τώρα πλέον δεν μας απαντάει, να μας δώσει τις συμβουλές, να μας λύσει τα προβλήματα μας, με λίγα λόγια να μας δώσει λίγο πνευματική τροφή. Με ρωτούν τώρα που μείναμε μόνοι «Τι θα κάνουμε τώρα που μας άφησε ορφανά;». τι να απαντήσω; Που να ρωτήσω; Αναγκάζομαι και απαντώ εγώ, ο αμαρτωλός: «Να τηρήσουμε τις εντολές που μας έδωσε, τις σοφές διδασκαλίας και προπαντός να θυμόμαστε το παράδειγμα και τη ζωή του».
Θυμάμαι μία από τις πολλές εντολές που μου έδινε ο Πατέρας μας. Μου έλεγε, όταν θα βγάζεις λόγο να μην μακρολογείς και θεολογείς. Να μιλάς με απλό τρόπο που να μπορεί να ωφελεί ψυχές. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να σας μιλήσω με λίγα λόγια για τη ζωή του Πατέρα μας, που μπορεί να ωφελήσουν όλους μας.
Ο Άγιος Πατέρας είχε τρεις μεγάλες αρετές. Πρώτη αρετή ήταν ο μεγάλος ζήλος του για τη μοναχική πολιτεία. Δεύτερη, η αγάπη προς όλον τον κόσμο και τον πλησίον του. Και τρίτον η τήρηση της ακριβούς Ορθοδοξίας.
Ο ζήλος που είχε για την μοναχική πολιτεία άρχισε με μία σπίθα. Και αυτή η σπίθα τι ήταν; Είχε πάει τότε κοσμικός με ένα φίλο στη Κερατέα. Και ο φίλος του ήταν Ορθόδοξος και του έλεγε «Έλα εδώ Γεώργιε να δεις το μοναστήρι». Και όπως περπάταγαν εκεί στο μοναστήρι, βλέπουν επάνω σε ένα εξώστη τον Άγιο Πατέρα. Και του λέει ο φίλος του: Κοίτα εκεί πάνω είναι ο Άγιος Πατέρας Ματθαίος». Σήκωσε επάνω τα μάτια του, κοιτάει τον Άγιο Πατέρα και εκείνος του πετάει κάτω ένα κομποσχοινάκι. Το πήρε στα χέρια του, και μας έλεγε ο Μεσσηνίας, «από τότε που μου πέταξε αυτό το κομποσχοινάκι ο Άγιος Πατέρας ήλθε μια φλόγα στην ψυχή μου, μια φλόγα να γίνω μοναχός, μια φλόγα να αφήσω τη την Μάνα μου, τον Πατέρα μου, να αφήσω τη δουλειά μου, όλες τις κοσμικές φροντίδες και από τότε δεν με βάσταγε τίποτα». Αυτή η φλόγα έγινε φωτιά μεγάλη που έκαιγε δένδρα και δάση ολόκληρα.
Ως προς τη μοναχική πολιτεία του, που είχε κληρονομήσει από τον Άγιο Πατέρα, πάντα άκουγε και μας έλεγε διδασκαλίες που έλεγε. Όταν έμπαινα στο κελλί του, τον έβλεπα να διαβάζει το Ευαγγέλιο και άλλα βιβλία και του έλεγα: «Σεβασμιότατε, τι κάνετε εκεί;». «Α, έλεγε π. Ιάκωβε, ο Άγιος Πατέρας μου είχε βάλει κανόνα να διαβάζω αυτά τα πράγματα όταν ήμουν Ιερέας και εγώ μέχρι σήμερα, ας είμαι δεσπότης, τα τηρώ όλα». Και αυτό είναι που τον κράτησε.
Πάντα σηκωνόταν στις 2 η ώρα μόνος του, για να κάνει τον κανόνα και τα καθήκοντα του. Και μετά κατέβαινε στις 3 το πρωί να κάνει την Ακολουθία του. Πολλές φορές εμείς οι μοναχοί αποκοιμόμασταν, ξεχνάγαμε να χτυπήσουμε το καμπανάκι, αλλά ο Γέροντας μας πάντα όταν σηκωνόμασταν είχε φως ανοιχτό στο κελλί. Τον έβλεπα εκεί να κάνει τα κομποσχοίνια του, να κάνει τα διαβάσματα του. Πάντα γινόταν αυτό, όσο άρρωστος και να ήταν. Πάντα σηκωνόταν να κάνει αυτό που Παρέλαβε από τον Άγιο Πατέρα. Μια φορά μπήκα στο κελλί του απότομα, τον τρόμαξα και τον είδα που κάθισε στη καρέκλα. Οι αναπνοές του ήταν απότομες και κοντές. Δεν μπορούσε να μιλήσει και κατάλαβα τότε, στα μεγάλα γεράματα του, έκανε μετάνοιες και δεν το ήξερα αδελφοί μου. Το έκανε κρυφά, και καθόταν στην καρέκλα για να μην το καταλάβω, αλλά εγώ έβλεπα πως δεν μπορούσε αναπνεύσει, και παρόλα αυτά δεν σταμάτησε ποτέ αυτό που παρέλαβε, τον ζήλο του μοναχικού βίου.
[…] Το κομποσχοίνι πάντα το είχε στο χέρι του, αδελφοί μου, ήταν σαν τρίτο χέρι, δεν του έλειπε ποτέ από το χέρι του. Πηγαίναμε στο κελλί του, είχε το κομποσχοίνι. Περπάταγε έξω είχε το κομποσχοίνι στα χέρια. Και το τελευταίο, από τα τελευταία παράπονα που είχε, όταν τον είχαμε στο νοσοκομείο, ήταν: «Να πάρει η ευχή να μην μπορώ να κάνω κομποσχοίνι. Αχ πάτερ Ιάκωβε, φέρε μου το κομποσχοίνι». Πήγα στην Καλαμάτα και του έφερα το κομποσχοίνι στο νοσοκομείο. Το έβαλε στα χέρια του μέσα, προσπαθούσε, προσπαθούσε, αλλά δεν μπορούσε είχε ασθενήσει…
Το κελλί του ήταν ο Παράδεισος, ήταν ο ουρανός, δεν έβγαινε έξω συχνά. Ήταν όντως καλόγερος, ναι, καλόγερος. Παραπάνω από καλόγερος. Καθόταν μέσα στο κελλί του να διαβάσει και να κάνει τις προσευχές του.[…] Eίχε σαν απλό καλόγερος, όπως έχουν όλοι οι καλόγεροι, και ο Δεσπότης εργόχειρα. Δεν σταμάτησε και τον θαύμασα. Εμείς καμιά φορά κουραζόμασταν και δεν κάναμε τίποτα. Ο Δεσπότης κάθε ημέρα κάποιο εργόχειρο θα έκανε. Ή θα αγιογραφούσε, ή θα έγραφε, ή θα έκανε γλυπτά. Όχι μόνον είχε εργόχειρα, αλλά συνέχεια, αδελφοί, έγραφε βιβλία, αντέγραφε από τους Αγίους Πατέρες διάφορα αποσπάσματα, για να τα δίνουμε και να ωφελείται ο κόσμος. Και συνέχισε μέχρι τα βαθειά του γεράματα, και δεν άφησε ποτέ το ζήλο του. Και άφησε και δύο ατελείωτα έργα. Το ένα περιλαμβάνει ένα ευρετήριο για το Πηδάλιο, για το εκκλησιαστικό δίκαιο, έργο που για εμάς τους Ιερείς και Αρχιερείς θα μας βοηθάει, στα καθήκοντα μας. Το άλλο περιλαμβάνει αποσπάσματα από διάφορες πηγές και σκόπευε ως ένα λεξικό να γράψει ένα βοήθημα από το Α έως το Ω για τους ψυχικά και σωματικά νοσούντες.
Σαν μοναχός που ήταν, είχε πάντα στη μνήμη του το θάνατο, αδελφοί μου. Πάντα θυμόταν το θάνατο, πάντα τον μελέταγε. Τον έβλεπα αυτά τα τελευταία χρόνια να περπατάει, συνέχεια στο νεκροταφείο. Όταν καυέβαινε από το κελλί του, πρώτα πήγαινε στο νεκροταφείο, κοίταγε τα μνήματα και έλεγε: «Α, η τάδε γριούλα, ο τάδε γέρος, εκεί θα πάμε». Και κάποια φορά μου είπε: «Εμένα που θα με βάλετε;». εγώ δεν άντεξα και έφυγα, δεν τον άγησα να τελειώσει.
Ένα βιβλίο που το αγάπησε και το έβαλε μέσα στην ψυχή του είναι η «Κλίμακα». Διάβαζε το βιβλίο αυτό συνέχεια, μας είχε μάλιστα βάλλει κανόνα σε όλους του πατέρες εδώ να διαβάζουμε και εμείς κάθε μέρα, ως οδηγός των μοναχών. Πόσες φορές το είχε διαβάσει είναι άγνωστο. Το τελευταίο σκαλοπάτι της «Κλίμακας» είναι, όπως ξέρετε, η αγάπη. Και εκεί αδελφοί, διαβάζοντας την κλίμακα και προσπαθώντας να κάνει όλα αυτά που λέει, έφτασε και αυτός στο τελευταίο σκαλοπάτι της αγάπης.
Η δεύτερη αρετή του ήταν η αγάπη του, η οποία δεν κρυβόταν. Έρχονταν διάφοροι και μόνο που τον έβλεπαν στο πρόσωπο, έλεγαν: Τι είναι αυτός;». έβλεπαν ένα άγιο πρόσωπο. Το χαμόγελο του σε κέρδιζε. Με το γλυκό τρόπο που σου μίλαγε, σε τραβούσε σαν μαγνήτης που δεν μπορούσες να τον αποχωριστείς.
Με όλη του την αγάπη, είχαν μεγάλο σεβασμό όλοι οι θρησκευόμενοι, ακόμη και οι Νεοημερολογίτες, ως και οι άθεοι. Όλη η Μεσσηνία, όλος ο κόσμος, παλαιός, νέος, έλεγαν τα καλύτερα λόγια για τον Δεσπότη μας, και όλοι τον αγαπούσαν. Αλλά, αδελφοί, παρά το χαμόγελο που είχε και το γλυκό του μίλημα, όταν ήταν θέμα πίστεως, τότε έβγαζε σπαθί και φωτιά. Τότε, αδελφοί, μιλούσε συνέχεια. Όχι για την Ορθοδοξία, αλλά για την ακριβή Ορθοδοξία. Τις ρίζες που είχε από τον Άγιο Πατέρα, αυτές συνέχισε, αυτές τις ρίζες του Αγίου Πατρός, της ακριβούς Ορθοδοξίας, συνέχισε μέχρι τέλους, παρά τις διώξεις που κατά καιρούς υπέστη, που σύρθηκε στα δικαστήρια και αναγκάστηκε να φύγει στην Αθήνα. Στον λόγο του για τα θέματα της Ορθοδοξίας, πάντα είχε στο νου του το «ει τις πάσαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν αθετεί, Ανάθεμα, Ανάθεμα, Ανάθεμα…». […]
Όλες αυτέ τις αρετές που είχε ως μοναχός, την αγάπη, την ακριβή Ορθοδοξία, και άλλοι τις είχαν, άλλα χάθηκαν. Αλλά ο Δεσπότης μας είχε μία τελευταία αρετή, που χωρίς αυτήν τα τρία πρώτα είναι τίποτα. Είχε ταπείνωση, αδελφοί. Είχε πραγματική ταπείνωση. Μέσα στο Νοσοκομείο που ήταν, μου είπε ο διάκος τα τελευταία λόγια. Τι ήταν τα τελευταία λόγια. Τι ήταν τα τελευταία λόγια; «Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση!». Σαν ταπεινός Αρχιερέας δεν ήθελε να φορά πολυτελή. Του έφτιαχναν οι καλόγριες ρούχα, και ρούχα καλά δεν τα φόραγε. Δούλευε στο εργόχειρο, ήταν τα κουμπιά του αλλού, ασβέστη από εδώ, χρώματα από εκεί, δεν τον ένοιαζε το ντύσιμο του. Το εγκόλπιο του το έβαζε πάντα από μέσα γιατί δεν ήθελε να ξέρουν ότι ήταν Δεσπότης. Περπατούσε έξω και όλοι αναρωτιόταν ποιος είναι αυτός ο καλόγερος;». και εγώ τους έλεγα δεν είναι καλόγερος, είναι ο Δεσπότης».
Οι καλογριές και πολύ άλλος κόσμος, του είχαν δώσει δώρο διάφορες στολές. Θα είχε τουλάχιστον 12-15 στολές. Δεν τις φόραγε. «Τι να τις κάνω;», έλεγε. Και είχε μια στολή που την φόραγε συνέχεια και μία δεύτερη στολή που ήταν η καλή του. Την πρώτη στολή την έλιωσε. Έραβαν οι καλόγριες, μπαλώνανε, αυτή φόραγε, αδελφοί.
Το ίδιο ταπεινός και μπροστά στους Ιερείς και στους Αρχιερείς που επισκέπτονταν το μοναστήρι μας. «Πείτε εσείς κανένα λόγο», τους προέτρεπε. Δεν ήθελε να είναι πρώτος, ούτε να δείξει.
Και ένα άλλο, τελευταίο, να το ξέρετε, αδελφοί. Αυτή του ακριβώς η ταπεινοφροσύνη τον έκανε να αρνείται επίμονα το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου, παρότι πολλοί τον παρακαλούσαν: «Δέσποτα μου έλα στην Αθήνα να σε κάνουμε Αρχιεπίσκοπο, να παραλάβεις τα του Αγίου Πατρός. Εκείνος όμως απαντούσε: «Όχι, εγώ στο κελλί μου, εδώ στην άσκηση, εδώ στο μοναστηράκι μου». Αυτή η ταπείνωση που είχε, αδελφοί, τον ύψωσε. Δεν ήθελε πολλά πράγματα, αλλά υψώθηκε. Όπως ξέρετε, εδώ στην ενορία έρχεται μία Παναγιώτα που λέει διάφορα και φώναζε στην εκκλησία: «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος». Άλλοι γέλαγαν μαζί της, άλλοι της έλεγαν να κλείσει το στόμα της, αυτή όμως δεν το έκλεινε. Όντως, Πατριάρχης αδελφοί. Αναπλήρωνε όλα τα πατριαρχεία, αδελφοί. Τόσο τον ύψωσε, αδελφοί, η ταπείνωση και παρά ότι δεν ήθελε καμία δημοσιότητα, καμιά προβολή, λάμβανε γράμματα από όλο τον κόσμο, ενώ δεκάδες ανθρώπων επικοινωνούσαν μαζί του διά του τηλεφώνου. Τον είχαν μάθει σε όλο τον κόσμο.
Πάντα ήθελε ησυχία, αδελφοί. Και τελικά εμείς σαν τέκνα, όταν κοιμήθηκε, δεν κ αλέσαμε κανέναν, πήραμε μόνο τηλέφωνο τους τρεις Αρχιερείς και όλους τους Ιερείς και το έμαθε όλη η Ελλάδα. Ήρθαν από όλα τα μέρη, από την Κύπρο, τη Κρήτη και από την Αμερική. Όχι μόνο αυτό, αλλά έρχονταν συνέχεια από το Νέο Ημερολόγιο παπάδες, καλογριές και κοσμικές από την Καλαμάτα. Μέχρι που φτάσαμε στο σημείο να τους διώξουμε. Ήρθαν και τα τέσσερα κανάλια. Πως βρέθηκαν; Δεν τους καλέσαμε, αλλά αυτός που ταπεινώνεται πάντα υψώνεται. Ήρθαν εφημερίδες για να γράψουν για το Δεσπότη μας. Μέχρι πρώτη σελίδα τον έβαλαν. Ήρθαν λεωφορεία από παντού, έως και ο Δήμαρχος Καλαμάτας, που είναι δίπλα μας. Δεν τον καλέσαμε, αλλά ήλθε, αδελφοί, γιατί η χάρη του είχε απλωθεί σε όλη τη Μεσσηνία.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω, αδελφοί, ότι ο Δεσπότης μας, που διά της ταπείνωσης έφτασε στο στάδιο του μικρού παιδιού, κοιμήθηκε αφού τελείωσε τη δουλειά του επί της γης. Στήριξε την Ορθοδοξία, ξεπέρασε τα σχίσματα, πάταξε τις αιρέσεις, χειροτόνησε Αρχιερείς, και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του.
Πάντα ερχόταν στο μυαλό μου δύο λογισμοί: «Τι στολίδι έχουμε; Τι προστάτη έχουμε; Τι οδηγό έχουμε; Τι χαρά έχουμε;». Αλλά πάντα, όταν διάβαζα το Ευαγγέλιο θυμόμουν το χωρίο που ρωτούσαν οι Φαρισαίοι το Χριστό: γιατί δεν νηστεύουν οι Απόστολοι σου;». Και έλεγε ο Χριστός: «Γιατί είναι ακόμη εδώ ο Νυμφίος». Και έλεγα όταν θα φύγει ο Νυμφίος μας, τότε θα χρειαστεί νηστεία και προσευχή. Και όντως, φεύγει ο Νυμφίος μας, αδελφοί. Και πότε έφυγε; Έφυγε την Πέμπτη, τελειώνοντας το τριήμερο. Μας άφησε μέσα στη νηστεία.
Ο Νυμφίος μας, αδελφοί, έφυγε και ολόκληρη η πόλη της Καλαμάτας βυθίστηκε την Πέμπτη σε πυκνή ομίχλη και βαριά ατμόσφαιρα. Ο ήλιος σκοτίσθηκε. Σεισμός δεν έγινε όταν κοιμήθηκε ο Νυμφίος μας, αλλά την άλλη μέρα την Παρασκευή, άρχισε να βρέχει και να φυσά δυνατός αέρας. Οι πέτρες δεν ράγισαν, αλλά ράγισαν οι καρδιές μας.
Θα συνεχίσουμε με τις ευχές του το έργο του και ό,τι άφησε ημιτελές θα το τελειώσουμε. Θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα του. Θα τηρήσουμε τις διδασκαλίες και τις εντολές του. Θα κρατήσουμε και εμείς τη γραμμή των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων, τη γραμμή του Αγίου Πατρός Ματθαίου, την γραμμή που ακολούθησε ο Δεσπότης μας μέχρι τέλους. Και αν τηρήσουμε αυτά, αδελφοί, δεν θα μας αφήσει και η ευχή του μέχρι τέλους θα μας σκεπάζει.
Άγιε Πατέρα μας, σου ζητάμε συγγνώμη για ό,τι σου κάναμε, ζητάμε να προσεύχεσαι γι εμάς, ζητάμε την ευχή σου πάντα να μας σκεπάζει και ποτέ να μην μας αφήσει. Ευχαριστώ όλους όσους βοήθησαν τους Αρχιερείς, τους Ιερείς, τις μοναχές, τους συγγενείς και όλον τον κόσμο. Άγιε Πατέρα ζητάω για τελευταία φορά την ευχή σου!
IN MEMORY OF SAINT ARCHBISHOP OF G.O.C. OF GREECE GREGORIOS OF MESSINIA (1923-2009) FUNERAL'S SPEECH OF FATHER IAKOVOS KITSANTAS, NOW METROPOLITAN G.O.C. OF MESSINIA
Saint Hierarches, Fathers and brothers, dear brothers in Christ. I do not know if I will be able to say why. I will try. I am not good in speeches. Our spiritual father is ahead of us and he is not talking anymore. Not only Father of the monastery and Messenia, but our entire Church, clergy and people. Now he does not answer to give us advice, to solve our problems with a few words to give us a little spiritual food. Brothers ask me now that we are alone “What do we do, now, that our left orphans?”. What to say? Where to ask? I have to answer, me a sinner: “Please observe the instructions that he gave us, the wise teaching and especially we have to remember the example of his life”.