Της Μαρίας Ελευθερίας Γ. Γιατράκου, Δρ. Φιλ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Με την ελπίδα του ξαναγυρισμού:
Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922 – 2022)
Μαρτύριο είναι η μνήμη αλλά και χάρισμα. Ο άνθρωπος αξιώθηκε να γνωρίσει την ηθική χαρά και την ηθική οδύνη, επειδή δεν λησμονεί.[1] Αντίθετα, η λήθη λειτουργεί διαβρωτικά στη στρατηγική της ιστορίας.[2] Η μνήμη των γεγονότων της ιστορίας μας, είναι το ισχυρότερο αμυντήριό μας. Αυτό μας κράτησε στους αιώνες με την πληθυντική, τη διαχρονική ψυχή του, το «εμείς» του Μακρυγιάννη. Εδώ και είκοσι πέντε αιώνες, ο Αισχύλος θέλησε να του γράψουν στον τάφο του επιτύμβιο, όχι πώς στάθηκε ο δημιουργός της «Ορέστειας» αλλά πώς πολέμησε στο Μαραθώνα.
Στις δραματικές, λοιπόν, στιγμές του αιώνα μας, που ο κόσμος φτωχαίνει, και πληθαίνει η παγκόσμια απόγνωση,[3] αξίζει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα μόνο μένει σταθερό. Η Ελλάδα με την αθάνατη παρακαταθήκη της Ορθοδοξίας. Η Ελλάδα πλατιά όσο ο κόσμος και βαθιά, όσο ο βαθύς πόντος.[4]
Την ώρα τούτη, ο λεπτοδείκτης της Ιστορίας μας σηματοδοτεί το θέμα της κοιτίδας του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, της Μικράς Ασίας μας, για την οποία όπως προσφυώς γράφτηκε, «η λαξευμένη στο βράχο Παναγιά είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης».[5]
Η μετανάστευση καθαρά Ελληνικών φυλών στη Μικρασία άρχισε λίγο πριν από το 2000 π.Χ. Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς εποίκησαν τα παράλιά της απ’ το βορρά ως το νότο. Ευδοκίμησαν. Απόκτησαν πλούτο και δύναμη. Έχτισαν δεκάδες πόλεις που αναδείχθηκαν σε κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας[6], ονομαστές ανάμεσά τους: Η Φώκαια, η Σμύρνη, η Έφεσος, οι Κλαζομενές, η Πριήνη, η Μίλητος, η Αλικαρνασσός. Ερυθραί, Κνίδος, Χαλκηδών. Και στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, η Ηράκλεια, η Σινώπη, η Αμισός, η Κατόπρος, η Κερασούς, η Τραπεζούς και άλλες.[7]
Για πρώτη φορά την ιστορία της ανθρωπότητας εδώ στα παράλια της Μικρασίας, το ανθρώπινο πνεύμα αγωνίζεται για την αλήθεια. Προσπαθεί να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα. Να δώσει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου. Εδώ, θεμελιώνεται η Επιστήμη και η Φιλοσοφία. Κι η τέχνη αγγίζει τις κορυφές της τελειότητας. Στην Ιωνία βρίσκονται οι ρίζες του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, που μεταλαμπαδεύτηκε στη Δύση.[8]
Και σήμερα, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι όλου του κόσμου σκύβουν με θαυμασμό και δέος στο έργο των τιτάνων του πνεύματος, όπως ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Βίας ο Πριηνεύς, ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας, ο Αναξιμένης, ο Εκαταίος και πολλοί άλλοι.
Αργότερα, με τον Μέγα Αλέξανδρο και τους διαδόχους του δημιουργούνται νέα κέντρα ελληνικού πολιτισμού. Αντιόχεια, Πέργαμος, Δορύλαιον, Θυάτειρα, Φιλαδέλφεια, Σάρδεις. Και στη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας και κατόπιν του Βυζαντίου, αναδεικνύονται άλλα κέντρα πολιτισμού που συμβάλλουν στη διάδοση των πολιτιστικών αξιών προς τους ασιατικούς λαούς. Αφροδισιάς, Νικομήδεια, Νίκαια, Προύσα, Τεμενόθυραι, Αμόριον, Νίγδη, Καισάρεια.[9]
Δυτική και Κεντρική Μικρασία είχαν σχεδόν ομοιογενή ελληνικό πληθυσμό που δέχεται από τους πρώτους το χριστιανικό μήνυμα και αναδεικνύει μάρτυρες της πίστης και υπερασπιστές της, στοχαστές που θα συστηματοποιούσαν τη Χριστιανική φιλοσοφία.
Η Μικρασία ήταν η μεγάλη πηγή, απ’ όπου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντλούσε τα στρατιωτικά, διοικητικά, εκκλησιαστικά στελέχη της.[10] Η Ιωνική γη, ανεπανάληπτη σε ομορφιά, κίνησε στη ροή του χρόνου τη γραφίδα, το χρωστήρα, τη σμίλη, για να την απεικονίσουν. Σήμερα, θ’ αφήσουμε τη φαντασία μας να ταξιδέψει σ’ αλλοτινούς καιρούς, τότε που ανθούσε η ανεπανάληπτη Ιωνική γη. Θ’ αφήσουμε τη γραφίδα Μικρασιατών να μιλήσει. Η Ιωνία, μοσχοβολούσε γιασεμί και λαχταρούσε λευτεριά. Μόνο να σεργιανάς στο «και», στα μπαλβάρια, στους βερχανέδες, «… σου μαλάκωνε η καρδιά, γέμιζε φως, πόθους, θάρρητα»!![11]
Κι άλλη γραφίδα: «Εκείνο το σπίτι που μοσχοβολούσε από καλωσύνη και το πρωϊνό λιβάνισμα, με τα σαλόνια του, και κάτω την αυλή του, πάνω με τα υπνοδωμάτια τα παιγνίδια μας, φαντάζει τώρα παλάτι σε όνειρο παραμυθιού. Και με καλεί όπως η ρίζα καλεί το ύστατο φύλλο της κορυφής…».[12]
«Το δωμάτιο των ‘’κονισματιών’’, όπως το’ λεγαν, δε μου φεύγει από το νου. Έμοιαζε εκκλησιά, φωτεινό, ευρύχωρο, μύριζε λιβάνι. Στον ένα τοίχο, στη γωνιά, πλάι στο παράθυρο, το μεγάλο εικονοστάσι ακουμπούσε σ’ ένα τραπέζι. Πρωτοστατούσαν βέβαιοι οι άγιοι στου σπιτιού».[13] Ο Άι-Στυλιανός, ο Άι-Γιώργης, ο Άι-Γιάννης. Στον άλλο τοίχο της γωνιάς, η μεγάλη θαυματουργή ασημένια Παναγιά και η άλλη η Γλυκοφιλούσα, όπου ήταν κρεμασμένα τα τάματα. Το καντήλι έκαιε μέρα – νύχτα. Ένα μανουάλι με τ’ αγιοκέρια. Εκεί, κάθε βράδυ, τα τρία παιδιά πριν κοιμηθούμε κάναμε την προσευχή μας. Συχνά, ψάχνοντας τη μάνα την εύρισκα εκεί γονατιστή. Καθόμουνα τότε στο σκαλοπάτι αμίλητη και περίμενα. Εκείνη, βγαίνοντας με σήκωνε στα χέρια και μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της.
Τα Χριστούγεννα, στη μέση της κάμαρας έμπαινε το μπρούτζινο μαγκάλι. Σπάνω στα αναμμένα κάρβουνα έβραζαν, τα φώτα νύχτα – μέρα, μήλα καρφωμένα με κανέλλα και γαρύφαλα. Μοσχομύριζε το σπίτι ολόκληρο. Από τα μήλα αυτά πλάθανε το λιβάνι της χρονιάς. Γιατί, η μάνα κάθε μέρα, το πρωινό και στο σούρουπο θύμιαζε τις εικόνες. Ένοιωθε την κατάνυξη μα και το χρέος της χριστιανής. Κάθε φτωχό που χτυπούσε την πόρτα μας, τον κρατούσαμε για φαγητό. Ακόμα και στην Αθήνα (εννοεί μετά τη Μικρασιατική καταστροφή), με λιγοστά τα χρήματα, η συνήθεια αυτή δε στάθηκε βολετό να κοπεί. Δεν ήταν μόνο από καλωσύνη. Ήταν ο σεβασμός για τον αναγκεμένο …».[14] Τα παραπάνω αποτελούν μία μόνο πτυχή, όμως πολύ ενδεικτική της ζωής των Ελλήνων της Μικρασίας πριν από την Καταστροφή.
Για το σύγχρονο Έλληνα, η Ανατολή έχει γίνει μία μνήμη που την αγγίζει από καιρό σε καιρό, σαν τον άνθρωπο που αγγίζει κάθε τόσο με τα δάχτυλά του μία κλεισμένη πληγή».[15] Σαν να μην είχε άδικο ο ποιητής μας Γ. Σεφέρης, όταν ικέτευε.
«Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε / πως έγινε τούτο το φονικό / την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια / το στέγνωμα της αγάπης / Κύριε, βοήθα να τα ξερριζώσουμε».
Κι ο ίδιος αλλού γράφει, αναλογιζόμενος το μεγαλείο του μικρασιατικού ελληνισμού στο χρόνο: «Σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα στην παλιά ρωμιοσύνη. Τέσσερις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις στη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα … Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές, σπίτια …».
Όσο διαβάζει κανείς τις νοσταλγικές περιγραφές των ξεριζωμένων Ελλήνων της Μικρασίας, τόσο γιγαντώνεται μέσα του το πάθος κι η ελπίδα του ξαναγυρισμού. Συγκινητικές οι αναμνήσεις του γνωστού φωτογράφου Μανώλη Μεγαλοοικονόμου.[16] «Θυμάμαι», γράφει, «την παλιά, την ευτυχισμένη ωραία Σμύρνη, αυτή την πατρίδα τη μοσχοβολισμένη με τα σοκάκια της, τους μαχαλάδες, τις αλάνες και τα «ντουρσέκια», τις σαράντα τέσσερις ωραίες εκκλησίες της, τα θαυμάσια ιδρύματα, όπως την «Ευσέβεια», το «Ομήρειον», την περίφημη «Ευαγγελική της Σχολή», το «Εθνικόν Παρθεναγωγείον», το Πανεπιστήμιο, τα Κοινοτικά «Σπιτάλια» – νοσοκομεία, τα καλλιμάρμαρα μέγαρα…, τους ωραίους «βερχανέδες» με τα ευρωπαϊκά καταστήματα, σαν το «Λούβρο», το «Ορόσδιμπακ», το «Ξενοπούλου» και τόσα άλλα. Πώς να ξεχάσει κανείς τα καταπράσινα προάστιά της, το Βουντζά, το Μπουρνόβα, τον Κουκλουντζά, το Κορδελιό, το Καρατάσι, το Γκιος-Γεπέ, και το Κοκάρ-Γιαλί.
Σαν κύκνοι τα βαποράκια αυλάκωναν τον κόλπο της Σμύρνης και μετέφεραν τους Σμυρνιούς στα εξοχικά τους σπίτια. Αυτή η Σμύρνη ήταν μία μαγεμένη Ανατολή και ταυτόχρονα μία ωραία ευρωπαϊκή – ελληνική πόλη».[17] Ατέλειωτες αναρίθμητες οι αφηγήσεις των Μικρασιατών, που μια ζωή ζουν με τη δυνατή νοσταλγία του ξαναγυρισμού, που αναπνέουν αδιάκοπα γιασεμί από τον Τσεσμέ και βάλσαμο από το Αϊβαλί. Τούτη τη νοσταλγία έπλασε σε στίχο ο Οδυσσέας Ελύτης:
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα’ θελα να σε υιοθετήσω/ Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο (…)
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ/ με τον άσπρο γιακά και την κορδέλλα
να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη/ Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι/ Και με λίγο βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω (…)[18]
«… Όταν ο στρατός μας αποβιβαζόταν στη Σμύρνη, την νύμφη του Ερμαίου κόλπου, στις 2 Μαΐου 1919, η ψυχή των Πανελλήνων ριγούσε. Η απελευθέρωση της Ιωνίας, της αιώνιας ελληνικής κοιτίδας, ήταν ένα όνειρο, για το οποίο οι ελληνικές καρδιές χτυπούσαν δυνατά».[19] Πώς βρέθηκαν τόσες σημαίες; Για πότε ετοιμάστηκαν τόσες κονκάρδες; Πού ήτανε τόσον καιρό κρυμμένες οι κεντημένες «Ελλάδες»;
Και τα λουλούδια: Ανθόκηποι, πολύχρωμοι από αμέτρητα πανεράκια. Οι μαθήτριες και όλα τα κορίτσια της Μενεμένης, με γαλανόλευκες κορδέλες, όρθιες πάνω στα τραπέζια και τις καρέκλες, κι απ’ τις δυο μεριές του δρόμου, ραίνανε τους στρατιώτες. Ο ελληνικός στρατός περνάει! Ώσαμε τον ουρανό ακούγονται οι ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα. Χείμαρρος η χαρά πλημμύριζε τη μικρή πολιτεία. Άνδρες, γυναίκες ορμούν, αγκαλιάζουν, ασπάζονται τα φανταράκια. Γενεών προσμονή, αιώνων όνειρα, ελπίδες, λαχτάρες. Όλα έγιναν αλήθεια…».[20]
Κι ύστερα … Κι ύστερα. Έγινε το μεγάλο κακό. Το 1922 συντελέστηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Η Μικρασιατική Καταστροφή. Οριακό σημείο της Καταστροφής και σύμβολό της έμεινε στην Ιστορία η Σμύρνη, η ελληνική πρώτη πολιτεία της Μ. Ασίας».[21] Γιατί αυτή καθαγιάστηκε από τον ηρωϊκό και τραγικό συνεπή θάνατο του Χρυσοστόμου. Η Μικρασιατική συμφορά ήταν η μεγαλύτερη που χτύπησε τον Ελληνισμό στις χιλιετίες της ζωής του.
Ο τότε πρόξενος των Η.Π.Α. στη Σμύρνη Τζωρτζ Χάρτον, στο βιβλίο του «The Blight of Asia» («Η κατάρα της Ασίας», Νέα Υόρκη, 1928), τονίζει πως μονάχα η καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, μπορεί να συγκριθεί με τη συμφορά της Σμύρνης.[22] Και με πύρινα γράμματα γράφτηκαν στην Ιστορία της ανθρωπότητας τούτοι εδώ οι αριθμού 700.000 νεκροί, 1.500.500 πρόσφυγές.[23] Ο πανέξυπνος ηρωϊκός, αδούλωτος μαρτυρικός ελληνικός λαός της Μ. Ασίας, που ανάδειξε τον πιο ένδοξο πολιτισμό σ’ εκείνη τη χώρα, έσκυψε. Αλλά, έσκυψε και γονάτισε με αξιοπρέπεια.[24]
Μέσα σ’ αυτή την αξιοπρέπεια, κρύβεται ένα άλλο μεγαλείο θαυμαστό που θυμίζει παλιές ένδοξες και τραγικές μέρες μιας άλλης ελληνικής πόλεως της Μ. Ασίας. Ο μεγάλος Ρωμαίος επικός ποιητής Βιργίλιος, λέει, πως όταν καιγόταν η Τροία, ο Αινείας ένα πράγμα είχε στο νου του. Να σώσει τους θεούς του, τα ιερά, την οικογένειά του και τις παραδόσεις του. Γι’ αυτό φεύγει φορτωμένος στους στιβαρούς ώμους τον πατέρα του, που κρατεί στα χέρια του εφέτιους θεούς, δίπλα ακολουθεί η σύζυγός του Κρέουσα, σφίγγοντας το χέρι του μικρού γιου του Ασκάνιου, που κρατεί το ιερό. Το μεγαλείο του Αινεία, δεν έλαμψε μονάχα την ώρα της μάχης, άστραψε κυρίως στην ύστατη προσπάθειά του να σώσει τα ιερά και τις παραδόσεις της φυλής του. Και μ’ αυτά σαν πολύτιμο εφόδια να γίνει κατόπιν ο γενάρχης των Ρωμαίων …
Ο Αινείας ξανάζησε το 1922 στην ψυχή των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Έφευγαν οι πρόσφυγες της Μικρασίας πεινασμένοι, γυμνοί, μ’ ένα μικρό μπόγο στο χέρι. Αυτό μόνο τους επέτρεπαν οι Τούρκοι να πάρουν μαζί τους. Αλλά σ’ εκείνο τον μπόγο έκρυψε ο καθένας τους ό,τι πολύτιμο είχε. Μία ή δύο εικόνες αγίων, το άγιο λείψανο ενός Μάρτυρα ή τα ιερά σκεύη ενός ναού. Γι’ αυτά μονάχα χτυπούσε η καρδιά τους. Σ’ αυτούς δεν οφείλουμε τάχα το ιερό λείψανο του νεομάρτυρα Αγίου Ιωάννου του Ρώσου απ’ το Προκόπι, τα ιερά λείψανα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου απ’ την Καρβάλη, τη θαυματουργική εικόνα της Ν. Μηχανιώνας, την εικόνα της Μεγαλόχαρης του Σουμελά κ.α.;[25]
Αλλά κι όταν ήλθαν στην Ελλάδα, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Ας είχαν αφήσει εκεί βιος αμέτρητο, πρόσωπα αγαπημένα, νεκρούς άταφους, μανάδες, συζύγους, παιδιά, αδέλφια.[26] Με βουβή αξιοπρέπεια αποδύθηκαν στον αγώνα της αναδημουργίας. Στη ροή των ενενήντα οκτώ χρόνων που πέρασαν από τότε, η ζωή τους ξαναβρήκε το ρυθμό και την αισιοδοξία της. Έδωσαν στην Ελλάδα με το παραπάνω, όσα εκείνη έκανε γι’ αυτούς, στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς. Όλοι οι τομείς της ζωής μας, απ’ τα νεοελληνικά γράμματα ως το εμπόριο, οφείλουν πάρα πολλά στο πνεύμα, στην εργατικότητα, στη συνειδητή πίστη, στην αμετακίνητη προσήλωση στις παραδόσεις, στη δημιουργική ανησυχία των Ελλήνων της Ιωνίας, της Αιολίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου …».[27]
Απ’ τη γενιά εκείνη που ήταν το κατάπικρο ποτήρι της προσφυγιάς, λίγοι ζούν σήμερα[28]. Αν τους κοιτάξεις σε ανυποψίαστο χρόνο στα μάτια, σίγουρα θα δεις στο βάθος τους βουβή μία θλίψη. Θα διακρίνεις τον πόνο του ξεριζωμού κι ας έχουν περάσει 75 ολόκληρα χρόνια από τότε.
Αν όμως επιμείνεις στο κοίταγμα, τότε θα προσκρούσεις στο τείχος της αξιοπρέπειας και της περηφάνειας, που δεν επιτρέπει διείσδυση στα ενδότερα. Αυτά, ο κάθε Μικρασιάτης τα κρατάει ολότελα δικά του. Τα ζει με τον τρόπο του και τις αναμνήσεις του. Ίσως, γιατί διαισθάνεται, πως δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος ήταν, τι είχε, τι έχασε, τα πλούτη του, τη δόξα, το όνειρο της φυλής, την πατρίδα, όχι όμως και την ελπίδα του ξαναγυρισμού.[29]
Ευχηθείτε να χαλκευτούν η πίστη κι η ελπίδα μας κι ας γίνουν προσευχή, ώστε ν’ αξιωθούμε να ταξιδέψουμε το στερνό καράβι που περιμένει ν’ ανοίξει τα πανιά του και πάλι για την Ιωνική, όπως το τόνισε σε στίχους ο Γ. Αθάνας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: [1] Ι. Παπανούτσος, «Πρακτική Φιλοσοφία», σ. 282., [2] Τάσος Λιγνάδης, Καταρρέω, Αθήνα 1989, σ. 192., [3] Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Για την Ελευθερία, Αθήνα 1982., [4] ο.π., [5] Βλ. το χρονικό της εκστρατείας, Μικρασία 1919 – 1922. Έκθεση φωτογραφίας από το Αρχείο της ΕΡΤ στο Πνευματικό Μουσείο του Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1992, σ. 61., [6] Βλ. σχετικά, Ο Ξεριζωμός, έκδοση Ινστιτούτου Ιστορικών Μελετών, Αθήνα 1985, σ. 8., [7] ο.π., [8] ο.π., [9] ο.π., [10] ο.π., [11] Βλ. Διδώ Σωτηρίου, Η Σμύρνη, 1982, χ.α.σ., [12] Βλ. Ιωάννας Τσάτσου, ο.π., χ.α. (αντί προλόγου)., [13] Βλ. Ίδιας, ο.π., Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, (γ΄ έκδοση), χ.χ.σ. 14., [14] Βλ. Ιωάννας Τσάτσου, ο.π., [15] Laurence Durrel, Σμύρνη, 1982, χ.α.σ., [16] Μανώλη Μεγαλοοικονόμου, Σμύρνη, χ.α.σ., ο.π., [17] ο.π., [18] Οδυσσέα Ελύτη, Σμύρνη, ο.π., [19] Βλ. Νικ. Βασιλειάδη,, Για την Ελευθερία, Αθήνα, 1987, σ. 182., [20] Βλ. Ιφιγένειας Χρυσοχόου, Σμύρνη, χ.α.α., ο.π., [21] Βλ. Rene Puaux, Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης, Αθήνα 1993, Μετάφραση Ντίνας Νίκου, σ.15, [22] Βλ. Δημ. Φωτιάδη, Σμύρνη, ο.π., χ.α.α., [23] ο.π., [24] Βλ. Νικ. Βασιλειάδη, ο.π., σ. 190 – 191., [25] Βλ. Νικ. Βασιλειάδη, ο.π., σ. 191., [26] Βλ. ίδιος, ό.π., σ. 191 – 192., [27] Βλ. ίδιος, ό.π., σ. 192 – 193., [28] Βλ. Περιοδικόν «Η Δράσις μας», Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1992, τεύχος 200, σ. 156., [29] Βλ. Η χαρά από τη Δύση, Περιοδικόν «Η Δράσις μας», ο.π., σ. 198.