2012/09/06

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ




ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΟΡΩΝΗΣ

Επί τη ιερά μνήμη της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου

ΘΕΣΗ: Μέσα στο ενετικό φρούριο της ιστορικής και πανέμορφης Κορώνης (Μεσσηνίας) , σε ύψος αρκετών μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, ανάμεσα σε μισοκατεστρεμμένους  πύργους, πυριτιδαποθήκες κ.λπ. Βυζαντινά, Ενετικά και Τουρκικά μνημεία, βρίσκεται το γυναικείο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου. Η περιοχή είναι πλούσια, τόσο σε φυσική ομορφιά, όσο και σε ιστορικές μνήμες. Ιδιαίτερα το κάστρο αποτελεί για τον επισκέπτη πραγματική αποκάλυψη, τόσο για την θαυμάσια προς όλες τις κατευθύνσεις θέα, όσο και για το αρχαιολογικό, ιστορικό, θρησκευτικό και καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον.

Ιστορικό: Η Μονή ιδρύθηκε το 1918 από τον ευσεβή Γεώργιο Αναγνωστόπουλο (έπειτα Αρχιμανδρίτη Θεόδουλο, αρχικά σαν τόπος κηρύγματος του λόγου του Θεού. Πρώτος συνεργάτης του Κτίτορος ήταν η Ειρήνη Αρβανίτη, (έπειτα Καθηγουμένη Θεοδούλη), από την Κορώνη. Από τις πρώτες κτηριακές εγκαταστάσεις, η πιο σημαντική είναι το «Σχολείο» ένας ημιυπόγειος χώρος στον οποίο ο ιδρυτής κήρυττε τον λόγο του Θεού. Με την πάροδο του χρόνου, γύρω από τον κτίτορα Γεώργιο αναπτύχθηκε γυναικεία αδελφότητα, η οποία και αντιμετώπισε μέχρι το 1928, διάφορες άσχημες καταστάσεις και πειρασμούς, από τους ζηλόφθονους ιερείς και προκρίτους της Κορώνης. Το 1928 όμως, το έργο αναγνωρίσθηκε από την «Εκκλησιαστική Αρχή», με τα εγκαίνια του Ναού του Τιμίου Προδρόμου, από τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Μελέτιο Σακελλαρόπουλο.
Τον Αύγουστο του 1934, μετά από πολλή σκέψη και μελέτη, η υπό τον Μοναχό Θεόκλητο (είχε καρή μοναχός από τον Μητροπολίτη Μελέτιο), αδελφότητα της Μονής, αποκήρυξε την Καινοτόμο Νεοημερολογητική Εκκλησία και επέστρεψε στην Ακαινοτόμητο Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. Από τότε και μέχρι το 1961 (με ιδιαίτερη έξαρση κατά τη δεκαετία 1951- 1961, επί «Μητροπολίτη» Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Δασκαλάκη), η Μονή διώχθηκε για την προσήλωση στη Γνήσια Ορθοδοξία. Οι διώξεις κορυφώθηκαν την 25η Μαΐου 1951, ημέρα Πέμπτη της Αναλήψεως. Ενώ η αδελφότητα ήταν στην Τράπεζα, μαζί με τον ήδη Αρχ/τη αείμνηστο Γέροντα της Μονής π. Θεόδουλο, δεκάδες χωροφύλακες και στρατιώτες κατέλαβαν την Μονή, και αφού συνέλαβαν τις 30 περίπου μοναχές και την Καθηγουμένη Θεοδούλη, τις επιβίβασαν σε φορτηγό αυτοκίνητο και τις οδήγησαν στο Α’ Τμήμα Μεταγωγών Καλαμάτας. Την σύλληψη διέφυγαν μόνον ο Αρχ/της Θεόδουλος και ο Θεολόγος Μοναχός π. Κυπριανός Λαχανάς, οι οποίοι κατόρθωσαν να κρυφτούν και δύο ασθενείς μοναχές.
Στο τόπο της παράνομης κράτησης τους, οι Μοναχές πιέστηκαν από αξιωματικούς, κληρικούς της Επισήμου και εξωεκκλησιαστικούς παράγοντες, να αποκηρύξουν την Ακαινοτόμητο Εκκλησία των Γ.Ο.Χ., και να υπαχθούν στη Καινοτόμο Νεοημερολογητική. Μετά όμως από την επίμονη άρνηση τους και κράτηση μίας εβδομάδας, επετράπη στην Ηγουμένη και σε 4 ρασοφόρες μοναχές, να επιστρέψουν στην Μονή. Οι υπόλοιπες Μοναχές (περισσότερες από 20 δόκιμες), αποσχηματίσθηκαν βίαια και διατάχθηκαν  να επιστρέψουν στις οικογένειες τους. Μετά την απελευθέρωση τους όμως, όλες επέστρεψαν στην Μονή της Μετανοίας τους.
Η δίωξη των καλογραιών «σταμάτησε» επίσημα εδώ. Για τον γέροντα όμως Αρχ/τη Θεόδουλο και τον Μοναχό Κυπριανό, ο διωγμός υπήρξε σκληρός και κράτησε μέχρι το1961. Παρ’ όλες τις εφόδους της Χωροφυλακής, ο Αρχ/της Θεόδουλος δεν συνελήφθη γιατί οι διώκτες του, στάθηκε αδύνατον να τον επισημάνουν στις διάφορες κρύπτες του φρουρίου όπου κρυπτότανε. Ο Μοναχός Κυπριανός όμως, μετά από προδοσία, συνελήφθη την 30/6/1951 και μετά από κράτηση 7 ημερών στο Α’ Τμήμα Μεταγωγών Καλαμάτας, μαζί με 16 κακοποιούς, αποσχηματίστηκε και ξυρίστηκε μετά από διαταγή του Χρυσοστόμου Δασκαλάκη.
Οι διωγμοί, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, σταμάτησε το 1961, με τον θάνατο του μεγάλου διώκτη της Γνησίας Ορθοδοξίας, Χρυσοστόμου Δασκαλάκη, και οι Μοναχές από τότε παραμένουν απερίσπαστες στην εκτέλεση των μοναχικών τους καθηκόντων.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ: Η Μονή του Τιμίου Προδρόμου είναι κτισμένη μέσα στο ενετικό φρούριο της Κορώνης. Από την μεγάλη πύλη του κάστρου, λιθόστρωτος δρόμος οδηγεί στο κέντρο του φρουρίου όπου εκτός από την Μονή υπάρχουν, το νεκροταφείο της πόλης και ο ιστορικός ναός του Αγ. Χαραλάμπους, (ο ενετικός ναός Αγ. Ρωκ).
Πριν την είσοδο της Μονής και αριστερά της, υπάρχει αξιόλογος αρχαιολογικός χώρος με αρχαία, πρωτοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία, ο οποίος δόθηκε το 1930 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Μονή για επίβλεψη . Περιλαμβάνει ερείπια αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα, βαπτιστήριο, βάση και κόγχη πρωτοχριστιανικού Ναού, και τον Βυζαντινό Ναό της Αγίας Σοφίας (κτίσμα του 12ου αιώνα). Το 1927 βρέθηκε στον χώρο των ανασκαφών, μικρό  εγκόλπιο στο οποίο εικονίζεται η Αγία Μάρτυς Σοφία. Έτσι δημιουργήθηκε το πρόβλημα, αν ο ναός ήταν αφιερωμένος στην «Σοφία του Θεού» ή την Μάρτυρα Σοφία. Πάνω στο θέμα ο  Καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Δ/ντης του Βυζαντινού Μουσείου κ. Σωτηρίου διατύπωσε τη γνώμη, ότι- σύμφωνα με την συνήθεια των βυζαντινών να αφιερώνουν τους ναούς των φρουρίων στον Χριστό- ο ναός είναι αφιερωμένος στην «Σοφία του Θεού». Οι αμαθείς κάτοικοι της περιοχής όμως, λόγω της συνωνυμίας, θεώρησαν τον ναό ως αφιερωμένο στην Μάρτυρα Σοφία και κατασκεύασαν και σχετικές εικόνες.
Σύμφωνα με την παράδοση, στο ναό ιερούργησε πρώτος ο Απόστολος Καίσαρας (η ο Ονήσιμος ή ο Επαφρόδιτος σύμφωνα με άλλη πηγή), ο οποίος έγινε και πρώτος επίσκοπος Κορώνης από τον Απόστολο Παύλο. Πάντως είναι αποδεδειγμένο, (από κώδικες των Μονών Μ. Λαύρας και Βατοπεδίου του Αγ. Όρους), ότι η Επισκοπή της Κορώνης ιδρύθηκε την αποστολική εποχή.
Μετά τον αρχαιολογικό χώρο της Αγίας Σοφίας, ο επισκέπτης συναντά την κεντρική πύλη της Μονής, πάνω από την οποία βρίσκεται το Βυζαντινού ρυθμού παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος. Η πρώτη μεγάλη αυλή που βρίσκεται αμέσως μετά, έχει στο κέντρο της το Καθολικό της Μονής, τον ναό του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Πρόκειται για ναό Μ\μετρίων διαστάσεων, βυζαντινού ρυθμού με τρούλο και δύο κωδωνοστάσια. Κτίσθηκε το 1922, αγιογραφήθηκε την ίδια εποχή, και εγκαινιάσθηκε το 1928. Πίσω από τον ναό και δεξιά του Βήματος, βρίσκονται οι τάφοι των κτιτόρων της Μονής, Αρχ/τη Θεοδούλου (+1966) και Καθηγουμένης Θεοδούλης (+1977), και στην νοτιοανατολική περίπου γωνία του μοναστηριακού συγκροτήματος, η «σπηλιά» του Γέροντος Θεοδούλου. Πρόκειται για το κελλί στο οποίο έζησε την ασκητική του ζωή ο κτίτωρ της Μονής. Είναι λαξευμένο στο τείχος του φρουρίου και είναι απλό, λιτό και χωρίς καμιά άνεση. Σήμερα διατηρείται από τις μοναχές, όπως ακριβώς ήταν ο κάτοικος που βρισκόταν στη ζωή. Δίπλα ακριβώς και αριστερά, κατασκευάστηκε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Οι κύριες εγκαταστάσεις της μονής, (κελία, εργαστήρια, αποθηκευτικοί χώροι κλπ.) στεγάζονται σε δύο επιμήκη κτίρια στο κέντρο περίπου του φρουρίου, μέσα σε ένα ολοπράσινο και περιποιημένο κήπο από ελιές, συκιές, διάφορα οπορωφόρα δένδρα και λαχανικά. Στη νότια τέλος πλευρά, πάνω από τα τείχη του φρουρίου, σε μία  θέση με θαυμάσια προς την θάλασσα θέα, βρίσκεται το ηγουμενείο, ένα αρχοντικό και καλαίσθητο οίκημα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, άριστα διακοσμημένο με έπιπλα λαϊκής τέχνης και ιστορικές φωτογραφίες. Εδώ φιλοξενούνται οι διάφοροι επισκέπτες της αδελφότητας. Στην ίδια πλευρά και σε μικρή απόσταση από το Ηγουμενείο, βρίσκεται πανομοιότυπο, γραφικό οίκημα το οποίο προορίζεται για Μουσείο κειμηλίων.
Κάτω από το Ηγουμενείο και με είσοδο από την πρώτη (εξωτερική) αυλή της Μονής, υπάρχει ένας ιδιαίτερα ιστορικός τόπος, το «Σχολείο», ο χώρος στον οποίο ο π. Θεόδουλος κήρυττε το λόγο του Θεού, από το 1918 μέχρι σχεδόν και τον θάνατο του, το 1966. Σώζεται όπως ακριβώς ήταν εκείνη την εποχή, γεμάτο πάγκους, εικόνες, ιστορικές φωτογραφίες, μία αξιόλογη βιβλιοθήκη και έναν ανθρώπινο σκελετό (για την διαρκή ενθύμηση του θανάτου και της φθοράς του σώματος). Δίπλα στην είσοδο, μερικά σκαλιά κάτω από την επιφάνεια της γης, υπάρχει μία μεγάλη οπή. Είναι το πρώτο «κελί» της Καθηγουμένης  Θεοδούλης. Ο επισκέπτης μπαίνει έρποντας και αντικρίζει τις πέτρες πάνω στις οποίες πέρασε τα πρώτα μοναχικά χρόνια, η 16χρονη Ειρήνη Αρβανίτη. Στον ίδιο χώρο υπάρχει επίσης και η είσοδος μίας στενής σήραγγας μήκους πολλών δεκάδων μέτρων , μέσω της οποίας  έφθανε από την «σπηλιά» του κατά την περίοδο των διωγμών για να εξυπηρετήσει τις Μοναχές.
Η θέα των δύο προηγουμένων, δημιουργεί στον επισκέπτη ένα βαθύ αίσθημα σεβασμού προς τους κτίτορες της Μονής, ένα δέος μπρος το μέγεθος της αρετής και των ασκητικών αγώνων τους, πραγμάτων τόσων ξένων προς το υλιστικό πνεύμα του άθεου αιώνα μας.
Εκτός των προηγουμένων, η Μονή διαθέτει στην περιοχή της Κορώνης, τρία ακόμη αφιερωμένα στην Αγία Θεομήτορα Άννα και τον Άγιο Κωνσταντίνο. Κύρια απασχόληση της αδελφότητας (εκτός φυσικά των πνευματικών καθηκόντων), είναι η καλλιέργεια της γης και η χειροτεχνία. Τα προϊόντα των εργαστηρίων της Μονής, κυρίως έργα υφαντικής και πλεκτικής) εκτίθενται στην «Έκθεση Εργόχειρου», που στεγάζεται σε ιδιαίτερο οίκημα, το οποίο βρίσκεται δεξιά της Κ. Πύλης.
Μετά την κοίμηση του αείμνηστου Γέροντα Θεοδούλου, πνευματικός πατήρ της Μονής ανέλαβε ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Χριστόφορος Χρονόπουλος, αργότερα ο Μακαριστός Μητροπολίτης Μεσσηνίας κυρός Γρηγόριος και σήμερα ο οικείος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Ιάκωβος.

Σημείωση:  το ανωτέρω κείμενο είναι διασκευή από το βιβλίο του κ. Αντ. Μάρκου «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ Γ.Ο.Χ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ»  (σελ. 31- 40), έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας , 1981.