Ένα έτος συμπληρώθηκε τον παρελθόντα Μάιο (25), όταν σε ηλικία 81 ετών κοιμήθηκε εν Κυρίω αιφνιδίως, συνέπεια ατυχήματος, ο Οσιώτατος Γέρων Βλάσιος Μοναχός Κατουνακιώτης του Ιερού Ητχαστηρίου Γεννήσεως του Χριστού Κατουνακίων Αγίου Όρους. Ο κατά κόσμον Βασίλειος Μακρογιάννης γεννήθηκε το έτος 1935 στον Πόρο Τροιζηνίας από ευσεβείς γονείς. Φοίτησε στο παλαιό τότε εξατάξιο Γυμνάσιο και έπειτα στην Εμποροναυτιλιακή Σχολή Αρχιμίδης. Από την παιδική ηλικία έλαβε την κατά Θεόν ανατροφή και την αγάπη προς τον Θεό, την Εκκλησία και τον Μοναχισμό.
Ο νεαρός Βασίλειος από θεία βούληση, το έτος 1961, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην ιστορική Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Κουβαρά Κερατέας Αττικής. Το ίδιο έτος, έχων ζήλο για ανώτερη πνευματική ζωή αποφάσισε να ακολουθήσει στο Άγιο Όρος, τον ονομαστό για την αρετή του Γέροντα κλήμη Μοναχώ, μετ' άλλων δοκίμων και ρασοφόρων μοναχών, ένας εκ των οποίων ήταν ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Χρυσόστομος. Κατά πρώτον μετέβησαν στην ιδιόρρυθμη Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, μη έχοντες ουδεμία πνευματική επικοινωνία μετά των μνημονευόντων μοναχών της Μονής, και στην συνέχεια στην Ιερά Καλύβη του Αγίου Ελευθερίου στα Βουλευτήρια στης Σκήτης Αγίας Άννης. Έπειτα εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Ιερό Ησυχαστήριο Χριστού Γεννήσεως στα Κατουνάκια. Εκεί εκάρη ρασοφόρος μοναχός, μετονομασθείς Βλάσιος, και στην συνέχεια έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα.
Ο Γέρων Βλάσιος ασχολήθηκε με το εργόχειρο της Αγιογραφίας, αλλά και με το παραδοσιακό αγιορείτικο εργόχειρο, το γνωστό ως τσακονικό- πρόκειται περί στυλβωμένου χρυσού επάνω σε ξύλινες εικόνες Αγίων που σχεδιάζεται με σφυρί και κοπιδάκια, χαράσσοντας διάφορα διακοσμητικά στοιχεία. Την τέχνη αυτή επιτελούσε με μεγάλη επιμέλεια και έργα του, υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, βρίσκονται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις χώρες του εξωτερικού, Ρωσία, Η.Π.Α. κ.α.
Ήταν άριστος ιεροψάλτης και τυπικάρης και υπηρέτησε με υπερβολικό ζήλο άοκνα το ιερό αναλόγιο στις πολύωρες και κουραστικές Αγρυπνίες και Ακολουθίες των Ζηλωτών μοναχών του Αγίου Όρους. Υπήρξε ανυποχώρητος αγωνιστών των πατρώων παραδόσεων και της ορθόδοξης ομολογίας, μιμούμενος τους παραδοσιακούς αγώνες των απ' αιώνων μοναχών υπέρ της διατήρησης ανόθευτης της αμώμητης άπαξ παραδοθείσης πίστεως.
Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν παροιμιώδεις, αν αναλογισθεί κανείς ότι καθημερινώς, μέχρι της τελευτής του, παρά τα πολλά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, κάνοντας μεγάλες νηστείες και χιλιάδες γονυκλισίες. Είχε, επίσης, εντρυφίσει και αποκτήσει την άοκνη και ψυχωφελή και σωτηριώδη εργασία της νοεράς προσευχής. Ήταν γνώστης και λάτρης της αρχαίας ελληνικής γλώσσης έχοντας αποστηθίσει πάμπολλα χωρία από την Γραφή και την υμνολογία, γινόταν δε άμεσα αντιληπτό σε αυτόν οποιοδήποτε λάθος και εάν έκανε ο εκάστοτε αναγνώστης. Η θεολογική και δογματική κατάρτιση του, λόγω της συνεχούς μελέτης, ήταν υψηλή, με την ευφράδεια του λόγου που τον διέκρινε καθήλωνε κάθε συνομολιτή του αποσπώντας τον θαυμασμό. Κατηχούσε ανελλιπώς τους εκατοντάδες διερχομένους προσκυνητές εκ του Ιερού Ησυχαστηρίου, αλλά και εκτός Αγίου Όρους, όπου μετέβαινε. Προσύλκειε τους πιστούς με τον καταδεκτικό τρόπο του, τον μειλήχιο, καλοπροαίρετο, συγκαταβατικό, ακούραστο και πρόθυμο χαρακτήρα του, ενώ ουδέποτε έπαυσε να καυτηριάζει την σύγχρονη παναίρεση του Οικουμενισμού της οποίας ήταν σφοδρός πολέμιος. Είχε ταχθεί μετά της Συνοδείας του και εναντίον, κάθε προσπάθεια επιβολής από τις σκοτεινές δυνάμεις της νέας αντίχριστης εποχής, των καρτών, ηλεκτρονικών ταυτοτήτων, χαράγματος και οτιδήποτε άλλο σχετικό.
Το έτος 2005, μετά την εις Επίσκοπο χειροτονία του μέχρι τότε Γέροντος του Ιερού Κελλίου Ιερομονάχου π. Χρυσοστόμου ανέλαβε κατά την τάξη την Γεροντία της Αδελφότητας με μεγάλη συνοχής καρδίας και επίγνωση της υψηλής θέσης του πνευματικού ποδηγέτη μοναχών.
Τον Μάιο του 2016, και ενώ βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη για ιατρικές εξετάσεις, εξαιτίας ατυχήματος εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον χώρο που διέμενε και τραυματίστηκε βαριά, έχοντας καθολικά εγκαύματα τρίτου βαθμού. Έχοντας τις αισθήσεις του, αμέσως κομίστηκε σε θεραπευτήριο της Θεσσαλονίκης και παρά τα σοβαρά και πολυώδινα τραύματα του δεν γόγγυσε, ούτε διαμαρτυρήθηκε ούτε για στιγμή, κάνοντας τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό να θαυμάσουν την καρτερία του. Μόνο μονολογούσε και έλεγε το χρυσοστομικό: "Δόξα τω Θεώ άντων ένεκεν". Την επόμενη παρέδωσε με μαρτυρικούς πόνους αλλά ήσυχα και με γαλήνη το πνεύμα του στον πανάγαθο Θεό, τον οποίον εκ νεότητος αγάπησε. Μεταφέρθηκε στα Κατουνάκια Αγίου Όρους όπου πραγματοποιήθηκε η νεκρώσιμος Ακολουθία από τον Παν/το Ιερομόναχο π. Χρυσόστομο (Βαλτά) με την παρουσία πλήθους μοναχών από την ευρύτερη περιοχή. Η ταφή του έγινε πίσω από το Ιερό Βήμα του Ναού της Γεννήσεως του Χριστού.
Είθε ο Κύριος της ζωής και του θανάτου να κατατάξει την ψυχή του μακαριστού Γέροντα Βλασίου στούς κόλπους του Πατριάρχη Αβραάμ και στην χορεία του Μοναχικού Τάγματος υπό τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη.