ΕΠΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΥΤΟΥ
& ΤΟ ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Έλα, λοιπόν, αδελφέ Κυριακέ, να σου ανακουφίσω την πληγή της λύπης σου και να σου διασκορπίσω το νέφος του λογισμού σου. Τί είναι εκείνο που σε κάνει να λυπάσαι και να αδημονείς; Μήπως γιατί καταπλάκωσε την Εκκλησία βαρυχειμωνιά και πικρή τρικυμία; Αυτό το και εγώ, και δεν αντιλέγει κανείς, παρά μόνο ο Θεός. Αλλά, αν θέλεις, θα σου παραστήσω με μία εικόνα τις τωρινές ταραχές μέσα στην Εκκλησία. Θάλασσα βλέπουμε, που αναταράσσεται από τα έγκατα της αβύσσου, και ναύτες, που κλαίνε και ολοφύρονται καθισμένοι στο κατάστρωμα του πλοίου με τα χέρια πλεγμένα στα γόνατα, γιατί βρίσκονται σε αμηχανία τι να πράξουν προς διάσωσή τους, αφού δεν βλέπουν ούτε ουρανό, ούτε πέλαγος, ούτε ξηρά. Και αυτά τα γεγονότα έτσι συμβαίνουν στην ορατή θάλασσα. Τώρα δα όμως στην Εκκλησία γίνεται φοβερότερη τρικυμία και σηκώνονται περισσότερα κύματα.
Αλλά για τη διάσωση της Εκκλησίας να παρακαλείς τον Δεσπότη μας Ιησού Χριστό, ο Οποίος καταπαύει την τρικυμία και την ταραχή όχι με κάποιο τέχνασμα, αλλά απλώς με ένα νεύμα. Αλλά, και αν Τον παρακάλεσες πολλές φορές και δεν εισακούστηκες, να μην σταματήσεις να Τον παρακαλείς, γιατί τέτοια συνήθεια έχει ο φιλάνθρωπος Θεός, δηλαδή να μην απαντάει αμέσως, προνοώντας για την σωτηρία μας. Πράγματι, μήπως δεν μπορούσε να λυτρώσει εκείνους τους αγίους τρεις Παίδες, για να μη ριφθούν στην κάμινο; Ασφαλώς και μπορούσε. Δεν τους λύτρωσε όμως πριν αλλά, αφού εκείνοι αιχμαλωτίστηκαν και σύρθηκαν στη χώρα των βάρβαρων κατακτητών και ξέπεσαν από την πατρική τους κληρονομιά και όλοι τους εγκατέλειψαν και δεν τους έμεινε κανένα ανθρώπινο στήριγμα και αφού τους έριξαν στην επτά φορές πυρακτωμένη κάμινο, τότε ξαφνικά επενέβη ο αληθινός Θεός και έκανε το θαύμα του, διασκόρπισε τη φωτιά στην κάμινο των Χαλδαίων και τους διέσωσε.
Η κάμινος, λοιπόν, για τους τρεις Παίδες έγινε Εκκλησία και προσκαλούσαν σύμπασα την κτίση, και αγγέλους και δυνάμεις, και έτσι τα πάντα συναθροίζοντας, έλεγαν: «Ευλογείτε πάντα τα έργα τον Κύριο». Βλέπεις με ποιο τρόπο η υπομονή των δικαίων μετέβαλε το πυρ σε δρόσο και έπεισε τον τύραννο (Ναβουχοδονόσορα) να στείλει επιστολές σε όλο του το βασίλειο και να διακηρύξει ότι «είναι μεγάλος ο Θεός του Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ»! Και κοίτα ποια σκληρή εντολή έδωσε: «Όποιος κακολογεί αυτά τα παιδιά, θα του δημεύεται το σπίτι και διαρπάζεται η περιουσία ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτό».
Μη στεναχωριέσαι λοιπόν αδελφέ Κυριακέ. Γιατί και εγώ, όταν με εξόρισαν από την Κωνσταντινούπολη, δεν φρόντιζα για κανένα πράγμα, έλεγα όμως προς τον εαυτό μου αυτά: Αν θέλει η βασίλισσα να με εξορίσει, ας με εξορίσει,. «Του Κυρίου είναι η γη και το Καθετί που τη γεμίζει». ( Ψλ. 23, 1) Αν θέλει να με πριονίσει, ας με πριονίσει. Έχω παράδειγμα τον Προφήτη Ησαΐα. Αν θέλει να ρίξει στο πέλαγος να πνιγώ, θυμάμαι τον Προφήτη Ιωνά. Αν θέλει να με ρίξει σε λάκκο, έχω παράδειγμα τον Προφήτη Δανιήλ που τον έριξαν σε λάκκο λεόντων. Αν θέλει να με λιθοβολήσει, έχω παράδειγμα τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο που έπαθε αυτό. Αν θέλει να μου πάρει το κεφάλι, έχω παράδειγμα, έχω παράδειγμα τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Αν θέλει να μου πάρει τα υπάρχοντα μου,- αν έχω- ας τα πάρει». Γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου, γυμνός και θα πάω στον τάφο». (Ιώβ, α’ 21) Εμένα με συμβουλεύει και ο Απόστολος Παύλος, λέγοντας «ο Θεός δεν αποβλέπει σε πρόσωπο ανθρώπου, δεν μεροληπτεί» (Γαλάτας, β’ 6) και «Αν ακόμη και τώρα επιδίωκα να αρέσω σε ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού ». (Γαλάτας, α’ 10) Αλλά και ο Δαβίδ με οπλίζει, λέγοντας: «Και μιλούσα για τις μαρτυρίες και εντολές Σου μπροστά σε βασιλείς και δεν ντρεπόμουν» (Ψλ. 118, 46). Πολλά κατασκεύασαν εις βάρος μου εκείνοι που με μισούν, αλλά όλα τα έκαναν από φθόνο και κακία.
Σε λυπούν μήπως, αδελφέ Κυριακέ, αυτά, δηλαδή ότι εκείνοι που με εξόρισαν περιέρχονται με παρρησία στην αγορά ακολουθούμενοι από πλήθος στρατιώτες οπλισμένους και υπηρέτες; Θυμήσου όμως τον πλούσιο και το Λάζαρο. Ποιος στην παρούσα ζωή εθλίβη, αλλά και ποιος απόλαυσε; Τι τον έβλαψε τον Λάζαρο η φτώχεια; Δεν έφτασε μήπως αυτός στους κόλπους του Αβραάμ ως αθλητής και νικητής; Εκείνον που ντύνονταν με πορφύρα και βύσσο (πολυτελέστατα ενδύματα), τον πλούσιο δηλαδή, σε τι τον ωφέλησε ο πλούτος; Πού είναι οι σωματοφυλακές του; Πού είναι οι υπηρέτες του; Που είναι τα άλογα με τα χρυσά χαλινάρια; Που είναι οι συμποσιαστές του και η βασιλική τράπεζα; Δεν μεταφέρθηκε στον τάφο δεμένος σαν ληστής, φέρνοντας από τον κόσμο την ψυχή του και κράζοντας με ανώφελη τη φωνή: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με, λυπήσουμε, και στείλε το Λάζαρο να βάψει το άκρο του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί πικρά βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα»; (Λουκά, ιστ’ 24)
Πανάθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Αβραάμ, του οποίου την ζωή δεν μιμήθηκες; Εκείνος φιλοξενούσε στο σπίτι του κάθε άνθρωπο, ενώ εσύ δεν φρόντισες να θρέψεις ούτε ένα φτωχό και δυστυχισμένο. Δεν πρέπει κάποιος να πενθήσει και να κλαύσει για το ότι ένας άνθρωπος που είχε τόσο πλούτο κατάντησε να μην έχει στη διάθεσή του ούτε μια σταγόνα νερό; Όμως κατά το χειμώνα, δηλαδή τη παρούσα ζωή, ο άνθρωπος αυτός δεν έσπειρε καρπούς ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας. Έτσι ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν είχε τίποτα να θερίσει. Και συμβαίνει και τούτο κατ’ οικονομία του Δεσπότη Χριστού, ο τόπος κολάσεως των ασεβών και ο τόπος αναπαύσεως των δικαίων να βρίσκονται αντίκρυ, έτσι ώστε να βλέπονται μεταξύ τους και να γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Γιατί τότε κάθε μάρτυς θα γνωρίσει πολύ καλά τον τύραννο που τον βασάνισε. Και δεν είναι δικά μου τα λόγια αυτά. Άκουσε τι λέγει η Σοφία Σολομώντος: «Τότε, κατά την ημέρα της κρίσεως, ο δίκαιος θα ορθωθεί με πολύ θάρρος ενώπιον εκείνων που τον έθλιψαν κατά την παρούσα ζωή. (Σοφία Σολομώντος, ε’ 1)
Όπως ακριβώς ο οδοιπόρος που περπατάει σε ώρα καύσωνα, βρίσκοντας κάποια καθαρή πηγή, καταφλέγεται μεν από τη δίψα, εμποδίζεται όμως να πιει νερό, ή όπως ακριβώς κάποιος πεινασμένος παρακάθεται μεν σε τράπεζα που έχει διάφορα εδέσματα, εμποδίζεται όμως από κάποιον δυνατότερο να απλώσει το χέρι του να πάρει κάτι να φάει, και, επομένως, και ο διψασμένος και ο πεινασμένος δοκιμάζουν πολλή οδύνη και υφίστανται μεγάλη τιμωρία, αφού ο διψασμένος δεν μπορεί να σβήσει τη δίψα του και ο πεινασμένος εμποδίζεται να ανακουφίσει τη πείνα του. Κάτι ανάλογο θα συμβεί και κατά την ημέρα της κρίσεως, δηλαδή οι ασεβείς θα βλέπουν τους αγίους να ευφραίνονται, ενώ εκείνοι δεν θα μπορούν να απολαύσουν τα αγαθά της ουράνιας τράπεζας. Γι αυτό κι ο Θεός θέλοντας να σωφρονίσει τον Αδάμ για την παρακοή του, τον τοποθέτησε απέναντι από τον Παράδεισο και εκεί να εργάζεται τη γη, ώστε, βλέποντας καθημερινά τον ποθεινό εκείνο τόπο, από τον οποίο εκδιώχθηκε, να έχει πάντοτε στην ψυχή του πόνο και θλίψη αφόρητη. Αν, λοιπόν, αδελφέ Κυριακέ, στην παρούσα ζωή δεν συναντηθούμε, στην άλλη όμως δεν θα μας εμποδίσει κανείς να συναντηθούμε και να ζούμε μαζί. Εκεί, ακόμη, θα δούμε κι εκείνους που μας εξόρισαν, όπως ακριβώς ο Λάζαρος είδε τον πλούσιο και οι άγιοι Μάρτυρες θα δουν τους τυράννους που τους βασάνισαν.
Μη στεναχωριέσαι λοιπόν, αγαπητέ, αλλά θυμήσου τα λόγια του Προφήτη Ησαΐα: «Μη φοβείσθε ονειδισμό ανθρώπων και μην κάμπτεστε από το φαυλισμό τους. Γιατί, όπως τα μάλλινα ενδύματα τρώγονται από το σκώρο, έτσι κι αυτοί θα καταστραφούν. (Ησαΐα να’ 7-8)
Σκέψου όμως και τον Δεσπότη μας Χριστό: Πως όντας ακόμη στα σπάργανα καταδιώκονταν και πήρε το δρόμο της εξορίας στη βάρβαρη γη των Αιγυπτίων. Εκείνος που κρατεί το σύμπαν στα χέρια του έχει γίνει για μας υπόδειγμα του να μην αποκάμνουμε στους πειρασμούς. Θυμήσου το πάθος του Σωτήρος και πόσες ύβρεις και εξευτελισμούς υπέστη για εμάς. Πράγματι άλλοι τον ονομάζουν υβριστικά Σαμαρείτη, ενώ άλλοι τον ονόμαζαν δαιμονισμένο και ψευδοπροφήτη. Έλεγαν δηλαδή: «Ιδού άνθρωπος φαγάς και οινοπότης» (Λουκά, ζ’ 34) και «με τη συνεργεία του αρχηγού των δαιμόνων βγάζει τα δαιμόνια από τους πάσχοντες (Ματθαίου, θ’ 34). Και τι σου λέω, όταν Τον πήγαν κάποτε -ω του θαύματος!- να Τον ρίξουν σε ένα γκρεμό, όταν τον έφτυναν στο πρόσωπο και όταν Τον ράπιζαν; Και τι να σου λέω, όταν Τον πότιζαν χολή και όταν Του χτυπούσαν με καλάμι το κεφάλι και Του φορούσαν την εμπαικτική χλαμύδα. Και όταν Τον έβαζαν στο κεφάλι του αγκάθινο στεφάνι και γονάτιζαν μπροστά του εμπαίζοντας Τον. Και όταν εκτόξευαν εναντίον του κάθε είδος χλευασμού. Και όταν τα αιμοβόρα εκείνα σκυλιά Τον οδηγούσαν γυμνό επί το πάθος; Και όλοι οι μαθητές του Τον εγκατέλειψαν. Συγκεκριμένα, ένας- ο Πέτρος- Τον αρνήθηκε, άλλος – ο Ιούδας- Τον πρόδωσε και οι άλλοι έφυγαν, ενώ ο Κύριος, μόνος και γυμνός, στεκόταν ανάμεσα σ’ εκείνους τους όχλους που είχαν συγκεντρωθεί στα Ιεροσόλυμα για την εορτή του Πάσχα. Και Τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δύο ληστές ως πανούργο και δόλιο. Και άταφος εκείτο, όταν Τον κατέβασαν οι Ιουδαίοι από το Σταυρό, μέχρι που κάποιος (ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας) Τον ζήτησε, για να Τον θάψει. Και τι, επίσης, να σου λέω όταν Τον συκοφάντησαν ότι δεν ανέστη, λέγοντας ότι οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα Του.
Θυμήσου ακόμη τους Αποστόλους που εκδιώκονταν από κάθε τόπο και κρύβονταν στις πόλεις. Ο Παύλος είχε κρυφτεί στην οικία της πορφυροπώλιδος Λυδίας και ο Πέτρος στην οικία του βυρσοδέψη Σίμωνα, γιατί δεν είχαν το θάρρος που τους χρειαζόταν να πλησιάζουν τους πλουσίους Αργότερα βέβαια έγιναν σε αυτούς εύκολα.
Έτσι και συ τώρα, αδελφέ, μη στεναχωριέσαι. Άκουσα βεβαίως και για τον φλύαρο εκείνο Αρσάκιο, τον οποίο η Βασίλισσα εγκατέστησε στον πατριαρχικό θρόνο, ότι έθλιψε τους αδελφούς και τις μοναχές, επειδή με υπερασπίζονταν και δεν ήθελαν να έχουν επικοινωνία μαζί του. Πολλοί μάλιστα από αυτούς εξαιτίας της αγάπης του προς εμένα φυλακίστηκαν και πέθαναν και στις φυλακές. Ο προβατόσχημος εκείνος λύκος, ο Αρσάκιος, έχει σχήμα επισκόπου, στην πραγματικότητα όμως είναι μοιχό. Δηλαδή, όπως η γυναίκα που, ενώ ζει ο άντρας της, παίρνει άλλον άνδρα ονομάζεται μοιχαλίδα, έτσι και αυτός είναι μοιχός, όχι βέβαια κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα, γιατί, ενώ εγώ ζω, μου άρπαξε το θρόνο.
Αυτά σου γράφω από την Κουκουσό, αδελφέ Κυριακέ, όπου εξορίστηκα με εντολή της Βασίλισσας. Κατά την πορεία μου προς τον τόπο της εξορίας με βρήκαν πολλές θλίψεις, αλλά όμως γι’ αυτά που μου συνέβησαν δεν φρόντισα. Όταν όμως έφτασα στην χώρα των Καππαδόκων και στην Ταυροκιλικία, έρχονταν προς προϋπάντηση μου χοροί αγίων Πατέρων, αλλά και πλήθος μοναχών και μοναζουσών, οι οποίοι έχυναν βρύση τα δάκρυα και έκλαιγαν απαρηγόρητα, βλέποντας με να οδηγούμαι στην εξορία. Και όλοι αυτοί έλεγαν μεταξύ τους: «Συνέφερε να μικρύνει ο ήλιος, παρά να σιωπήσει το στόμα του Ιωάννη». Αυτά με τάραξαν και με έθλιψαν περισσότερο, επειδή έβλεπα όλους να κλαίνε για μένα. Όσον αφορά σε όλα τα άλλα που μου συνέβησαν, δεν πήρα καμιά φροντίδα.
Πάρα πολύ, επίσης, με περιποιήθηκε ο Επίσκοπος της πόλεως αυτής (της Κουκουσού) και μου έδειξε τόση πολλή αγάπη, που, αν ήταν δυνατόν και αν δεν τηρούσαμε με ευλάβεια τους Ιερούς Κανόνες, θα μου προσέφερε ακόμη και τον επισκοπικό Θρόνο».
(Από τον Συναξαριστή «Με τους Αγίους μας» μηνός Ιανουαρίου του
κ. Γ. Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου- Φιλολόγου ,σελ. 187- 194)