2024/05/07

ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΠΑΣΧΑ 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ & ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΣΤΟΝ ΛΥΚΟΤΡΑΦΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Ιερούργησε ο Παν/τος Ιερομόναχος π. Αθανάσιος Δημουλάς, εξυπηρετών τις λειτουργικές ανάγκες των Γνησίων Ορθοδόξων της Μεσσηνίας που δεν έκλιναν γόνυ στην αποκριάτικη φατρία και το ιδιοτελές σχίσμα του πρώην επισκόπου τους.






ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ Ι.Ν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΜΑΝΔΡΑΣ

Προέστη των Ιερών Ακολουθιών ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος κ.κ. Κοσμάς.





ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΙΕΡΙΑΣ

Ιερούργησε ο Πανοσιολογιώτατος Ιερομόναχος π. Ευθύμιος Κωτούλας της Ιεράς Μονής Οσίων Αγιορειτών Πατέρων Οινόης Αττικής.





ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΝΟΡΙΑΚΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΕΥΚΗΣ
ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

2024/05/06

ΠΑΣΧΑΛΙΟΝ ΕΟΡΤΙΟΝ ΜΗΝΥΜΑ

 Επί την του κυρίου ημών Ιησού Χριστού εκ τάφου Θείαν Έγερσιν

Του αοιδίμου και αγιωτάτου Αρχιεπισκόπου Θηβών κυρού Χρυσοστόμου (+2023)



ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ! Christ is Risen! Indeed, He is Risen!- Christus ist auferstanden! Er ist wahrhaftig auferstanden!- Christus is opgestaan! Hij is waarlijk opgestaan!- Kristus het opgestaan! Hom het waarlik opgestaan!- Christus resurrexit! Resurrexit vere!- Cristo è risorto! È veramente risorto!- Le Christ est ressuscité! Vraiment Il est ressuscité!-Cristo ressuscitou! Verdadeiramente ressuscitou!- Hristos a înviat! Adevărat a înviat!- Cristo ha resucitado! Verdaderamente, ha resucitado! - Христос Воскресе! Воистину Воскресе! - Христос Воскрес! Воістину Воскрес!- Христос Воскресе! Ваистину Воскресе! - Kristus vstal zmŕtvych! Skutočne vstal!- Chrystus Zmartwychwstał! Prawdziwie Zmartwychwstał! - Krishti u ngjall! Vërtet u ngjall!- Քրիստոս յարեաւ ի մեռելոց՜ Օրհնեալ է յայտնութիւնն Քրիստոսի - Hristós diril-Dí! Hakíkatén diril-Dí! - Si Cristo ay nabuhay! Siya nga ay nabuhay! - KrÍstus tÉlah Bangkit! Benár día têlah Bángkit!- Kristus aq ungwektaq! Pichinuq ungwektaq! - ハリストス復活!実に復活 - Kristo Amefufukka! Kweli Amefufukka! - ქრისტე აღსდგა! ჭეშმარიტად აღსდგა! - Kristus nousi kuolleista! Totisesti nousi! - Krisztus feltámadt! Valóban feltámadt!


"Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασόμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή!" (Ψαλμ. 117:24) 
Με πνευματική αγαλλίαση και ευφροσύνη εορτάσαμε και εφέτος το Πάσχα, την μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή, από την φθορά στην αφθαρσία.

Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, ο Χριστός, έφερε εις πέρας το κοσμοσωτήριο έργο, κήρυξε και απόκάλυψε στους ανθρώπους την αληθινή πίστη, το μυστήριο της Αγίας Τριάδος και δια της σταυρικής θυσίας, διέλυσε την έχθρα και συμφιλίωσε τους ανθρώπους με τον Θεό.

"...Εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του Υιού Αυτού". (Ρωμ.5:10)

Συμφιλιωθήκαμε, δεν είμαστε πλέον εχθροί με τον Θεό, καταργήθηκε η Προπατορική αμαρτία, το μεσότοιχο της έχθρας.

Με το θείο βάπτισμα ο παλαιός άνθρωπος, ο παλαιός Αδάμ βυθίζεται και εξαφανίζεται και ενδύεται τον νέον, τον Χριστό, τον αναμάρτητο Αδάμ. Ο Χριστός μας χάρισε το μέγιστο δώρο της υιοθεσίας. Έχουμε γίνει κατά χάριν υιοί του Θεού και συγκληρονόμοι της βασιλείας Του. Οι μεγάλες αυτές δωρεές και τα χαρίσματα δόθηκαν στο ανθρώπινο γένος με το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού.

"Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος!"  Γι' αυτό η ημέρα της Αναστάσεως του Χριστούαπό τους υμνωδούς της Εκκλησίας υμνείται ως "βασιλίς και κυρία", ως "εορτή εορτών" και "πανήγυρις πανηγύρεων". Είναι η πρώτη των ημερών, "η μία των Σαββάτων" (η πρώτη, δηλαδή, ημέρα της εβδομάδας κατά τους Ιουδαίους), ημέρα του Κυρίου, η Κυριακή για εμάς τους Χριστιανούς.

Η ημέρα αυτή δεν έχει τα πρωτεία μόνο για την ανάπλαση και πνευματική αναγέννηση της πλάσης και δημιουργίας του κόσμου. Αλλά είναι και η ημέρα δια την οποίαν λέγει η Γραφή: "Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν... και εγένετο εσπέρας και εγένετο πρωί ημέρα μία." (Γένεσις Κεφ. 1)

Με τον εορτασμό του Πάσχα δεν επαναφέρουμε απλώς στην μνήμη μας το θείο γεγονός της Αναστάσεως, αλλά προσπαθούμε να βιώσουμε το Μυστήριο της Αναστάσεως, να αισθανθούμε την πνευματική χαρά και αλλοίωση. Για αυτό "καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως". (Καταβασίες Πάσχα)

Ας αισθανθούμε την χαρά της Αναστάσεως, την Χάρη της απολυτρώσεως και της ημετέρας σωτηρίας. Ας επιδείξουμε καρπούς αξίους της πιστεώς μας. Ας εγερθούμε εκ των νεκρών έργων της αμαρτίας και "συγχωρέσωμεν πάντας τη Αναστάσει, αλλήλους περιπτυξώμεθα". Η πίστη μας στον Αναστάντα Κύριο πρέπει να μας οδηγεί σε συναδέλφωση, σε έργα αγάπης, φιλανθρωπίας και αρετής.

Η Ανάσταση του Ιησού είναι ανάσταση κάθε ψυχής, είναι ανάσταση και ζωή κάθε πιστού, κάθε μετανοημένου Ορθοδόξου Χριστιανού Ορθοδόξου Χριστιανού. "Εγώ ειμί η ζωή και η αλήθεια" (Ιωάννης ιδ',6), διακήρυξε στους μαθητές του και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το Φως του κόσμου, και μόνον στο φως της αναστάσεως Του "οψόμεθα φως". (πρβλ. "Δοξολογία")

Είναι η Ζωή, η οποία εκ τάφου ανέτειλε, για να μην αποθάνουμε. Εκείνος άλλαξε την πορεία της ανθρωπότητας και έδωσε νέο περιεχόμενο στην ιστορία. Είναι η πηγή της ηθικής αναγέννησης, ο αναμορφωτής της ανθρωπότητας, ο λυτρωτής και σωτήρας, ο Κύριος μας και ο Θεός μας.

Ας ακούσουμε το χαροποιό διάγγελμα από φίλους και εχθρούς. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Ας πάρουμε θάρρος και δύναμη στον αγώνα της ζωής. Μη φοβηθούμε τα κύματα της ακαταστασίας, τις θλίψεις και τις συμφορές του βίου. Ας  ακούσουμε της φωνής, "ιδού εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε" (Ιωάν. ιδ΄ 19), που διασαλπίζει ο Αναστάς Κύριος.

Οι υπό απιστία και ολιγοπιστία κρατούμενοι, ας ανοίξουν τα μάτια της ψυχής τους στο φως του Χριστού. Ο αιώνιος και αειλαμπής φάρος, ο οποίος οδηγεί στον λιμένα της χαράς και της σωτηρίας, ανέτειλε λαμπρός. Ας προσκυνήσουμε προσπίπτοντας στον Αναστάντα Σωτήρα και Κύριο.

"Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασόμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή". Είναι η ημέρα κατά την οποία αντήχησε για πρώτη φορά το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και αντίλαλος θα εξακολουθεί να υφίσταται στους αιώνες και όλες οι γενιές θα απαντούν με πίστη και ευλάβεια, όπως και σήμερα ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ!

Ταπεινός ευχέτης προς τον εκ τάφου Αναστάντα Σωτήραν Χριστόν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ.

+ Ο Θηβών και Λεβαδείας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ 


(Περιοδικό "Θηβαϊκή Φωνή", τεύχος 15 του 2006. σελ. 3- 5)

2024/05/01

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

«Καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν» (Εκκλησιαστής 3, 7)

«Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.» (Ιω. 8,32)

ΦΑΤΡΙΑ, ΑΝΤΙΣΥΝΟΔΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑ
ΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΜΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΙ ΙΓΝΑΤΙΟΥ

Βρισκόμαστε στην πολύ δυσάρεστη θέση να ανακοινώσουμε, με πόνο ψυχής, ότι οι πρώην Επίσκοποι μας Ιάκωβος και Ιγνάτιος μετά της Μονής Παναγουλάκη και ετέρων τριών Ιερομονάχων δημιούργησαν από εμπάθεια και μίσος αδικαιολόγητο σχίσμα όπως διακαώς ποθούσαν και διακήρυτταν ήδη από το 2017. Αρχι-Τέκτονας του Σχίσματος είναι ο Μεσσηνίας κ. Ιάκωβος στον οποίο χρεώνεται (με το περιβάλλον του) η ηθική αυτουργία, η κατασυκοφάντηση και εξύβριση του αοιδίμου Πρωθιεράρχου μας κυρού Χρυσοστόμου (+2023) ως "αιρετικού που δεν τον μνημονεύει" και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτού Αττικής και Μεγαρίδος κ.κ. Κοσμά. Επιπλέον φέρει την ηθική ευθύνη για συκοφαντίες, εξυβρίσεις, ενίσχυση φατρίας εμπαθών κληρικών, μεθόδευσης σπίλωσης Κληρικών, ζώντων και κεκοιμημένων, τη διασπορά του μίσους του ψεύδους, του φανατισμού. Η παραποίηση εκφράσεων δια της κοπτοραπτικής, εγγράφων και ηχητικά, η εξώθηση φανατισμένων οπαδών, λαϊκών και ασεβών ρασοφόρων, να σπάνε Ιερούς Ναούς, να βιαιοπραγούν κατά κληρικών και λαϊκών, την ηθική εξόντωση του Σεβ/του Αττικής κ. Κοσμά, ακόμη και την κακοποίηση του. Όλα αυτά εν μέσω της Αγίας Τεσσαρακοστής και κατά παράβαση πλειάδος Ιερών Κανόνων, δείχνοντας ότι κατέχονται υπό πνεύματος "αγρίου" και όχι πάντως "Αγίου". Δυστυχώς, πέρα από μια φατρία (όπως τους ονόμαζε ο αοίδιμος Θηβών κυρός Χρυσόστομος) τριών ιερομονάχων, συνευδόκησε ο επίσκοπος Φθιώτιδος κ. Ιγνάτιος, κολακευόμενος ως "Πρόεδρος" και φοβούμενος το μένος και την επίδραση στο Μοναστήρι που διαβιοί. Έχει όμως ακέραιη την ευθύνη διότι χωρίς την συνδρομή του, δεν θα συντελούνταν το αποτρόπαιο αυτό Σχίσμα των Ιακωβιτών. Ας θυμάται ο αγαπητός επίσκοπος κ. Ιγνάτιος το ιστορικό παράδειγμα του πρώην Κορινθίας Καλλίστου. Κι εκείνος τον "Πρόεδρο Συνόδου" παρίστανε για λίγα έτη αλλά εκείνοι που τον χρησιμοποίησαν τον "πέταξαν" έξω από το Μοναστήρι του, αφού δεν τους ήταν χρήσιμος πια. Οι ίδιοι, χαμηλής παιδείας και πνευματικής καταστάσεως,  που τον εξύβριζαν και του έκαναν επίθεση σε Τύρναβο την περίοδο των Χριστουγέννων, Θεσσαλονίκη παλαιότερα και στην πανήγυρη της Παναγίας Γοργοϋπηκόου, θα είναι αυτοί που θα τον "πετάξουν" στον κάλαθο της ιστορίας, όταν δεν θα τους είναι χρήσιμος ή δεν θα ικανοποιεί τις επιθυμίες τους. Δεν θα αναφερθούμε, επί του παρόντος, σε όλο το μίσος, την εμπάθεια και την μεθόδευση συγκεκριμένων προσώπων, σεβόμενοι την πιο κατανυκτική περίοδο του έτους, την Μεγάλη Σαρακοστή, περίοδο μετανοίας, συγγνώμης, έργων αγάπης και σιωπής.

Παραθέτουμε σημαντικά έγγραφα όπως την τελευταία επιστολή του αοιδίμου Πρωθιεράρχου μας Θηβών κυρού Χρυσοστόμου προς τον Μεσσηνίας Ιάκωβο. Ο ίδιος προσπάθησε να αποσπάσει υπογραφή ανατροπής από τον  Μακαριστό Πρωθιεράρχη κυρό Χρυσόστομο αλλά ο αείμνηστος αρνήθηκε και του συνέστησε (χωρίς ο κ. Ιάκωβος να το λάβει ποτέ υπ' όψιν) "να προσέχει τα μίση"! Οι Μητροπολίτες Θηβών και Αττικής ήταν στο στόχο των σχισματοποιών ήδη από το 2017 διότι τόλμησαν σαν Αρχιερείς (!) να γράψουν μελέτες Ποιμαντικών θεμάτων με εκκλησιολογικές προεκτάσεις για την αποκατάσταση των Σχισμάτων και τη σωτηρία αθανάτων ψυχών. Έκτοτε το πνεύμα του Ιούδα περιήλθε σε διάφορες ταραγμένες ψυχές που διαφώνησαν.

Επιπλέον, παραθέτουμε τις απαντήσεις του Σεβ/του Μητροπολίτου Αττικής κ. Κοσμά στην τελευταία συνεδρίαση της Ιεραρχίας, η οποία στιγματίστηκε από άρνηση υπογραφής του προτεινόμενου εγγράφου περιβάλλοντος του κ. Ιακώβου, την από κοινού μελέτη και διόρθωση με στόχο την κοινή υπογραφή και καταλλαγή κατά την εκκλησιαστική τάξη. Αρνούμενοι, πέραν του 3ώρου, οι επίσκοποι Ιάκωβος και Ιγνάτιος να υπογράψουν το κείμενο τους και παράλληλα απαιτώντας να υπογράψει ο Σεβ/τος Αττικής κ. Κοσμάς μόνος, κατόπιν της αποχώρησης του Σεβ/του Αττικής, υπέγραψαν φατριαστικώς και εξωσυνοδικώς το μη εγκεκριμένο υπό της Συνόδου κείμενο τους μετά μόλις 4 ιερομονάχων,  παρασύροντας και απλοϊκούς ιερείς ότι αν δεν το υπογράψουν "θα γίνει σχίσμα"! Ο πραγματικός τους σκοπός, όμως, ήταν ακριβώς η μεθοδεύση του ιακωβίτικου σχίσματος και η επιβολή αντικανονικής καθαίρεσης στο Σεβ/το Αττικής κ. Κοσμά, αποπτύοντας ακόμη και την Αρχιεροσύνη τους! Στη συνέχεια επέβαλαν πραξικοπηματικώς, αντισυνοδικώς και κατά πάραβαση των Ιερών Κανόνων "επ' αόριστον αργία" εν είδη καθαίρεσης (!) χωρίς ουσιαστικό κατηγορητήριο και χωρίς δίκη, με τοποθέτηση "Τοποτηρητή". Χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν ούτε τις αδελφές Εκκλησίες Κύπρου και Ρωσσίας, κατήγοροι και δικαστές! Ο Σεβ. Μητροπολίτης Αττικής, λαμβάνοντας υπ' όψιν τους Ιερούς Κανόνες και την Αρχιερατική του ευθύνη έναντι του Θεού, την αντικανονική και ιδιοτελή διαδικασία να αρπάξουν τους Ιερούς Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Αττικής και κατόπιν να τον "ξεφορτωθούν" με καθαίρεση, την απόφαση των Επιτροπών των ενοριών της Αττικής και του Ορθοδόξου λαού να μην ενδώσουν στο πραξικόπημα και το σχίσμα, διέκοψε προσωρινώς (κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες) την Εκκλησιαστική κοινωνία μετά των δύο Αρχιερέων ώστε να τους προφυλάξει από τον ολισθηρό γκρεμό του σχίσματος και παράλληλα να μην αφήσει το λογικό Ποίμνιο βορά στους νοητούς λύκους των αιρέσεων. Την ίδια περίοδο, ο Ιερός Κλήρος της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Κύπρου όπως και η Ιερά Μονή Οσίων Αγιορειτών Πατέρων Οινόης Αττικής καταδικάζουν ομοίως τον φατριασμό και μελετώμενο σχίσμα των 2 επισκόπων και των συνεργατών τους.

Παρά την επιβεβλημένη ενέργεια της διακοπής της κοινωνίας μετά των φατριαστών Αρχιερέων, απάντησε στις δύο προσχηματικές κλήσεις και παρέστη προσωπικώς κατά την τελευταία (παρότι αντικανονικές μέσα σε λίγες μέρες, ενώ απαιτείται τουλάχιστον μήνας κάθε φορά και συνεδρίαση εκτός Σαρακοστής) για να τους γλιτώσει από την αμαρτία του σχίσματος. Το περιβάλλον όμως του επισκόπου Ιακώβου Κιτσαντά και των συνεργατών  είχε ήδη προαποφασίσει το Σχίσμα, την εδραίωση του μίσους και του φανατισμού, σε συνέχεια λαϊκών δικαστηρίων σπίλωσης και συκοφάντησης και στην αγνόησή έγγραφων διευκρινίσεων και καταλλάγης. Έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα του σχίσματος, με ψευδολογίες κατά μίμηση του πατέρα του ψεύδους και με απειλές κατά των ορθοδόξων πιστών και των Ιερών Ναών τους, αρνούμενοι τον διάλογο και την καταλλαγή για να επιτύχουν προσωπικές σκοπιμότητες. Βρήκε υπόσταση σε εμπαθή πρόσωπα ο διάβολος των σχισμάτων.

Σταματούμε τη σύντομη ενημέρωση εδώ, με την ελπίδα να μην χρειαστεί να ενημερώσουμε περαιτέρω πριν την εβδομάδα του Αγίου Πάσχα. Έκαστο μέλος της Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας (κλήρος, μονάζοντες και λαός) καλείται να λάβει την ιστορική ευθύνη ενώπιον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Χριστού, προασπίζοντας την Αποστολική Διαδοχή και Πίστη των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, καλώντας σε μετάνοια και συναίσθηση όσων σχίζουν τον άρραφο χιτώνα του Χριστού σπιλώνοντας τον αιωνόβιο Ιερό Αγώνα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.  Καλή μετάνοια και φώτιση σε όλους μας!

 Θηβών Χρυσόστομος Τελευταία Επιστολή Προς πρ. Μεσσηνιας (5-1-2023) by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd


Αττικής Κοσμά -ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΙΣ- 2023-03-19 by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd


ΕΚΚΛΗΣΙΑ Γ.Ο.Χ. ΚΥΠΡΟΥ by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

Απάντησις Εις Ιγνάτιο 20-2-2024 Για Την Σύγκληση by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

Πρώτη Απολογία Αττικής Κοσμά (10-3-2024) by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

Αττικής Κοσμά Απάντησις Εἰς Την 2αν Κλήσιν Προς Απολογίαν (24-3-2024) by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

Απάντηση Του Αττικής Κοσμά Στην 3η Κλήση Προς Απολογία (2-4-2024) by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

Πρακτικό Συνεδριάσεως Επιτρόπων Ι. Μητρ. Αττικής & Μεγαρίδος 29-2-2024 by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

Δήλωσις Αττικής Κοσμά Πλήρους Αποδοχής Των Οικ. Συνόδων by ΚΗΡΥΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ on Scribd

2024/04/27

Οι δύο φύσεις και το ένα πρόσωπο του Χριστού κατά Ιωάννη Δαμασκηνό


Ο ΙΕΡΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΑΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΥΜΦΙΟ ΧΡΙΣΤΟ 
ΣΤΟΥΣ ΟΝΤΩΣ ΧΡΙΣΤΟΜΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΕΜΠΟΡΟΥΣ

Ο Ιωάννης  Δαμασκηνός, ακολουθώντας τη χαλκηδόνια συνοδική και πατερική παράδοση,
τονίζει με έμφαση την ενότητα του προσώπου και τη δυαδικότητα των φύσεων του Χριστού. Για να διατυπώσει όμως τη δογματική αυτή αλήθεια δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στη δυοφυσιτική φόρμουλα του Όρου της Χαλκηδόνας, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός ως σαρκωμένος Λόγος γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν», αλλά χρησιμοποιεί τόσο την κυρίλλεια φόρμουλα «εκ δύο φύσεων» όσο και την αντιοχειανή και λεόντεια φόρμουλα «δύο φύσεις», ύστερα μάλιστα από τη διακήρυξη της δογματικής ισοδυναμίας τους με τη χαλκηδόνια δυοφυσιτική φόρμουλα από την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο Χριστός είναι γι’ αυτόν ένα πρόσωπο ή μία υπόσταση, το πρόσωπο και η υπόσταση του Θεού Λόγου, που συνίσταται «εκ δύο φύσεων», γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν» και είναι «δύο φύσεις» ή καλύτερα γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν» και είναι «δύο φύσεις», επειδή συνίσταται «εκ δύο φύσεων». Οι δύο φύσεις νοούνται κατ’ αυτόν, όπως και κατά τον άγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας και τη σύνοδο της Χαλκηδόνας, ως θεότητα και ανθρωπότητα.

Καίτοι όμως ένα είναι το πρόσωπο και η υπόσταση του Χριστού, ο Θεός Λόγος, το όνομα Χριστός, όπως τονίζει ο Δαμασκηνός, δεν δηλώνει μόνο τη μία φύση, τη θεία, αλλά και τις δύο φύσεις, γιατί είναι όνομα που συνδέεται με την ενανθρώπηση. Ο ενανθρωπήσας λέγεται Χριστός, γιατί, όπως σημειώνει κατά λέξη, στηριζόμενος στο Γρηγόριο Θεολόγο, «αυτός… εαυτόν έχρισε, χρίων μεν ως Θεός το σώμα τη θεότητι αυτού, χριόμενος δε ως άνθρωπος. αυτός γαρ εστί τούτο κακείνο. Χρίσις δε η θεότης της ανθρωπότητος» .

Ο Χριστός έχοντας δύο φύσεις, έχει εν ταυτώ διπλή τελειότητα, διπλή ομοουσιότητα και διπλή γέννηση. Είναι δηλ. τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος με τον Πατέρα του και το Άγ. Πνεύμα και ομοούσιος με τη μητέρα του και με μας, καθώς και προαιώνια γεννηθείς από τον Πατέρα του κατά τη θεότητα και επ’ εσχάτων των ημερών από τη μητέρα του κατά την ανθρωπότητα για την επιτέλεση του σωτηριώδους έργου της θείας οικονομίας .

Οι δύο φύσεις του είναι ενωμένες στην υπόσταση του Λόγου «κατά σύνθεσιν» ή «καθ’ υπόστασιν», όπως είπαμε, και μάλιστα «ατρέπτως και ασυγχύτως και αναλλοιώτως και αδιαιρέτως και αδιασπάστως» , και ως εκ τούτου διακρίνονται μεταξύ τους, όπως τονίζει ο Δαμασκηνός, ακολουθώντας εν προκειμένω πιστά τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και της Ε΄ Οικουμενικής συνόδου, μόνον «κατ’ επίνοιαν και θεωρίαν». Ωστόσο η διάκριση αυτή, λόγω της ασύγχυτης και άτρεπτης ένωσης των δύο φύσεων, είναι πραγματική, με αποτέλεσμα να σώζονται και μετά την ένωση αναλλοίωτα τα φυσικά τους ιδιώματα και η ουσιώδης διαφορά τους. Άλλωστε αυτό ακριβώς αποτελεί κατ’ αυτόν το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της «καθ’ υπόστασιν» ένωσης των δύο φύσεων στο Χριστό: το ότι δηλ. όχι μόνο τηρείται αλώβητη η ενότητα του προσώπου του, αλλά διασώζεται αναλλοίωτη και η ουσιώδης διαφορά των δύο φύσεών του. «Το γαρ κτιστόν», τονίζει χαρακτηριστικά ο Δαμασκηνός, «μεμένηκε κτιστόν, και το άκτιστον, άκτιστον. Το θνητόν έμεινε θνητόν, και το αθάνατον, αθάνατον. το περιγραπτόν, περιγραπτόν. το απερίγραπτον, απερίγραπτον, το ορατόν, ορατόν, και το αόρατον, αόρατον. “Το μεν διαλάμπει τοις θαύμασι, το δε ταις ύβρεσιν υποπέπτωκεν”». Έτσι ενώ η θεότητα του Χριστού είναι απαθής, η ανθρώπινη φύση του εξακολουθεί να παραμένει παθητή και μετά την «καθ’ υπόστασιν» ένωση.

Για να κάνει κατανοητή την αλήθεια αυτή, ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα, αν και επισημαίνει ότι είναι αδύνατο να υπάρξει κατάλληλο παράδειγμα, που να μπορεί να παραστήσει επακριβώς τις αλήθειες του ορθοδόξου δόγματος. Όπως, όταν ένα τσεκούρι κόψει ένα ηλιόλουστο δένδρο, ο ήλιος μένει απαθής, ή όταν πέσει νερό σε πυρακτωμένο σίδηρο, σβήνει τη φωτιά, χωρίς να βλάψει το σίδηρο, το ίδιο, λέει, συμβαίνει mutatis mutandis και με τις δύο φύσεις του Χριστού. όταν έπαθε η σάρκα του, η θεότητά του ως απαθής δεν οικειώθηκε το πάθος, παρόλο που ήταν αχώριστα ενωμένη μ’ αυτήν.

Κατόπιν τούτων δεν μπορεί να γίνει λόγος για μία φύση στο Χριστό με την ευτυχιανική ή τη γενικότερη αντιχαλκηδονική έννοια του όρου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγχυση, φυρμό και ανάκραση των φύσεων, δηλ. σε σαφή Μονοφυσιτισμό. Βεβαίως ο Δαμασκηνός δεν αγνοεί τη χρήση και τη θεολογική νομιμότητα της κυρίλλειας φόρμουλας «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ερμηνεία και τη θεώρησή της από την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο ως δογματικά ισοδύναμης με τη δυοφυσιτική φόρμουλα του Όρου της Χαλκηδόνας. Ωστόσο στηριζόμενος στη Β΄ Προς Σούκκενσο επιστολή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και επικαλούμενος τη σχετική ερμηνεία του Λεοντίου του Βυζαντίου, αντιλαμβάνεται τη φράση «μία φύσις» της φόρμουλας αυτής ως αναφερόμενη όχι στην υπόσταση αλλά στη θεία φύση του Λόγου . Η ανθρώπινη δηλ. φύση του δηλώνεται στη φόρμουλα αυτή με τη μετοχή «σεσαρκωμένη».

Εξάλλου δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος στο Χριστό ούτε και για μία σύνθετη φύση αποτελούμενη «εκ θεότητος και ανθρωπότητος». Ο Δαμασκηνός θεωρεί άκρως επικίνδυνη και απαράδεκτη τη σεβηριανή φράση «σύνθετη φύση» και υιοθετεί αντ’ αυτής την καθιερωμένη ήδη στην προγενέστερη ορθόδοξη παράδοση φράση «σύνθετη υπόσταση», με την καππαδοκική ασφαλώς έννοια του όρου «υπόσταση» που σημαίνει «πρόσωπο» και όχι με την αλεξανδρινή που σημαίνει «ουσία» ή «φύση». Η διάκριση των όρων «φύσις» και «υπόστασις» είναι γι’ αυτόν καθοριστική για την κατανόηση και διατύπωση της ορθόδοξης Χριστολογίας. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί εύστοχα, αιτία της πλάνης των αιρετικών, και συγκεκριμένα των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών, είναι η ταύτιση που κάνουν στους όρους «φύση» και «υπόσταση». Και ο Σεβήρος λ.χ. κάνει λόγο για «σύνθετη υπόσταση». επειδή όμως ταυτίζει τη «φύση» με την «υπόσταση», «σύνθετη υπόσταση» σημαίνει γι’ αυτόν «σύνθετη φύση».

Η θεώρηση του Χριστού ως «σύνθετης φύσης» είναι κατά το Δαμασκηνό απαράδεκτη, γιατί θίγει ευθέως τη διπλή ομοουσιότητα και τελειότητα των δύο φύσεων του Χριστού. Η σύνθετη φύση, όπως επισημαίνει, δεν μπορεί να είναι ομοούσια με καμιά από τις δύο φύσεις απ’ τις οποίες έγινε η σύνθεση, αφού θα αποτελούσε κάτι διαφορετικό από τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Το σώμα λ.χ. που έχει προκύψει από τη σύνθεση των τεσσάρων στοιχείων (της φωτιάς, του αέρα, του ύδατος και της γης), ή ο άνθρωπος που έχει προκύψει από τη σύνθεση ψυχής και σώματος δεν είναι ομοούσια όντα με κανένα από τα στοιχεία που τα απαρτίζουν. Ο Χριστός όμως μετά την «καθ’ υπόστασιν» ένωση των δύο φύσεών του, μένοντας ο ίδιος τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα του και το Άγ. Πνεύμα κατά τη θεία του φύση και ομοούσιος με τη μητέρα του και με μας κατά την ανθρώπινη φύση του. Κατά συνέπεια, αν θεωρηθεί ως «σύνθετη φύση», δεν μπορεί να ονομασθεί ούτε Θεός ούτε άνθρωπος, αλλά μόνο Χριστός, και μάλιστα το όνομα αυτό δεν θα δηλώνει την υπόστασή του αλλά τη μία αυτή σύνθετη φύση του.

Αντίθετα η θεώρηση του Χριστού ως «σύνθετης υπόστασης» διασφαλίζει κατά το Δαμασκηνό τόσο την ενότητα του προσώπου του όσο και τη διπλή ομοουσιότητα και τελειότητά του. Αρκεί βεβαίως να νοείται ορθόδοξα, ότι δηλ. η απλή και ασύνθετη υπόσταση του Λόγου προ της σαρκώσεως, με την ενανθρώπηση γίνεται σύνθετη από δύο τέλειες φύσεις, της θεότητας και της ανθρωπότητας, ενώνοντας «καθ’ υπόστασιν» στον εαυτό της τη θεία με την ανθρώπινη φύση.

Για να παραστήσει σαφώς την έννοια, με την οποία νοείται ο Χριστός ως σύνθετη υπόσταση, ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί ως παράδειγμα το πυρακτωμένο μαχαίρι. Όπως όταν προσεγγίσει το σιδερένιο μαχαίρι στη φωτιά πυρακτώνεται, και γίνεται έτσι η πρώην απλή υπόστασή του σύνθετη, προσλαμβάνοντας στον εαυτό της εκτός από την ενυπάρχουσα φύση του σιδήρου και τη φύση της φωτιάς, χωρίς μάλιστα να αλλοιώνεται καμία από τις δύο αυτές φύσεις, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Χριστός. ενώ ως Υιός και Λόγος του Θεού αποτελεί μία από τις υποστάσεις της τριαδικής θεότητος, έχοντας στην υπόστασή του ολόκληρη τη θεία φύση ανελλιπή, με το να προσλάβει στον εαυτό του την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο Μαρία, έγινε από απλή υπόσταση, που ήταν, σύνθετη, έχοντας εφεξής στην υπόστασή του εκτός από την ενυπάρχουσα φύση της θεότητος και την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε.

Ως εκ τούτου ο Χριστός ως σύνθετη υπόσταση αποκτά κατά το Δαμασκηνό ένα «ιδιαίτατο ιδίωμα», κατά το οποίο παρά τη διπλή τελειότητα και ομοουσιότητά του διαφέρει τόσο από τον Πατέρα του και το Άγ. Πνεύμα όσο και από τη μητέρα του και τους λοιπούς ανθρώπους κατά το ότι ο ίδιος είναι εν ταυτώ Θεός και άνθρωπος . Γι’ αυτό και μπορεί να ονομάζεται όχι μόνο «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος» λόγω των δύο τελείων φύσεών του, αλλά και «όλος Θεός και όλος άνθρωπος» λόγω της μιας υποστάσεως των δύο φύσεών του .

Η «καθ’ υπόστασιν» ή «κατά σύνθεσιν» ένωση των δύο φύσεων στη μια σύνθετη υπόσταση του Λόγου συνεπάγεται κατά το Δαμασκηνό α) τη μεταξύ τους περιχώρηση, β) την αντίδοση των φυσικών τους ιδιωμάτων, γ) τη θέωση της ανθρώπινης φύσης και δ) τη μία προσκύνηση του Χριστού.

Κατ’ αρχήν, όσον αφορά στην περιχώρηση των δύο φύσεων, πρέπει να τονίσουμε ότι ο Δαμασκηνός τη θεωρεί τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την «καθ’ υπόστασιν» ή «κατά σύνθεσιν» ένωση, μέχρι του σημείου να δέχεται σαφώς τη μεταξύ τους πλήρη εννοιολογική ταυτότητα. Εξάλλου, όπως επισημαίνει, όταν γίνεται λόγος για την περιχώρηση των φύσεων, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η περιχώρηση γίνεται από τη θεία φύση προς την ανθρώπινη, και όχι αντίστροφα, γιατί η θεία φύση είναι αυτή που περνάει απ’ όλα τα όντα και τα περιχωρεί, ενώ μέσα απ’ αυτήν δεν μπορεί να περάσει τίποτε. Για να καταστήσει δε σαφή την έννοια της περιχώρησης των φύσεων, χρησιμοποιεί και πάλι το παράδειγμα του πυρακτωμένου σιδήρου. Όπως η φωτιά περνάει μέσα από το σίδηρο, χωρίς η φύση του σιδήρου να μπορεί να μεταβληθεί στη φύση της φωτιάς, ανάλογα συμβαίνει και με την περιχώρηση μεταξύ των δύο φύσεων του Χριστού.

Η αντίδοση επίσης των φυσικών ιδιωμάτων ως συνέπεια της «καθ’ υπόστασιν» ένωσης νοείται κατά το Δαμασκηνό με την έννοια της οικειώσεως εκ μέρους του Λόγου όλων των ιδιωμάτων της ανθρώπινης φύσης του, αλλά και της ταυτόχρονης μεταδόσεως σ’ αυτήν όλων των ιδιωμάτων της θείας φύσης του, ώστε να θεωρείται ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος, και κτιστός και άκτιστος, και παθητός και απαθής, αποκαλούμενος όχι μόνο «Θεός παθητός… και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος», λόγω της ανθρώπινης φύσης του, αλλά και «παιδίον προαιώνιον και άνθρωπος άναρχος», λόγω της θείας φύσης του. «Ούτος εστιν ο τρόπος της αντιδόσεως», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δαμασκηνός, «εκατέρας φύσεως αντιδιδούσης τη ετέρα τα ίδια δια την της υποστάσεως ταυτότητα και την εις άλληλα αυτών περιχώρησιν».

Όσον αφορά στη θέωση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, αυτή συντελέστηκε κατά το Δαμασκηνό «εξ άκρας συλλήψεως», ταυτόχρονα με την «καθ’ υπόστασιν» ένωση. Στηριζόμενος ο ιερός πατήρ στο Γρηγόριο Θεολόγο , χαρακτηρίζει τη θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού «ομόθεο» και «Θεό». Όπως όμως διευκρινίζει, η θέωση αυτή δεν συνέβη «κατά μεταβολήν φύσεως ή τροπήν ή αλλοίωσιν ή σύγχυσιν». Όπως η ενανθρώπηση έγινε χωρίς τροπή της θείας φύσης σε ανθρώπινη, έτσι και η θέωση έγινε χωρίς τροπή της ανθρώπινης φύσης σε θεία. Και οι δύο φύσεις έμειναν και μετά την ένωση άτρεπτες και ασύγχυτες, διατηρώντας η κάθε μια αλώβητα τα φυσικά της ιδιώματα. Απλώς με τη θέωση η ανθρώπινη φύση, λόγω της «καθ’ υπόστασιν» ένωσής της με το Λόγο, εμπλουτίστηκε με τις θείες ενέργειες, χωρίς να μειωθεί καθόλου ως προς τις φυσικές της ιδιότητες, και ενεργούσε τα θεία όχι με τη δική της ενέργεια, αλλά με την ενέργεια του Λόγου, ο οποίος εκδήλωνε την ενέργειά του μέσω της ανθρώπινης φύσης του.

Για να παρουσιάσει παραστατικά την έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσης του Χριστού ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί και πάλι ως παράδειγμα τον πυρακτωμένο σίδηρο. Όπως αυτός καίει, όχι γιατί έχει ως σίδηρος αφ’ εαυτού την καυστική ιδιότητα, αλλά γιατί την αποκτά εξαιτίας της ένωσής του με τη φωτιά, χωρίς με την πύρωση να μεταβάλλεται η φύση του στη φύση της φωτιάς, το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. καίτοι θεωμένη εξαιτίας της «καθ’ υπόστασιν» ένωσής της με το Θεό Λόγο, δεν αποβάλλει τα φυσικά της ιδιώματα.

Με άλλα λόγια, θεωθείσα η σάρκα του Χριστού, ενώ ήταν θνητή και φθαρτή καθ’ εαυτήν, έγινε ζωοποιός, χωρίς να αποστεί καθόλου από την κατά φύση θνητότητα και φθαρτότητά της. Η δε ψυχή του εμπλουτισθείσα με τις θείες ενέργειες απέκτησε τη θεία σοφία και χάρη και τη γνώση των μελλόντων, καθώς και τη δυνατότητα του θαυματουργείν. Κι’ αυτό δεν συνέβη κατά το Δαμασκηνό βαθμιαία με την αύξηση της ηλικίας του Χριστού, όπως δέχονταν ο Νεστόριος και οι οπαδοί του, που απέρριπταν την «καθ’ υπόστασιν» ένωση, αλλά «εξ άκρας υπάρξεως», ταυτόχρονα με την «καθ’ υπόστασιν» ένωση. Απλώς ο Χριστός με την αύξηση της ηλικίας του φανέρωνε βαθμιαία την ενυπάρχουσα σ’ αυτόν σοφία και χάρη, καθώς και τις λοιπές θείες ιδιότητες που απέκτησε με τη θέωση η ανθρώπινη φύση του.

Ως βασική τέλος συνέπεια της «καθ’ υπόστασιν» ένωσης αποτελεί κατά το Δαμασκηνό η μία προσκύνηση του Χριστού. Ο σαρκωμένος Λόγος ως Θεός και άνθρωπος προσκυνείται κατ’ αυτόν με μία προσκύνηση, κατά την οποία συμπροσκυνείται μαζί με το Θεό Λόγο και η ανθρώπινη φύση του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, όπως διευκρινίζει, ότι προσκυνώντας την ανθρώπινη φύση του λατρεύουμε την κτίση, γιατί δεν την προσκυνούμε ως κοινή και ευτελή φύση, αλλά ως θεωμένη και ενωμένη με τη θεότητα στο πρόσωπο και την υπόσταση του Θεού Λόγου. Κι’ όπως φοβούμαστε να αγγίξουμε το αναμμένο κάρβουνο ή το πυρακτωμένο μαχαίρι όχι εξαιτίας του ξύλου ή του σιδήρου, αλλά εξαιτίας της φωτιάς που είναι ενωμένη μ’ αυτά, έτσι προσκυνώντας το σαρκωμένο Λόγο, συμπροσκυνούμε και την ανθρώπινη φύση του, όχι εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης καθ’ εαυτήν, αλλά εξαιτίας της ένωσής της με το Θεό Λόγο . Ούτε πάλι η προσκύνηση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού σημαίνει κατ’ αυτόν ότι παρεισάγουμε ως προσκυνητό τέταρτο πρόσωπο στην Αγ. Τριάδα, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν έχει δικό της ξεχωριστό πρόσωπο κατά τη νεστοριανική αντίληψη, αλλά πρόσωπό της είναι το πρόσωπο της θείας φύσης, ο Θεός Λόγος.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. Kotter /Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ/Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

J. D. Mansi/Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio

2024/04/25

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΙΕΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (1)

 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

Κεφάλαιο 1: Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές. «Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον  Πατέρα παρά μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας». Και το άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού, όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά την πρώτη εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό, παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω, και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ. Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως του Θεού. Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του, τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό. Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά. Διότι ο Θεός είναι αγαθός και μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλια ούτε σε κάποιο άλλο πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής και μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ας αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση. 

Κεφάλαιο 6: Για το Λόγο του Θεού.
 Αυτός λοιπόν ο ένας και μοναδικός Θεός δεν είναι άλογος. Εφόσον έχει Λόγο, δεν θα είναι χωρίς υπόσταση, ούτε θα έχει αρχή και τέλος η ύπαρξή του. Διότι, δεν υπήρχε χρόνος, που να μην υπήρχε ο Θεός Λόγος. (Ο Θεός) έχει πάντοτε το Λόγο του, γεννημένο απ’ Αυτόν· δεν είναι ανυπόστατος και σκορπισμένος στον αέρα όπως ο δικός μας λόγος, αλλά είναι ενυπόστατος, ζωντανός, τέλειος. Δεν προχωρεί έξω απ’ Αυτόν, αλλά είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του. Διότι, πού θα είναι, αν βγει έξω απ’ Αυτόν; Επειδή, δηλαδή, η δική μας φύση είναι θνητή και φθαρτή, γι’ αυτό και ο λόγος μας είναι ανυπόστατος. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αιώνιος και τέλειος, θα έχει και το Λόγο του τέλειο και ενυπόστατο, αιώνιο, ζωντανό και κάτοχο όλων όσων κατέχει και ο γεννήτοράς του. Διότι, όπως ακριβώς ο δικός μας λόγος προέρχεται από το νου αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτόν και ούτε είναι σε όλα διαφορετικός —διότι, αν και προέρχεται από το νου είναι κάτι άλλο απ’ αυτόν· και παρόλο που φανερώνει το νου, δεν είναι σε όλα διαφορετικός από το νου· αλλά, όντας κατά τη φύση όμοιος, είναι διαφορετικός στην υπόσταση— έτσι και ο Λόγος του Θεού, με τη δική του υπόσταση είναι διαφορετικός μ’ Εκείνον (γεννήτορα), από τον οποίο έλαβε την υπόσταση· επειδή όμως δείχνει τα ίδια που βλέπουμε στο Θεό (Πατέρα), είναι ο ίδιος στη φύση μ’ εκείνον. Διότι, όπως βλέπουμε τον Πατέρα να είναι τέλειος σε όλα, το ίδιο βλέπουμε και στο Λόγο που γεννήθηκε απ’ Αυτόν.

Κεφάλαιο 8 Για την Αγία Τριάδα: Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο, αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο, απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο, ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα, με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται, και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον, επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα· είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν.

Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα. Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». (Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο οποίος και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό, μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα.

Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως· διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας· κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση.

Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα. Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι, δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο.

Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο.

Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ο,τι φτιάχνει, το κάνει από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν, δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος.

Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος· γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους. Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη.

Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα. Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο, αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας. Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο.

Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού. Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως, ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού. Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως.

Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν» σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο «ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο, δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν. Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες. Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο. Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.

Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη». Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος, δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι «μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη φωτιά.

Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα). Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει, κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός». Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα, όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό, το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της εξουσιάζεται από τη φθορά.

Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό· το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές, που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο· που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων· είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα, μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση. Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση, αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου και του γεννητού.

Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.

Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός, ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως.

Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση, για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα. Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο του δεν είναι σπίτι.

Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως, της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας, ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του. Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση, και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη. Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια, μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη λογική.

Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι. Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά, επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε, δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους. Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’ ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»· ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική διαίρεση.

Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε, ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’ αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος, τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε.

Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος· διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό, επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

Κεφάλαιο 9: Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό. Το θείο είναι απλό και ασύνθετο. Ενώ αυτό που αποτελείται από πολλά και διάφορα στοιχεία είναι σύνθετο. Εάν όμως θεωρήσουμε το άκτιστο, το άναρχο, το ασώματο, το αθάνατο, το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό και τα παρόμοια ως ουσιαστικές διαφορές για το Θεό, εφόσον αποτελείται από τόσα πολλά στοιχεία, δεν θα είναι απλός αλλά σύνθετος, πράγμα που συνιστά τη μεγαλύτερη ασέβεια. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε ότι καθετί που λέγεται για το Θεό δεν δηλώνει τί είναι κατ’ ουσία ο Θεός, αλλά ή δείχνει τί δεν είναι, ή δηλώνει κάποια σχέση με κάτι αντίθετο, ή φανερώνει κάτι παρεπόμενο της φύσεως, ή δείχνει κάποια ενέργεια.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυριότερο απ’ όλα τα λεγόμενα ονόματα για το Θεό είναι το όνομα «ο Ων», όπως το λέει ο ίδιος τη στιγμή που αποκρίνεται στο Μωϋσή πάνω στο βουνό: «Είπα στα παιδιά του Ισραήλ· μ’ έστειλε ο Ων». Διότι περιέκλεισε στον εαυτό του να έχει όλη την ύπαρξη, σαν κάποιο άπειρο και απεριόριστο πέλαγος υπάρξεως. Και όπως λέει ο άγιος Διονύσιος, το όνομα «αγαθός». Διότι δεν επιτρέπεται να πούμε για το Θεό ότι πρώτα υπάρχει και έπειτα είναι αγαθός. Δεύτερο όνομα είναι το «Θεός», το οποίο προέρχεται ή από τη λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τα σύμπαντα, ή από τη λέξη «αίθειν», που σημαίει καίει –«διότι ο Θεός είναι φωτιά που όλα τα καίει», και μαζί κάθε κακία–, ή προέρχεται από τη φράση «βλέπει τα πάντα»· διότι είναι αλάθητος και όλα τα εποπτεύει. Διότι τα είδε «όλα προτού να γίνουν», αφού τα είχε προαιώνια στο νου του· και το καθετί δημιουργήθηκε στον καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της θελήσεώς του, το οποίο περιλαμβάνει τον προορισμό, την εικόνα και το παράδειγμα. Το πρώτο, λοιπόν, όνομα εκφράζει την ίδια την ύπαρξη και τη φύση της, ενώ το δεύτερο εκφράζει την ενέργεια. Τα ονόματα πάλι άναρχο, άφθαρτο και αγένητο, δηλαδή αδημιούργητο, ασώματο, αόρατο και τα παρόμοια, δηλώνουν τί δεν είναι· δηλαδή, ότι η ύπαρξή του δεν έχει αρχή, δεν φθείρεται, δεν έχει δημιουργηθεί, δεν είναι σώμα και δεν είναι ορατή. Τα ονόματα πάλι αγαθός, δίκαιος, όσιος και τα όμοια έχουν σχέση με τη φύση (ουσία), αλλά δεν δηλώνουν την ίδια την ουσία. Τα ονόματα Κύριος, βασιλεύς και τα όμοια δείχνουν τη σχέση μ’ αυτά που αντιδιαστέλλονται· διότι ονομάζεται Κύριος αυτών που τους κυριεύει, βασιλεύς αυτών που κυβερνά, δημιουργός αυτών δημιουργεί και ποιμένας αυτών που ποιμαίνει.

Για τη θεία ένωση και διάκριση. Όλα, λοιπόν, αυτά τα ονόματα πρέπει να τα θεωρήσουμε κοινά και τα ίδια για όλη τη θεότητα με απλότητα, χωρίς διαίρεση και ενωμένα· νοούμε χωριστά μόνο τα ονόματα Πατέρας, Υιός και Πνεύμα καθώς και τα αναίτιος, αιτιατός, αγέννητος, γεννητός, εκπορευτό, τα οποία δεν φανερώνουν την ουσία, αλλά τη σχέση μεταξύ τους και τον τρόπο της υπάρξεώς τους. Όταν, λοιπόν, τα γνωρίσουμε αυτά και μας οδηγήσουν προς τη θεία ουσία, δεν κατανοούμε την ίδια την ουσία, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Όπως ακριβώς, εάν γνωρίσουμε ότι η ψυχή είναι χωρίς σώμα, μέγεθος και σχήμα, δεν σημαίνει ότι κατανοήσαμε αμέσως και την ουσία της· το ίδιο και με το σώμα, εάν γνωρίσουμε ότι είναι λευκό ή μαύρο, δεν γνωρίσαμε την ουσία του, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η αληθινή διδασκαλία διδάσκει ότι το θείο είναι απλό και έχει μια απλή ενέργεια, που είναι αγαθή· αυτή ενεργεί το καθετί σε όλα, όπως η ακτίνα του ήλιου, η οποία τα θερμαίνει όλα και ενεργεί στο καθένα ανάλογα με τη φυσική του διάθεση και τη δεκτική του ικανότητα· διότι έχει λάβει αυτού του είδους την ενέργεια από το Θεό που το δημιούργησε.

Εξαιρούνται βέβαια όσα γεγονότα αναφέρονται στη θεία και φιλάνθρωπη ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Διότι δεν είχαν συμμετάσχει σ’ αυτά με κανένα τρόπο ούτε ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα, παρά μόνον με την καλή τους θέληση και την ανέκφραστη θαυματουργία, την οποία πραγματοποίησε για μας με την ενανθρώπησή του ο Λόγος του Θεού, σαν αναλλοίωτος Θεός και Υιός του Θεού.