2024/04/27

Οι δύο φύσεις και το ένα πρόσωπο του Χριστού κατά Ιωάννη Δαμασκηνό


Ο ΙΕΡΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΑΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΥΜΦΙΟ ΧΡΙΣΤΟ 
ΣΤΟΥΣ ΟΝΤΩΣ ΧΡΙΣΤΟΜΑΧΟΥΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΕΜΠΟΡΟΥΣ

Ο Ιωάννης  Δαμασκηνός, ακολουθώντας τη χαλκηδόνια συνοδική και πατερική παράδοση,
τονίζει με έμφαση την ενότητα του προσώπου και τη δυαδικότητα των φύσεων του Χριστού. Για να διατυπώσει όμως τη δογματική αυτή αλήθεια δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στη δυοφυσιτική φόρμουλα του Όρου της Χαλκηδόνας, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός ως σαρκωμένος Λόγος γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν», αλλά χρησιμοποιεί τόσο την κυρίλλεια φόρμουλα «εκ δύο φύσεων» όσο και την αντιοχειανή και λεόντεια φόρμουλα «δύο φύσεις», ύστερα μάλιστα από τη διακήρυξη της δογματικής ισοδυναμίας τους με τη χαλκηδόνια δυοφυσιτική φόρμουλα από την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο Χριστός είναι γι’ αυτόν ένα πρόσωπο ή μία υπόσταση, το πρόσωπο και η υπόσταση του Θεού Λόγου, που συνίσταται «εκ δύο φύσεων», γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν» και είναι «δύο φύσεις» ή καλύτερα γνωρίζεται «εν δύο φύσεσιν» και είναι «δύο φύσεις», επειδή συνίσταται «εκ δύο φύσεων». Οι δύο φύσεις νοούνται κατ’ αυτόν, όπως και κατά τον άγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας και τη σύνοδο της Χαλκηδόνας, ως θεότητα και ανθρωπότητα.

Καίτοι όμως ένα είναι το πρόσωπο και η υπόσταση του Χριστού, ο Θεός Λόγος, το όνομα Χριστός, όπως τονίζει ο Δαμασκηνός, δεν δηλώνει μόνο τη μία φύση, τη θεία, αλλά και τις δύο φύσεις, γιατί είναι όνομα που συνδέεται με την ενανθρώπηση. Ο ενανθρωπήσας λέγεται Χριστός, γιατί, όπως σημειώνει κατά λέξη, στηριζόμενος στο Γρηγόριο Θεολόγο, «αυτός… εαυτόν έχρισε, χρίων μεν ως Θεός το σώμα τη θεότητι αυτού, χριόμενος δε ως άνθρωπος. αυτός γαρ εστί τούτο κακείνο. Χρίσις δε η θεότης της ανθρωπότητος» .

Ο Χριστός έχοντας δύο φύσεις, έχει εν ταυτώ διπλή τελειότητα, διπλή ομοουσιότητα και διπλή γέννηση. Είναι δηλ. τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος με τον Πατέρα του και το Άγ. Πνεύμα και ομοούσιος με τη μητέρα του και με μας, καθώς και προαιώνια γεννηθείς από τον Πατέρα του κατά τη θεότητα και επ’ εσχάτων των ημερών από τη μητέρα του κατά την ανθρωπότητα για την επιτέλεση του σωτηριώδους έργου της θείας οικονομίας .

Οι δύο φύσεις του είναι ενωμένες στην υπόσταση του Λόγου «κατά σύνθεσιν» ή «καθ’ υπόστασιν», όπως είπαμε, και μάλιστα «ατρέπτως και ασυγχύτως και αναλλοιώτως και αδιαιρέτως και αδιασπάστως» , και ως εκ τούτου διακρίνονται μεταξύ τους, όπως τονίζει ο Δαμασκηνός, ακολουθώντας εν προκειμένω πιστά τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και της Ε΄ Οικουμενικής συνόδου, μόνον «κατ’ επίνοιαν και θεωρίαν». Ωστόσο η διάκριση αυτή, λόγω της ασύγχυτης και άτρεπτης ένωσης των δύο φύσεων, είναι πραγματική, με αποτέλεσμα να σώζονται και μετά την ένωση αναλλοίωτα τα φυσικά τους ιδιώματα και η ουσιώδης διαφορά τους. Άλλωστε αυτό ακριβώς αποτελεί κατ’ αυτόν το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της «καθ’ υπόστασιν» ένωσης των δύο φύσεων στο Χριστό: το ότι δηλ. όχι μόνο τηρείται αλώβητη η ενότητα του προσώπου του, αλλά διασώζεται αναλλοίωτη και η ουσιώδης διαφορά των δύο φύσεών του. «Το γαρ κτιστόν», τονίζει χαρακτηριστικά ο Δαμασκηνός, «μεμένηκε κτιστόν, και το άκτιστον, άκτιστον. Το θνητόν έμεινε θνητόν, και το αθάνατον, αθάνατον. το περιγραπτόν, περιγραπτόν. το απερίγραπτον, απερίγραπτον, το ορατόν, ορατόν, και το αόρατον, αόρατον. “Το μεν διαλάμπει τοις θαύμασι, το δε ταις ύβρεσιν υποπέπτωκεν”». Έτσι ενώ η θεότητα του Χριστού είναι απαθής, η ανθρώπινη φύση του εξακολουθεί να παραμένει παθητή και μετά την «καθ’ υπόστασιν» ένωση.

Για να κάνει κατανοητή την αλήθεια αυτή, ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα, αν και επισημαίνει ότι είναι αδύνατο να υπάρξει κατάλληλο παράδειγμα, που να μπορεί να παραστήσει επακριβώς τις αλήθειες του ορθοδόξου δόγματος. Όπως, όταν ένα τσεκούρι κόψει ένα ηλιόλουστο δένδρο, ο ήλιος μένει απαθής, ή όταν πέσει νερό σε πυρακτωμένο σίδηρο, σβήνει τη φωτιά, χωρίς να βλάψει το σίδηρο, το ίδιο, λέει, συμβαίνει mutatis mutandis και με τις δύο φύσεις του Χριστού. όταν έπαθε η σάρκα του, η θεότητά του ως απαθής δεν οικειώθηκε το πάθος, παρόλο που ήταν αχώριστα ενωμένη μ’ αυτήν.

Κατόπιν τούτων δεν μπορεί να γίνει λόγος για μία φύση στο Χριστό με την ευτυχιανική ή τη γενικότερη αντιχαλκηδονική έννοια του όρου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγχυση, φυρμό και ανάκραση των φύσεων, δηλ. σε σαφή Μονοφυσιτισμό. Βεβαίως ο Δαμασκηνός δεν αγνοεί τη χρήση και τη θεολογική νομιμότητα της κυρίλλειας φόρμουλας «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ερμηνεία και τη θεώρησή της από την Ε΄ Οικουμενική σύνοδο ως δογματικά ισοδύναμης με τη δυοφυσιτική φόρμουλα του Όρου της Χαλκηδόνας. Ωστόσο στηριζόμενος στη Β΄ Προς Σούκκενσο επιστολή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και επικαλούμενος τη σχετική ερμηνεία του Λεοντίου του Βυζαντίου, αντιλαμβάνεται τη φράση «μία φύσις» της φόρμουλας αυτής ως αναφερόμενη όχι στην υπόσταση αλλά στη θεία φύση του Λόγου . Η ανθρώπινη δηλ. φύση του δηλώνεται στη φόρμουλα αυτή με τη μετοχή «σεσαρκωμένη».

Εξάλλου δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος στο Χριστό ούτε και για μία σύνθετη φύση αποτελούμενη «εκ θεότητος και ανθρωπότητος». Ο Δαμασκηνός θεωρεί άκρως επικίνδυνη και απαράδεκτη τη σεβηριανή φράση «σύνθετη φύση» και υιοθετεί αντ’ αυτής την καθιερωμένη ήδη στην προγενέστερη ορθόδοξη παράδοση φράση «σύνθετη υπόσταση», με την καππαδοκική ασφαλώς έννοια του όρου «υπόσταση» που σημαίνει «πρόσωπο» και όχι με την αλεξανδρινή που σημαίνει «ουσία» ή «φύση». Η διάκριση των όρων «φύσις» και «υπόστασις» είναι γι’ αυτόν καθοριστική για την κατανόηση και διατύπωση της ορθόδοξης Χριστολογίας. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί εύστοχα, αιτία της πλάνης των αιρετικών, και συγκεκριμένα των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών, είναι η ταύτιση που κάνουν στους όρους «φύση» και «υπόσταση». Και ο Σεβήρος λ.χ. κάνει λόγο για «σύνθετη υπόσταση». επειδή όμως ταυτίζει τη «φύση» με την «υπόσταση», «σύνθετη υπόσταση» σημαίνει γι’ αυτόν «σύνθετη φύση».

Η θεώρηση του Χριστού ως «σύνθετης φύσης» είναι κατά το Δαμασκηνό απαράδεκτη, γιατί θίγει ευθέως τη διπλή ομοουσιότητα και τελειότητα των δύο φύσεων του Χριστού. Η σύνθετη φύση, όπως επισημαίνει, δεν μπορεί να είναι ομοούσια με καμιά από τις δύο φύσεις απ’ τις οποίες έγινε η σύνθεση, αφού θα αποτελούσε κάτι διαφορετικό από τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Το σώμα λ.χ. που έχει προκύψει από τη σύνθεση των τεσσάρων στοιχείων (της φωτιάς, του αέρα, του ύδατος και της γης), ή ο άνθρωπος που έχει προκύψει από τη σύνθεση ψυχής και σώματος δεν είναι ομοούσια όντα με κανένα από τα στοιχεία που τα απαρτίζουν. Ο Χριστός όμως μετά την «καθ’ υπόστασιν» ένωση των δύο φύσεών του, μένοντας ο ίδιος τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, είναι ομοούσιος με τον Πατέρα του και το Άγ. Πνεύμα κατά τη θεία του φύση και ομοούσιος με τη μητέρα του και με μας κατά την ανθρώπινη φύση του. Κατά συνέπεια, αν θεωρηθεί ως «σύνθετη φύση», δεν μπορεί να ονομασθεί ούτε Θεός ούτε άνθρωπος, αλλά μόνο Χριστός, και μάλιστα το όνομα αυτό δεν θα δηλώνει την υπόστασή του αλλά τη μία αυτή σύνθετη φύση του.

Αντίθετα η θεώρηση του Χριστού ως «σύνθετης υπόστασης» διασφαλίζει κατά το Δαμασκηνό τόσο την ενότητα του προσώπου του όσο και τη διπλή ομοουσιότητα και τελειότητά του. Αρκεί βεβαίως να νοείται ορθόδοξα, ότι δηλ. η απλή και ασύνθετη υπόσταση του Λόγου προ της σαρκώσεως, με την ενανθρώπηση γίνεται σύνθετη από δύο τέλειες φύσεις, της θεότητας και της ανθρωπότητας, ενώνοντας «καθ’ υπόστασιν» στον εαυτό της τη θεία με την ανθρώπινη φύση.

Για να παραστήσει σαφώς την έννοια, με την οποία νοείται ο Χριστός ως σύνθετη υπόσταση, ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί ως παράδειγμα το πυρακτωμένο μαχαίρι. Όπως όταν προσεγγίσει το σιδερένιο μαχαίρι στη φωτιά πυρακτώνεται, και γίνεται έτσι η πρώην απλή υπόστασή του σύνθετη, προσλαμβάνοντας στον εαυτό της εκτός από την ενυπάρχουσα φύση του σιδήρου και τη φύση της φωτιάς, χωρίς μάλιστα να αλλοιώνεται καμία από τις δύο αυτές φύσεις, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Χριστός. ενώ ως Υιός και Λόγος του Θεού αποτελεί μία από τις υποστάσεις της τριαδικής θεότητος, έχοντας στην υπόστασή του ολόκληρη τη θεία φύση ανελλιπή, με το να προσλάβει στον εαυτό του την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο Μαρία, έγινε από απλή υπόσταση, που ήταν, σύνθετη, έχοντας εφεξής στην υπόστασή του εκτός από την ενυπάρχουσα φύση της θεότητος και την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε.

Ως εκ τούτου ο Χριστός ως σύνθετη υπόσταση αποκτά κατά το Δαμασκηνό ένα «ιδιαίτατο ιδίωμα», κατά το οποίο παρά τη διπλή τελειότητα και ομοουσιότητά του διαφέρει τόσο από τον Πατέρα του και το Άγ. Πνεύμα όσο και από τη μητέρα του και τους λοιπούς ανθρώπους κατά το ότι ο ίδιος είναι εν ταυτώ Θεός και άνθρωπος . Γι’ αυτό και μπορεί να ονομάζεται όχι μόνο «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος» λόγω των δύο τελείων φύσεών του, αλλά και «όλος Θεός και όλος άνθρωπος» λόγω της μιας υποστάσεως των δύο φύσεών του .

Η «καθ’ υπόστασιν» ή «κατά σύνθεσιν» ένωση των δύο φύσεων στη μια σύνθετη υπόσταση του Λόγου συνεπάγεται κατά το Δαμασκηνό α) τη μεταξύ τους περιχώρηση, β) την αντίδοση των φυσικών τους ιδιωμάτων, γ) τη θέωση της ανθρώπινης φύσης και δ) τη μία προσκύνηση του Χριστού.

Κατ’ αρχήν, όσον αφορά στην περιχώρηση των δύο φύσεων, πρέπει να τονίσουμε ότι ο Δαμασκηνός τη θεωρεί τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την «καθ’ υπόστασιν» ή «κατά σύνθεσιν» ένωση, μέχρι του σημείου να δέχεται σαφώς τη μεταξύ τους πλήρη εννοιολογική ταυτότητα. Εξάλλου, όπως επισημαίνει, όταν γίνεται λόγος για την περιχώρηση των φύσεων, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η περιχώρηση γίνεται από τη θεία φύση προς την ανθρώπινη, και όχι αντίστροφα, γιατί η θεία φύση είναι αυτή που περνάει απ’ όλα τα όντα και τα περιχωρεί, ενώ μέσα απ’ αυτήν δεν μπορεί να περάσει τίποτε. Για να καταστήσει δε σαφή την έννοια της περιχώρησης των φύσεων, χρησιμοποιεί και πάλι το παράδειγμα του πυρακτωμένου σιδήρου. Όπως η φωτιά περνάει μέσα από το σίδηρο, χωρίς η φύση του σιδήρου να μπορεί να μεταβληθεί στη φύση της φωτιάς, ανάλογα συμβαίνει και με την περιχώρηση μεταξύ των δύο φύσεων του Χριστού.

Η αντίδοση επίσης των φυσικών ιδιωμάτων ως συνέπεια της «καθ’ υπόστασιν» ένωσης νοείται κατά το Δαμασκηνό με την έννοια της οικειώσεως εκ μέρους του Λόγου όλων των ιδιωμάτων της ανθρώπινης φύσης του, αλλά και της ταυτόχρονης μεταδόσεως σ’ αυτήν όλων των ιδιωμάτων της θείας φύσης του, ώστε να θεωρείται ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος, και κτιστός και άκτιστος, και παθητός και απαθής, αποκαλούμενος όχι μόνο «Θεός παθητός… και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος», λόγω της ανθρώπινης φύσης του, αλλά και «παιδίον προαιώνιον και άνθρωπος άναρχος», λόγω της θείας φύσης του. «Ούτος εστιν ο τρόπος της αντιδόσεως», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δαμασκηνός, «εκατέρας φύσεως αντιδιδούσης τη ετέρα τα ίδια δια την της υποστάσεως ταυτότητα και την εις άλληλα αυτών περιχώρησιν».

Όσον αφορά στη θέωση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, αυτή συντελέστηκε κατά το Δαμασκηνό «εξ άκρας συλλήψεως», ταυτόχρονα με την «καθ’ υπόστασιν» ένωση. Στηριζόμενος ο ιερός πατήρ στο Γρηγόριο Θεολόγο , χαρακτηρίζει τη θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού «ομόθεο» και «Θεό». Όπως όμως διευκρινίζει, η θέωση αυτή δεν συνέβη «κατά μεταβολήν φύσεως ή τροπήν ή αλλοίωσιν ή σύγχυσιν». Όπως η ενανθρώπηση έγινε χωρίς τροπή της θείας φύσης σε ανθρώπινη, έτσι και η θέωση έγινε χωρίς τροπή της ανθρώπινης φύσης σε θεία. Και οι δύο φύσεις έμειναν και μετά την ένωση άτρεπτες και ασύγχυτες, διατηρώντας η κάθε μια αλώβητα τα φυσικά της ιδιώματα. Απλώς με τη θέωση η ανθρώπινη φύση, λόγω της «καθ’ υπόστασιν» ένωσής της με το Λόγο, εμπλουτίστηκε με τις θείες ενέργειες, χωρίς να μειωθεί καθόλου ως προς τις φυσικές της ιδιότητες, και ενεργούσε τα θεία όχι με τη δική της ενέργεια, αλλά με την ενέργεια του Λόγου, ο οποίος εκδήλωνε την ενέργειά του μέσω της ανθρώπινης φύσης του.

Για να παρουσιάσει παραστατικά την έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσης του Χριστού ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί και πάλι ως παράδειγμα τον πυρακτωμένο σίδηρο. Όπως αυτός καίει, όχι γιατί έχει ως σίδηρος αφ’ εαυτού την καυστική ιδιότητα, αλλά γιατί την αποκτά εξαιτίας της ένωσής του με τη φωτιά, χωρίς με την πύρωση να μεταβάλλεται η φύση του στη φύση της φωτιάς, το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. καίτοι θεωμένη εξαιτίας της «καθ’ υπόστασιν» ένωσής της με το Θεό Λόγο, δεν αποβάλλει τα φυσικά της ιδιώματα.

Με άλλα λόγια, θεωθείσα η σάρκα του Χριστού, ενώ ήταν θνητή και φθαρτή καθ’ εαυτήν, έγινε ζωοποιός, χωρίς να αποστεί καθόλου από την κατά φύση θνητότητα και φθαρτότητά της. Η δε ψυχή του εμπλουτισθείσα με τις θείες ενέργειες απέκτησε τη θεία σοφία και χάρη και τη γνώση των μελλόντων, καθώς και τη δυνατότητα του θαυματουργείν. Κι’ αυτό δεν συνέβη κατά το Δαμασκηνό βαθμιαία με την αύξηση της ηλικίας του Χριστού, όπως δέχονταν ο Νεστόριος και οι οπαδοί του, που απέρριπταν την «καθ’ υπόστασιν» ένωση, αλλά «εξ άκρας υπάρξεως», ταυτόχρονα με την «καθ’ υπόστασιν» ένωση. Απλώς ο Χριστός με την αύξηση της ηλικίας του φανέρωνε βαθμιαία την ενυπάρχουσα σ’ αυτόν σοφία και χάρη, καθώς και τις λοιπές θείες ιδιότητες που απέκτησε με τη θέωση η ανθρώπινη φύση του.

Ως βασική τέλος συνέπεια της «καθ’ υπόστασιν» ένωσης αποτελεί κατά το Δαμασκηνό η μία προσκύνηση του Χριστού. Ο σαρκωμένος Λόγος ως Θεός και άνθρωπος προσκυνείται κατ’ αυτόν με μία προσκύνηση, κατά την οποία συμπροσκυνείται μαζί με το Θεό Λόγο και η ανθρώπινη φύση του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, όπως διευκρινίζει, ότι προσκυνώντας την ανθρώπινη φύση του λατρεύουμε την κτίση, γιατί δεν την προσκυνούμε ως κοινή και ευτελή φύση, αλλά ως θεωμένη και ενωμένη με τη θεότητα στο πρόσωπο και την υπόσταση του Θεού Λόγου. Κι’ όπως φοβούμαστε να αγγίξουμε το αναμμένο κάρβουνο ή το πυρακτωμένο μαχαίρι όχι εξαιτίας του ξύλου ή του σιδήρου, αλλά εξαιτίας της φωτιάς που είναι ενωμένη μ’ αυτά, έτσι προσκυνώντας το σαρκωμένο Λόγο, συμπροσκυνούμε και την ανθρώπινη φύση του, όχι εξαιτίας της ανθρώπινης φύσης καθ’ εαυτήν, αλλά εξαιτίας της ένωσής της με το Θεό Λόγο . Ούτε πάλι η προσκύνηση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού σημαίνει κατ’ αυτόν ότι παρεισάγουμε ως προσκυνητό τέταρτο πρόσωπο στην Αγ. Τριάδα, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν έχει δικό της ξεχωριστό πρόσωπο κατά τη νεστοριανική αντίληψη, αλλά πρόσωπό της είναι το πρόσωπο της θείας φύσης, ο Θεός Λόγος.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. Kotter /Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ/Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

J. D. Mansi/Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio

2024/04/25

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΙΕΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ (1)

 ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ

Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

Κεφάλαιο 1: Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές. «Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον  Πατέρα παρά μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας». Και το άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού, όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά την πρώτη εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό, παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω, και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ. Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως του Θεού. Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του, τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό. Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά. Διότι ο Θεός είναι αγαθός και μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλια ούτε σε κάποιο άλλο πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής και μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ας αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση. 

Κεφάλαιο 6: Για το Λόγο του Θεού.
 Αυτός λοιπόν ο ένας και μοναδικός Θεός δεν είναι άλογος. Εφόσον έχει Λόγο, δεν θα είναι χωρίς υπόσταση, ούτε θα έχει αρχή και τέλος η ύπαρξή του. Διότι, δεν υπήρχε χρόνος, που να μην υπήρχε ο Θεός Λόγος. (Ο Θεός) έχει πάντοτε το Λόγο του, γεννημένο απ’ Αυτόν· δεν είναι ανυπόστατος και σκορπισμένος στον αέρα όπως ο δικός μας λόγος, αλλά είναι ενυπόστατος, ζωντανός, τέλειος. Δεν προχωρεί έξω απ’ Αυτόν, αλλά είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του. Διότι, πού θα είναι, αν βγει έξω απ’ Αυτόν; Επειδή, δηλαδή, η δική μας φύση είναι θνητή και φθαρτή, γι’ αυτό και ο λόγος μας είναι ανυπόστατος. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αιώνιος και τέλειος, θα έχει και το Λόγο του τέλειο και ενυπόστατο, αιώνιο, ζωντανό και κάτοχο όλων όσων κατέχει και ο γεννήτοράς του. Διότι, όπως ακριβώς ο δικός μας λόγος προέρχεται από το νου αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτόν και ούτε είναι σε όλα διαφορετικός —διότι, αν και προέρχεται από το νου είναι κάτι άλλο απ’ αυτόν· και παρόλο που φανερώνει το νου, δεν είναι σε όλα διαφορετικός από το νου· αλλά, όντας κατά τη φύση όμοιος, είναι διαφορετικός στην υπόσταση— έτσι και ο Λόγος του Θεού, με τη δική του υπόσταση είναι διαφορετικός μ’ Εκείνον (γεννήτορα), από τον οποίο έλαβε την υπόσταση· επειδή όμως δείχνει τα ίδια που βλέπουμε στο Θεό (Πατέρα), είναι ο ίδιος στη φύση μ’ εκείνον. Διότι, όπως βλέπουμε τον Πατέρα να είναι τέλειος σε όλα, το ίδιο βλέπουμε και στο Λόγο που γεννήθηκε απ’ Αυτόν.

Κεφάλαιο 8 Για την Αγία Τριάδα: Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο, αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο, απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο, ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα, με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται, και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον, επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα· είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν.

Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα. Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». (Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο οποίος και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό, μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα.

Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως· διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας· κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση.

Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα. Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι, δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο.

Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο.

Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ο,τι φτιάχνει, το κάνει από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν, δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος.

Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος· γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους. Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη.

Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα. Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο, αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας. Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο.

Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού. Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως, ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού. Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως.

Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν» σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο «ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο, δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν. Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες. Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο. Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος.

Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη». Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος, δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι «μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη φωτιά.

Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα). Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει, κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός». Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα, όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό, το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της εξουσιάζεται από τη φθορά.

Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό· το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές, που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο· που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων· είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα, μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση. Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση, αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου και του γεννητού.

Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.

Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός, ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως.

Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση, για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα. Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο του δεν είναι σπίτι.

Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως, της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας, ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του. Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση, και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη. Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια, μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη λογική.

Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι. Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά, επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε, δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους. Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’ ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»· ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική διαίρεση.

Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε, ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’ αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος, τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε.

Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος· διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό, επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

Κεφάλαιο 9: Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό. Το θείο είναι απλό και ασύνθετο. Ενώ αυτό που αποτελείται από πολλά και διάφορα στοιχεία είναι σύνθετο. Εάν όμως θεωρήσουμε το άκτιστο, το άναρχο, το ασώματο, το αθάνατο, το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό και τα παρόμοια ως ουσιαστικές διαφορές για το Θεό, εφόσον αποτελείται από τόσα πολλά στοιχεία, δεν θα είναι απλός αλλά σύνθετος, πράγμα που συνιστά τη μεγαλύτερη ασέβεια. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε ότι καθετί που λέγεται για το Θεό δεν δηλώνει τί είναι κατ’ ουσία ο Θεός, αλλά ή δείχνει τί δεν είναι, ή δηλώνει κάποια σχέση με κάτι αντίθετο, ή φανερώνει κάτι παρεπόμενο της φύσεως, ή δείχνει κάποια ενέργεια.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυριότερο απ’ όλα τα λεγόμενα ονόματα για το Θεό είναι το όνομα «ο Ων», όπως το λέει ο ίδιος τη στιγμή που αποκρίνεται στο Μωϋσή πάνω στο βουνό: «Είπα στα παιδιά του Ισραήλ· μ’ έστειλε ο Ων». Διότι περιέκλεισε στον εαυτό του να έχει όλη την ύπαρξη, σαν κάποιο άπειρο και απεριόριστο πέλαγος υπάρξεως. Και όπως λέει ο άγιος Διονύσιος, το όνομα «αγαθός». Διότι δεν επιτρέπεται να πούμε για το Θεό ότι πρώτα υπάρχει και έπειτα είναι αγαθός. Δεύτερο όνομα είναι το «Θεός», το οποίο προέρχεται ή από τη λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τα σύμπαντα, ή από τη λέξη «αίθειν», που σημαίει καίει –«διότι ο Θεός είναι φωτιά που όλα τα καίει», και μαζί κάθε κακία–, ή προέρχεται από τη φράση «βλέπει τα πάντα»· διότι είναι αλάθητος και όλα τα εποπτεύει. Διότι τα είδε «όλα προτού να γίνουν», αφού τα είχε προαιώνια στο νου του· και το καθετί δημιουργήθηκε στον καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της θελήσεώς του, το οποίο περιλαμβάνει τον προορισμό, την εικόνα και το παράδειγμα. Το πρώτο, λοιπόν, όνομα εκφράζει την ίδια την ύπαρξη και τη φύση της, ενώ το δεύτερο εκφράζει την ενέργεια. Τα ονόματα πάλι άναρχο, άφθαρτο και αγένητο, δηλαδή αδημιούργητο, ασώματο, αόρατο και τα παρόμοια, δηλώνουν τί δεν είναι· δηλαδή, ότι η ύπαρξή του δεν έχει αρχή, δεν φθείρεται, δεν έχει δημιουργηθεί, δεν είναι σώμα και δεν είναι ορατή. Τα ονόματα πάλι αγαθός, δίκαιος, όσιος και τα όμοια έχουν σχέση με τη φύση (ουσία), αλλά δεν δηλώνουν την ίδια την ουσία. Τα ονόματα Κύριος, βασιλεύς και τα όμοια δείχνουν τη σχέση μ’ αυτά που αντιδιαστέλλονται· διότι ονομάζεται Κύριος αυτών που τους κυριεύει, βασιλεύς αυτών που κυβερνά, δημιουργός αυτών δημιουργεί και ποιμένας αυτών που ποιμαίνει.

Για τη θεία ένωση και διάκριση. Όλα, λοιπόν, αυτά τα ονόματα πρέπει να τα θεωρήσουμε κοινά και τα ίδια για όλη τη θεότητα με απλότητα, χωρίς διαίρεση και ενωμένα· νοούμε χωριστά μόνο τα ονόματα Πατέρας, Υιός και Πνεύμα καθώς και τα αναίτιος, αιτιατός, αγέννητος, γεννητός, εκπορευτό, τα οποία δεν φανερώνουν την ουσία, αλλά τη σχέση μεταξύ τους και τον τρόπο της υπάρξεώς τους. Όταν, λοιπόν, τα γνωρίσουμε αυτά και μας οδηγήσουν προς τη θεία ουσία, δεν κατανοούμε την ίδια την ουσία, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Όπως ακριβώς, εάν γνωρίσουμε ότι η ψυχή είναι χωρίς σώμα, μέγεθος και σχήμα, δεν σημαίνει ότι κατανοήσαμε αμέσως και την ουσία της· το ίδιο και με το σώμα, εάν γνωρίσουμε ότι είναι λευκό ή μαύρο, δεν γνωρίσαμε την ουσία του, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η αληθινή διδασκαλία διδάσκει ότι το θείο είναι απλό και έχει μια απλή ενέργεια, που είναι αγαθή· αυτή ενεργεί το καθετί σε όλα, όπως η ακτίνα του ήλιου, η οποία τα θερμαίνει όλα και ενεργεί στο καθένα ανάλογα με τη φυσική του διάθεση και τη δεκτική του ικανότητα· διότι έχει λάβει αυτού του είδους την ενέργεια από το Θεό που το δημιούργησε.

Εξαιρούνται βέβαια όσα γεγονότα αναφέρονται στη θεία και φιλάνθρωπη ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Διότι δεν είχαν συμμετάσχει σ’ αυτά με κανένα τρόπο ούτε ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα, παρά μόνον με την καλή τους θέληση και την ανέκφραστη θαυματουργία, την οποία πραγματοποίησε για μας με την ενανθρώπησή του ο Λόγος του Θεού, σαν αναλλοίωτος Θεός και Υιός του Θεού.

2024/04/14

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Οι δύο φύσεις του Χριστού ενώθηκαν μεταξύ τους 
χωρίς μετατροπή και μεταβολή

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως


"Όλος ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε·
και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου..."

Απόδοση στην νέα ελληνική Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης (Νυν "Μητροπολίτης" Ν. Ημ. Δράμας)

Για τις δύο φύσεις: Οι (δύο) φύσεις (του Χριστού) ενώθηκαν μεταξύ τους χωρίς μετατροπή και μεταβολή, χωρίς ούτε η θεία φύση να χάσει την απλότητά της, ούτε βέβαια η η ανθρώπινη να μεταβληθεί σε θεία φύση ή να καταλήξει σε ανυπαρξία, ούτε τέλος από τις δύο να βγει μία σύνθετη φύση.

Διότι η σύνθετη φύση δεν μπορεί να είναι ομοούσια με καμία από τις δύο φύσεις που τη συνέθεσαν, αφού από διαφορετικά στοιχεία προήλθε κάτι άλλο· για παράδειγμα, το σώμα το οποίο αποτελείται από τέσσερα στοιχεία δεν είναι ομοούσιο ούτε με τη φωτιά, ούτε λέγεται φωτιά, ούτε λέγεται αέρας ή νερό ή γη, ούτε με κάποιο απ’ αυτά είναι ομοούσιο.

Εάν, λοιπόν, σύμφωνα με τους αιρετικούς, ο Χριστός, μετά την ένωση των δύο φύσεων, είχε μία σύνθετη φύση, τότε η φύση του από απλή μετατράπηκε σε σύνθετη· και ούτε είναι ομοούσιος με τον Πατέρα του που έχει απλή φύση, ούτε με τη μητέρα του (διότι αυτή δεν είναι σύνθετη από θεία και ανθρώπινη φύση), ούτε βέβαια μετέχει στη θεία και ανθρώπινη φύση, ούτε πάλι θα ονομασθεί Θεός ή άνθρωπος, αλλά μόνον Χριστός.

Και το όνομα Χριστός δεν θα είναι γι’ αυτούς το όνομα της υποστάσεως του, αλλά της μιας του φύσεως.

Εμείς όμως θεωρούμε ως αλήθεια ότι ο Χριστός δεν έχει μία σύνθετη φύση, ούτε είναι κάτι άλλο που προήλθε από κάτι άλλο, όπως ο άνθρωπος από ψυχή και σώμα ή όπως το σώμα από τέσσερα στοιχεία, αλλά λέμε ότι προήλθαν τα ίδια από διαφορετικά στοιχεία· ομολογούμε, δηλαδή, ότι είναι και λέγεται τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος που έχει δύο φύσεις και είναι σε δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη.

Το όνομα Χριστός το αποδίδουμε στην υπόσταση, που δεν λέγεται μονομερώς, αλλά δηλώνει τις δύο φύσεις.

Διότι ο ίδιος καθαγίασε τον εαυτό του, καθαγιάζοντας από τη μια ως Θεός το σώμα με τη θεότητά του, και από την άλλη καθαγιαζόμενος ως άνθρωπος· διότι ο ίδιος είναι και το ένα και το άλλο. Και η θεία φύση καθαγιάζει την ανθρώπινη.

Αν, δηλαδή, ο Χριστός, ο οποίος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, έχει σύνθετη φύση, τότε και ο Πατέρας θα είναι σύνθετος και ομοούσιος με τη σάρκα, πράγμα το οποίο είναι άτοπο και πολύ βλάσφημο.

Και πώς μία φύση θα μπορέσει να δεχθεί τις αντίθετες διαφορές των φύσεων;

Πώς είναι, δηλαδή, δυνατόν η ίδια φύση να είναι ταυτόχρονα κτιστή και άκτιστη, θνητή και αθάνατη, περιγραπτή και απερίγραπτη;

Αν πάλι λέγοντας ότι ο Χριστός έχει μία φύση, τη θεωρούν απλή ή μήπως θα πουν ότι αυτός είναι μόνον Θεός και θα θεωρήσουν την ενανθρώπηση φανταστική ή ότι είναι μόνον άνθρωπος, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Νεστορίου;

Και πού είναι τότε η τελειότητα της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως;

Και πότε θα δεχθούν ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, εφόσον λένε ότι μετά την ένωση αυτός έχει μία σύνθετη φύση;

Διότι όλοι γνωρίζουν ότι ο Χριστός, πριν την ένωση, είχε μια φύση μόνο.

Αλλά αυτό είναι εκείνο που οδηγεί τους αιρετικούς στην πλάνη, ότι ταυτίζουν τη φύση με την υπόσταση. Επειδή μάλιστα ισχυριζόμαστε ότι είναι μία η φύση των ανθρώπων, πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό το λέμε όχι αποβλέποντας στον ορισμό της ψυχής και του σώματος· διότι είναι αδύνατο να λέμε ότι η ψυχή και το σώμα, αν συγκριθούν μεταξύ τους, έχουν μία φύση.

Αλλά επειδή υπάρχουν πάρα πολλές υποστάσεις των ανθρώπων, και η φύση όλων έχει τον ίδιο ορισμό, διότι όλοι είναι σύνθετοι από ψυχή και σώμα, και όλοι μετέχουν στη φύση της ψυχής και έχουν τη φύση του σώματος, λέμε ότι η κοινή εμφάνιση των πολλών και διαφορετικών υποστάσεων έχει μία φύση· καθεμία, δηλαδή, υπόσταση έχει δύο φύσεις και υπάρχει με τις δύο φύσεις, εννοώ την ψυχή και το σώμα.

Για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό όμως δεν είναι δυνατόν να εννοήσουμε κοινή μορφή· διότι ούτε έγινε ούτε υπάρχει ούτε ποτέ θα γίνει άλλος Χριστός από θεία και ανθρώπινη φύση, ο ίδιος τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος στη θεία και ανθρώπινη φύση.

Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έχει μία φύση· όπως λέμε για το άτομο ότι αποτελείται από ψυχή και σώμα, έτσι λέμε και για τον Χριστό ότι αποτελείται από θεία και ανθρώπινη φύση. Εκεί βέβαια έχουμε άτομο, αλλά ο Χριστός δεν είναι άτομο· και ούτε έχει ο Χριστός μια μορφή που ανήκει στην κατηγορία του αγαθού.

Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι η ένωση προήλθε από δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, όχι με συμφυρμό ή σύγχυση ή ανάμειξη, όπως είπε «το θεόσταλτο κακό» ο Διόσκορος, ο Ευτυχής και ο Σεβήρος και η ασεβής συμμορία τους· ούτε υποστηρίζουμε ότι η ένωση ήταν προσωπική ή σχετική ή ανάλογα με την αξία ή με ταύτιση της θελήσεως ή με ισοτιμία ή με ταύτιση του ονόματος ή με συγκατάβαση, όπως είπε ο εχθρός του Θεού Νεστόριος, ο Διόδωρος και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας και η δαιμονική συντροφιά τους· αλλά ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε με σύνθεση, δηλαδή υποστατικά χωρίς μεταβολή και αλλοίωση, χωρίς διαίρεση και διάσπαση και με δύο φύσεις τέλειες που έχουν την ίδια υπόσταση, εννοώ της θείας και ανθρωπίνης φύσεώς του· ομολογούμε ότι οι δύο φύσεις διατηρούνται στο πρόσωπό του μετά την ένωση, χωρίς να θεωρούμε ότι η καθεμία υπάρχει ξεχωριστά, αλλά είναι ενωμένες και οι δύο σε μία σύνθετη υπόσταση.

Υποστηρίζουμε ότι η ένωση είναι ουσιαστική, δηλαδή αληθινή και όχι φανταστική. Ουσιαστική, όχι με την έννοια ότι οι δύο φύσεις αποτέλεσαν μία σύνθετη φύση, αλλά ενώθηκαν μεταξύ τους πραγματικά σε μία σύνθετη υπόσταση του Υιού του Θεού.

Και υποστηρίζουμε ότι παραμένει η ουσιώδης διαφορά τους· διότι το κτιστό παρέμεινε κτιστό και το άκτιστο άκτιστο· το θνητό παρέμεινε θνητό και το αθάνατο αθάνατο· το περιγραπτό παρέμεινε περιγραπτό και το απερίγραπτο απερίγραπτο· το ορατό παρέμεινε ορατό και το αόρατο αόρατο· το ένα ακτινοβολεί με τα θαύματα και το άλλο υπέπεσε στις συκοφαντικές ύβρεις.

Ο Λόγος κάνει δικά του τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά· διότι αυτά που ανήκουν στην αγία του σάρκα είναι δικά του, και μεταδίδει στη σάρκα του από τα δικά του με τον τρόπο της αντιδόσεως, επειδή τα δύο μέρη αλληλοπεριχωρούνται και είναι ενωμένα υποστατικά και επειδή ο ενεργών τα θεία και τα ανθρώπινα είναι ένας με τη μία και την άλλη φύση που βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους.

Γι’ αυτό το λόγο λέμε ότι ο Κύριος της δόξης σταυρώθηκε, αν και δεν έπαθε τίποτε η θεία του φύση· και ακόμη ομολογούμε ότι ο Υιός του ανθρώπου πριν από το πάθος του είναι στον ουρανό, όπως το είπε ο ίδιος ο Κύριος· διότι ο Κύριος της δόξης ήταν ένας και ο ίδιος, αυτός που από τη φύση του ήταν αληθινά Υιός του ανθρώπου, δηλαδή αυτός που έγινε άνθρωπος· και γνωρίζουμε τα θαύματα και τα πάθη του, μολονότι αυτός με τη μία φύση έκανε θαύματα και με την άλλη υπέμεινε τα πάθη.

Διότι γνωρίζουμε ότι, όπως είναι μία η υπόστασή του, έτσι παραμένει ουσιώδης η διαφορά των φύσεών του. Πώς, δηλαδή, θα μπορούσε να μείνει η διαφορά, εάν δεν παρέμεναν αυτά που έχουν διαφορά μεταξύ τους; Διότι η διαφορά υπάρχει μεταξύ διαφορετικών.

Λέμε, λοιπόν, ότι αυτός συνδέεται με τα (δύο) άκρα, χάρη στην αιτία με την οποία οι φύσεις του Χριστού διαφέρουν μεταξύ τους, χάρη δηλαδή στην αιτία της ουσίας· χάρη στη θεία φύση είναι ενωμένος με τον Πατέρα και το Πνεύμα, και χάρη στην ανθρώπινη με τη μητέρα και όλους τους ανθρώπους. Και χάρη στην αιτία με την οποία είναι ενωμένες οι φύσεις του, λέμε ότι αυτός διαφέρει από τον Πατέρα και το Πνεύμα, αλλά και με τη μητέρα και τους άλλους ανθρώπους· διότι οι φύσεις είναι ενωμένες χάρη στην υπόστασή του· καθώς έχουν μία υπόσταση και σχετικά μ’ αυτήν διαφέρουν με τον Πατέρα, το Πνεύμα, τη μητέρα και εμάς.

2024/04/12

ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΘΗΒΩΝ ΚΥΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 Κατά το ετήσιον αυτού Ιερόν Μνημόσυνον υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος κ. Κοσμά στον Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας Πεύκης Αττικής.



2024/04/08

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ

 Ενοριακός Ιερός Ναός Γ.Ο.Χ. Κατερίνης Πιερίας 

Αγίας Αικατερίνης, Προφήτη Ηλία & Ταξιάρχη Μιχαήλ 

Ιερούργησε ο Παν/τος Ιερομόναχος π. Ευθύμιος Κωτούλας 






Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, στην Ε’ διδαχή του αναφέρεται στο πώς πρέπει να γίνεται το σημείο του σταυρού και τι σημαίνει:

«Ακούσατε, χριστιανοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει.
Μας λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον πως η Αγία Τριάς, ο Θεός, δοξάζεται εις τον ουρανόν περισσότερον από τους αγγέλους. Τι πρέπει να κάμης και εσύ;

Σμίγεις τα τρία σου δάκτυλα με το δεξιόν σου χέρι και μη μπορώντας να ανεβής εις τον ουρανόν να προσκυνήσης, βάνεις το χέρι σου εις το κεφάλι σου, διατί το κεφάλι σου είναι στρογγυλό και φανερώνει τον ουρανόν και λέγεις με το στόμα: Καθώς εσείς οι άγγελοι δοξάζετε την Αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν, έτσι και εγώ, ως δούλος ανάξιος, δοξάζω και προσκυνώ την Αγία Τριάδα.

Και καθώς αυτά τα δάκτυλα, είναι τρία είναι ξεχωριστά, είναι και μαζί έτσι και η Αγία Τριάς, ο Θεός, τρία πρόσωπα, και ένας μόνος Θεός.

Κατεβάζεις το χέρι σου από το κεφάλι και το βάνεις εις την κοιλίαν σου και λέγεις:
Σε προσκυνώ και σε λατρεύω, Κύριέ μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου διά τας αμαρτίας μας.

Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις:
Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους.

Βάνοντάς το πάλι εις τον αριστερόν ώμον, λέγεις:
Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς.

Έπειτα, κύπτοντας κάτω εις την γην:
Σε δοξάζω, Θεέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, ότι, καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ.

Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνεις την Ανάστασιν και λέγεις:
Σε δοξάζω, Κύριέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, πως αναστήθηκες από τους νεκρούς, διά να μας χαρίσης την ζωήν την αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο πανάγιος σταυρός».

2024/04/07

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΥΚΗ ΑΤΤΙΚΗΣ

Με λαμπρότητα πανηγύρισε ο ιστορικός Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Πεύκη Αττικής. Η εφετινή, σπάνια σύμπτωση της Θεομητορικής εορτής με την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως προσέδωσε μεγαλύτερη κατάνυξη. Αφ' εσπέρας τελέστηκε ο εόρτιος Εσπερινός ενώ κατά την κυριώνυμο ημέρα τελέστηκε πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία υπό του οικείου Μητροπολίτη, Σεβασμιωτάτου Αττικής και Μεγαρίδος κ. Κοσμά βοηθούμενου υπό του νεοχειροτονηθέντος Ιερομονάχου, Παν/του π. Αθανασίου Δημουλά. Τον θείο λόγο κήρυξε καταλλήλως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αττικής κ. Κοσμάς και μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας τελέστηκε η λιτανεία της ιεράς εικόνας. Προσήλθε πλήθος ορθοδόξων πιστών από την ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Πρωτεύουσας και άπαντες δέχθηκαν κεράσματα που προσέφεραν η επιτροπή και τα μέλη της ενορίας. Είθε οι μεσιτείες της Κυρίας Θεοτόκου και του Τιμίου Σταυρού να μας καθοδηγούν στην Ορθοδοξία και την Ορθοπραξία με τον ενωτικό σύνδεσμο της αγάπης και της ταπείνωσης.







2024/04/06

"Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ"

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Ομιλία 14η στον

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ο τοίς πάσι παρεχόμενος βουλήματι, τό είναι Πάναγνε, εκ σού αρχήν χρονικήν, λαμβάνει καί τίκτεται, λύων τά χρόνια, παραπτώματα, τής συμπεσούσης Άχραντε, τών βροτών ρευστής ουσίας. (Θεοτοκίον Μηναίου Ζ' Ωδή, 24 Νοεμβρίου) 

Ο φύσει άναρχος, Υιός καί άχρονος, χρονικήν εκ Παρθένου Κόρης αρχήν, θέλων καταδέχεται, τους υπό χρόνον εκ φθοράς, αναπλάσαι προμηθούμενος. (Θεοτοκίον Μηναίου Δ' Ωδή, 15 Φεβρουαρίου) 

Νοός ο φρικτός σου τοκετός, νικά κατάληψιν, Θεοχαρίτωτε, Θεός γάρ πέφυκεν άναρχος, χρονικήν αρχήν δεξάμενος, διά τό σώσαι τούς πιστώς αυτώ κραυγάζοντας, Ευλογείτε, πάντα τά έργα Κυρίου τόν Κύριον. (Θεοτοκίον Μηναίου Η' Ωδή, 5 Απριλίου)


«Μεγάλο και Θείο, απόρρητο και ακατανόητο, όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους αγγέλους και τους αρχαγγέλους είναι το γεγονός ότι η φύση μας έγινε διά του Ιησού Χριστού ομόθεος και μας χαρίστηκε η επάνοδος μας στο καλύτερο. Αυτό είναι το μυστήριο που πιστεύεται αλλά δεν γνωρίζεται. Είναι ακατανόητο όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους αγγέλους και τους αρχαγγέλους. Αρχίζει από το γεγονός που γιορτάζεται σήμερα. Ο αρχάγγελος ευαγγελίζεται στην Παρθένο τη σύλληψη του Ιησού Χριστού. Εκείνη έκπληκτη ζήτησε τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα γινόταν και είπε προς αυτόν: «πώς θα μου συμβεί αυτό αφού δεν γνωρίζω άνδρα;», και τότε ο αρχάγγελος κατέφυγε προς τον Θεό λέγοντας: «Πνεύμα Άγιο θα έρθει σ’ εσένα και δύναμις Υψίστου θα σε επισκιάσει». Αυτό που ομολογείται από τον αρχάγγελο προς την παρθένο ενέχει το μεγαλύτερο μυστήριο. Ο σωτήρας και λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους, θα γίνει άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.

Παραβαίνοντας την εντολή του Θεού κατεβήκαμε μέχρι τον Άδη και πολλά δεινά μας βρήκαν διαδοχικά. Το γένος μας γεύτηκε τη λύπη και η ζωή μας έγινε γεμάτη οδύνη. Ο Θεός όμως που μας έπλασε με ευσπλαχνία και φιλανθρωπία έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για να μας βρεί, παίρνοντας από την αγία Παρθένο τη φύση μας που την ανακαίνισε. Ο Θεός στέλνοντας τον αρχάγγελο στην Παρθένο την κάνει μητέρα του Χριστού μόνο με τη προσφώνηση που ακούει σήμερα. Αν η σύλληψη του Χριστού θα ήταν από ανθρώπινη επέμβαση ο Χριστός δεν θα ήταν ο νέος άνθρωπος. Τώρα ήρθε και από το Άγιο Πνεύμα γίνεται άνθρωπος και σαρκώθηκε στη μήτρα της παρθένου μένοντας αναλλοίωτος Θεός και τέλειος άνθρωπος.

Το όνομα της Παρθένου ήταν Μαριάμ, που ερμηνεύεται Κυρία. Εκείνη ήταν πράγματι παρθένος και στο σώμα και στη ψυχή. Είχε όλες τις αισθήσεις του σώματος εκτός από τον μολυσμό. Έχει γραφεί για κείνη ότι ήταν η κλεισμένη πύλη που κανείς δεν πρόκειται να περάσει από αυτήν παρά μόνο ο Χριστός. Η Παναγία είναι Κυρία και με ένα άλλο τρόπο. Δεσπόζει όλων καθώς είναι ελεύθερη και ρίζα της ελευθερίας του γένους των ανθρώπων, και γι’ αυτό ακριβώς ο άγγελος εμφανιζόμενος στη Παρθένο της απευθύνει το: «Χαίρε κεχαριτωμένη. Ο Κύριος είναι μαζί σου, είσαι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες». Η Παρθένος φοβήθηκε μήπως ο άγγελος είναι κάποιος απατηλός και δεν δέχτηκε χωρίς εξέταση τον χαιρετισμό. Ταράχθηκε και ρώτησε πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό. Ο αρχάγγελος αμέσως της διέλυσε τον Θεοφιλή φόβο λέγοντας της : «Μη φοβάσαι Μαρία γιατί πέτυχες τη χάρη του Θεού».

Η Παρθένος ρώτησε όχι από απιστία αλλά επειδή ζητούσε να μάθει πώς ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό το θαύμα, γι΄αυτό ακριβώς μετά την εξήγηση του αρχαγγέλου εκείνη τρέχει προς τον Θεό και απευθύνεται προς αυτόν. Λέγει λοιπόν στον αρχάγγελο: «αν όπως λες έρθει σ΄εμένα το Άγιο Πνεύμα για να με καθαρίσει περισσότερο και να με δυναμώσει να δεχτώ το σωτήριο έμβρυο, αν με επισκιάσει η δύναμη του Υψίστου που θα μορφώσει μέσα μου ως άνθρωπο αυτόν που είναι Θεός και Βασιλεύς αιώνιος, πιστεύω ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο για τον Θεό. Λοιπόν, ιδού εγώ η δούλη του Κυρίου ας γίνει σύμφωνα με το λόγο σου». Τότε έφυγε από εκεί ο άγγελος αφού άφησε στην γαστέρα της τον Δημιουργό του κόσμου ενωμένο με την Παρθένο.

Μετά από αυτό το γεγονός η Παναγία είναι το μοναδικό μεθόριο μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσεως είναι η χώρα του αχωρήτου. Αυτήν θα υμνήσουν στο μέλλον μετά το Θεό όλοι οι πιστοί. Αυτή είναι η αιτία κάθε καλού και η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων αγαθών, είναι η αρχή των αποστόλων και το εδραίωμα των μαρτύρων, είναι η δόξα της γης και η τερπνότητα των ουρανίων, είναι το στολίδι όλης της κτίσεως. Από αυτήν ας αποκτήσουμε ελπίδα και εμείς και με τις δικές της αδιάκοπες προσευχές για όλους μας ας έρθει η δόξα και η χαρά εκείνου που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από τους αιώνες και σαρκώθηκε από την Παναγία μας. Στον Ιησού Χριστό ανήκει κάθε δόξα και τιμή και προσκύνηση στους αιώνες τον αιώνων». Αμήν.